Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Κάθε φορά που αναπολώ την εποχή της σύντομης μαθητείας μου στου Ελευθεριάδη — πριν από το 1914 — μια πολυθόρυβη λεωφόρος προβάλλει μπροστά μου. Τότε ακόμα την έλεγαν Λεωφόρο Ραμλιού. Κ’ ήταν η ευρωπαϊκώτερη και κεντρικώτερη αρτηρία, απ’ όπου τέσσερις φορές τη μέρα έπρεπε να περάσουν όσοι κατοικούσαν στο εξοχικό, το μοσκομύριστο Ράμλι.

Το γραφείο του Ελευθεριάδη βρισκόταν στο μέσο. Πάνω ακριβώς απ’ το σημερινό Μπραζίλιαν Κόφφι. Από εκεί λοιπόν όταν, λίγο μετά το μεσημέρι, τύχαινε να βγω στο παράθυρο, το θέαμα που έβλεπα και που διαρκούσε σχεδόν ως τις δύο, ήταν από τα πιο ζωηρά. Αμέσως μετά το κλείσιμο των γραφείων, των τραπεζών και του Χρηματιστηρίου, κύματα ανέβαιαν προς τον σταθμό για να πάρουν τα διάφορα τραμ. Το αυτοκίνητο δεν είχε ακόμα εισβάλλει στην Αίγυπτο, κι ο περισσότερος κόσμος, εκτός απ’ τους πολύ βιαστικούς που παίρναν αμάξι, προτιμούσε να τη διανύει πεζός. Κι όχι μόνο γιατί δεν κούραζε — είναι δεν είναι 800 μέτρα — μα προπάντων επειδή τα διάφορα μαγαζιά (παντοπωλεία, φρουτάδικα κλπ.) που εκείνα τα χρόνια δεν ήξεραν ακόμα τι θα πει μεταμεσημεριάτικη ανάπαυση, προθυμότατα περίμεναν να εξυπηρετήσουν την πελατεία.

Στη γωνιά που σχηματίζει η Λεωφόρος με τη σχεδόν κάθετη προς αυτήν οδό Νάμπι Ντανιέλ και μπρος ακριβώς απ’ το κατάστημα του ταπετσέρη Λάππα — πατέρα του τενόρου Οδυσσεά Λάππα — όρθιος, την ίδια πάντοτε ώρα, ο ίδιος αράπης διαλαλούσε τραγουδιστά, μ’ ένα ρηχό πανέρι στο χέρι — προθήκη φορητή της πραμάτειας του — την πράσινη λεπτή σαλάτα που οι γάλλοι τη λένε κρεσσόν και μεις νεροκάρδαμο:

Αάλ αλ κερισσόν
Αάλ αλ κερισσόν,
κερισσόν σαλάτ.
κερισσόν σαλάτ!

Αυτό το ακατάπαυστο και μελωδικώτατο κάθε μεσημέρι τραγούδισμα του αράπη πουλητή όπως και μερικά άλλα που γέμιζαν, λίγο μετά το σούρουπο, με τη νοσταλγία τους τις γειτονιές τις απόμακρες, πόσο θα ήθελα να τα είχα φιξάρει.

Καθώς ανέβαινε κανείς προς τον σταθμό, πάντα εορταστική και πολύχρωμη η ίδια προθήκη. Μάσκες, κούκλες, σερπαντίνες, αποκρηάτικες αμφιέσεις — ένας εξπρεσσιονιστικός πίνακας! Ήταν το Ιταλικό κουρείο του Φούσκου, προτίμηση των τενόρων και των πριμαντόνων των μελοδραματικών θιάσων, που έδιναν κάθε χειμώνα παραστάσεις στην «Αλάμπρα» του Κονελιάνο. Αμέσως μετά ερχόταν το μεγάλο ελληνικό φρουτάδικο, που αργότερα έγινε αράπικο, με υπάλληλο τον πρώην ιδιοκτήτη του. Δεύτερη στάση εκείνων που είχαν τη νοικοκυρίστικη συνήθεια ν’ αγοράζουν οι ίδιοι τα φρούτα τους. Απέναντι σ’ αυτά υπήρχε το φημισμένο ζυθεστιατόριο του Ιωαννίδη ή Τζοβανίδη, όπου μερικοί, πριν πάρουν το τραμ, έμπαιναν για να εορτάσουν στο μπαρ του τα κέρδη τους στη Μπόρσα ή και απλώς για να συζητήσουν, μεταξύ δυο ουϊσκιών, την πτώση των τιμών του βαμβακιού στο Λίβερπουλ.

Στην ίδια πλευρά και ακριβώς στη γωνία της Λεωφόρου βρισκόταν το απέραντο Ζαχαροπλαστείο του Ζαράνη, που άλλαξε από τότε δυο ιδιοκτήτες και δυο ονόματα: Ζαχαροπλαστείο Αθηναίου, την πρώτη φορά, Ζαχαροπλαστείο Γκραν Τριανόν, τη δεύτερη. Πάντοτε ελληνικό. Έξω απ’ την είσοδό του τα καλοκαίρια, μόλις εβράδιαζε, αεικίνητοι πλανόδιοι ανθοπώλες, έφερναν ως το πρόσωπο των διαβατών για να τους διεγείρουν την όσφρηση, μπουκέτα από γιασεμιά, μικροσκοπικά φούλια, περασμένα σε κλωστή για να γίνουν περιδέραια ή βραχιόλια, σαρκώδεις μεθυστικές μανόλιες. Στον πρώτον όροφο του ίδιου ακινήτου βρισκόταν και το Γραφείο των Αρδεύσεων, όπου ως το 1923 εργάστηκε ο Καβάφης.

Απ’ του Ζαράνη αντίκρυζε κανείς διαγώνια το πασίγνωστο κέντρο ποικιλιών Belle Vue. Η απέραντη τζαμωτή βεράντα του είχε τότε μια θαυμάσια θέα προς την πλατεία του Σταθμού και τον Ανατολικό λιμένα, τον Εύνοστο, της εποχής των Πτολεμαίων. Σ’ αυτή την κεντρική πλατεία τα καλοκαίρια — μα και πότε δεν ήτανε καλοκαίρι στην Αλεξάνδρεια; — η νεολαία της εποχής μου συνήθιζε να δίνε τα rendez-vous της.

Στη σκηνή του Belle Vue, γέρος πια, σχεδόν απόμαχος, έπαιξε κι ο άλλοτε περίφημος Οικονόμου. (Ο τότε ιδιοκτήτης του κέντρου Σίμος, την είχε παραχωρήσει δωρεάν). Μα χρειαστήκαμε αρκετή δόση αυθυποβολής για να επιδοκιμάσουμε το παίξιμό του, και να παραδεχτούμε έναν υπερρυτιδωμένο ηθοποιό στο ρόλο του Ιψενικού Όσβαλντ. Κι αν τον χειροκροτήσαμε, χειροκροτήσαμε πιο πολύ την παλιά του φήμη. Κ’ ήταν νομίζω πολύ φυσικό. Αφοόυ η αισθητική του θεάτρου αλλάζει με τον καιρό, όπως αλλάζει άλλωστε κι εκείνη των θεατών. Η κάθε εποχή έχει και τους μεγάλους της. Κι όπως πολύ σωστά έλεγε τελευταία γνωστή γαλλίδα πρωταγωνίστρια, αν ο Μουνέ-Σουλλύ ξαναγύριζε σήμερα όπως ήταν στην εποχή του, βέβαιο που δεν θα ήταν πια ακροάσιμος.

Στην ίδια σκηνή κατά το 1920 χόρευε κ’ η ωραία Ροζάριο. Ένα παγιδεμένο πουλί από τις γοητείες της Αλεξάνδρειας. Το όνομά της Ροζάριο και το επίθετο της «ωραίας», για το κοινό μας, ήταν αχώριστα. Έτσι όλοι τη φώναζαν και κανείς δεν είπε ποτέ πως το επίθετο ήταν πολύ της. Γιατί μπορεί στο δρόμο η Ροζάριο να μην έδειχνε παρά μια μικρόσωμη συμπαθητική γυναίκα, έφτανε όμως η έξαρση κ’ η βακχεία της επάνω στη σκηνή, για να τη μεταμορφώσει αμέσως σε μιαν εξαίσια ύπαρξη.

Η ιστορία της Ισπανίδας εκείνης χορεύτριας ήταν μια πολύ συνηθισμένη ιστορία. Όπως και τόσες άλλες ξένες αρτίστες, είχε προτιμήσει κι αυτή τον έρωτα και την καλοπέραση απ’ την αβεβαιότητα και τις περιπέτειες της σκηνής. Κι όταν αυτά τα δυο πράγματα βρέθηκε να της τα προσφέρει ένας Συριάνος θαυμαστής της, δε δίστασε ν’ απαρνηθεί την Ισπανία της και τον πλανητικό βίο. Έκτοτε, νοικοκυρεμένη και φρόνιμη, δεν εχόρευε παρά για φιλανθρωπικούς μόνο σκοπούς. Αλλά και τότε, έφτανε ν’ ακουστεί το δοκιμαστικό μεσ’ απ’ τα παρασκήνια, κροτάλισμα των καστανιετών της, για να προκαλέσει στο πλήθος των θαυμαστών της το ανατρίχιασμα. Και όμως, ενώ είχαν ήδη περάσει κάπου δέκα χρόνια από τότε που την είχε τιθασσεύσει ο Αλεξανδρινός έρωτας, μια νύχτα, ένας περαστικός Ισπανός πελοτάρης, της άνοιξε το κλουβί και πέταξε… Έτσι, η πελότ-μπασκ που είχε γίνει γύρω απ’ το 1930 το τυχερό παιχνίδι κ’ η διασκέδαση των Αλεξανδρινών ξενύχτηδων, ένα παιχνίδι που έπαιζαν ευσταλείς Ισπανοί νέοι, έγινε αιτία να χαλάσει η ευτυχία του ως τότε ευτυχισμένου Συριάνου. Φανερό πως η φωνή της πατρίδας της είχε ξυπνήσει στο αίμα της ωραίας Ροζάριο την περιπέτεια. Να της βγήκε άραγε σε καλό η φυγή της; Η απάντηση δύσκολη. Πρώτον γιατί η Ροζάριο δεν ήτανε πια νέα, και δεύτερον γιατί οι Ισπανοί νέοι δε μοιάζουν καθόλου τους Άγγλους, που συνήθως παντρεύονται τις μητέρες τους!

Τίμος Μαλάνος, «Η λεωφόρος Ραμλίου», Αναμνήσεις ενός αλεξανδρινού, Αθήναι, Εκδόσεις Μπουκουμάνη 1971, σ. 48-52.