Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Αθώοι και Φταίχτες

Περπάτησα για λίγο στην Καλλεργών, πίσω από τα Νεώρια. Έστριψα αριστερά, βγήκα στη θάλασσα και ακολούθησα τη γνωστή μου διαδρομή. Κατακάθιζε πάνω μου ο θαλασσινός αφρός. Καλοκαίρι, είναι τόση η κοσμοσυρροή, μου είπανε, που δυσκολεύεσαι να περπατήσεις, κι αν έχει άπνοια, σου κόβεται η ανάσα. Είμαι τυχερός από μια άποψη που βρέθηκα εδώ χειμώνα. Το ξέρεις πως μ’ ευχαριστεί να περπατώ στη βροχή κι ακόμη πιο πολύ μ’ ευχαριστεί η ερημιά στους δρόμους. Είχα αρχίσει να πεινώ. Μ’ έπιασε ξαφνικά αγωνία μήπως δεν βρω τραπέζι στην ψαροταβέρνα όπου υπολόγιζα να γευματίσω, κι είχα δίκιο. Παρ’ όλη την κακοκαιρία, όλα τα μαγαζιά φίσκα. Πάντα τέτοια μέρα οι Έλληνες έχουν κάθε λόγο να τρώνε θαλασσινά και να χορεύουν ζεϊμπέκικο. Ευτυχώς βολεύτηκα σ’ ένα ουζερί. Μπροστά μου ο Φάρος μέσα στο κύμα. Το σκέφτηκα πολλές φορές. Το είχε άραγε υπολογίσει ο Μεχμέτ Αλί της Αιγύπτου ότι από το πέρασμά του στα Χανιά δεν θα ’μενε παρά μόνο ο λιμενοβραχίονας και τούτος επισκευασμένος, ώστε να θυμίζει μιναρέ, ενετικός Φάρος; Το γκαρσόνι κοίταζε επίμονα το παλτό μου. Λονδρέζικο, σχολίασε. Πώς το κατάλαβε; Μου έπιασε κουβέντα, πρώτα για τον βρομόκαιρο, έπειτα για τους αλλοδαπούς, και καλά, στην πόλη δεν πολυφαίνονται, αν πάτε όμως παραέξω στα χωριά, κύριέ μου, δεν περιγράφεται, πήχτρα, αυτοί μαζεύουν τις ελιές, αυτοί σκάβουν στα θερμοκήπια, αυτοί τρυγούν, αυτοί οργώνουν. Ήθελα να τον ρωτήσω, κι εσείς τι κάνετε, αλλά δεν τον ρώτησα, φοβήθηκα ότι μπορεί να με παρεξηγήσει. Έχεις δει μάτι Κρητικού; Σε διαπερνά ως βαθιά· έχω προσέξει πώς με κοιτάζουν, αν είναι δυνατόν να φέρουν τα μέσα έξω, ν’ ανοίξουν το κεφάλι μου, να δουν τι υπάρχει μέσα. Απόκρημνο μάτι· πότε καλοσυνάτο, πότε κακό, ζηλιάρικο.

Περπατώ σχεδόν καθημερινά από τις Λιβιέρες, τον ανατολικό μυχό, ως τη δυτική άκρη, τον Φιρκά. Παλιά θα πρέπει να υπήρχε μια καμάρα ανάμεσα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό λιμάνι. Κι εκεί κοντά στην καμάρα ήταν το Μεγάλο Αρσενάλι, αποθήκη πυρομαχικών κάποτε. Σ’ αυτό το κτίριο, σημειώνει ο παππούς, σήκωσε δεύτερο όροφο ο Ρεούφ Πασάς για να στεγάσει ελληνικό σχολείο, αλλά, μετά τις φωτιές του 1897 και την καταστροφή του Δημαρχείου στην οδό Χάληδων, θα πρέπει να στέγασε για λίγο διάστημα και το Δημαρχείο. Πολύ αργότερα το κατέστρεψαν οι γερμανικοί βομβαρδισμοί. Σήμερα, όπως σου έγραψα ήδη, το έχουν αναστηλώσει και σκοπεύουν να φιλοξενήσουν εδώ το ΚΑΜ, «Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου». Εδώ δεσπόζουσα θέση έχουν τα Νεώρια, Χιόνες στην εποχή του παππού μου, Αρσενάλια στους αιώνες της Ενετοκρατίας. Στο εξωτερικό λιμάνι δέσποζε η Προκυμαία. Εδώ κοντά, επίσης, θα πρέπει να βρισκόταν και το υπόστεγο, τα «Παλιά Ψαροπούλια», όπου έστηναν τους πάγκους τους οι Βανιέδες, οι Ιταλοί ψαράδες. Παρακεί, φάτσα στο Γιαλί Τζαμισί, ήταν και η αποβάθρα για τους ταξιδιώτες. Στάθηκα και χθες στο τζαμί, μπροστά στη σωζόμενη βάση του μιναρέ. Είναι το δεύτερο τέμενος που χτίστηκε μέσα στην Παλιά Πόλη, στα θεμέλια ίσως κάποιας χριστιανικής εκκλησίας. Το λέγαν και Κιουτσούκ Χασάν Τζαμισί, το Τζαμί του Μικρού Χασάν. Είναι γνωστό ότι σε όλα τα τεμένη υπήρχαν και ταφικοί περίβολοι. Θα πρέπει να υπήρχε επομένως κι εδώ ένας μικρός περίβολος για τους επιφανείς νεκρούς. Σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να γράψω ένα ταξιδιωτικό με τίτλο: Αναζητώντας τα Μεζάρια. Και θα είναι σαν να αναζητώ τις δημοτικές αποφάσεις βάσει των οποίων σηκώθηκαν οι επιτύμβιες πλάκες για να πατηθεί και να χτιστεί το χορτασμένο χώμα. Εκθεσιακός χώρος σήμερα, είναι το μοναδικό τζαμί που σώζεται στην πόλη, έστω και χωρίς τον μιναρέ του. Το καλοκαίρι, φαντάζομαι, θα σταματούν οι τουρίστες και θα απαθανατίζονται μπροστά του. Σίγουρα όμως θα ποζάρουν και με την πλάτη προς τη θάλασσα για να έχουν τον Φάρο στο φόντο της φωτογραφίας που θα τους θυμίζει, έπειτα από χρόνια, το πέρασμά τους από τα Χανιά.

Μάρω Δούκα, Αθώοι και Φταίχτες, Πατάκης 2010, σ. 66-68