Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Περάσανε οι κουρσάροι

Ολόκληρη η εποχή της βροχής είναι σχεδόν ατάξιδη. Δυσκολεύει η θάλασσα. Γίνεται μαινάδα και σέρνει τα μαλλιά της απάνω στα βράχια, να τα μαδήσει.

Και τις φορές αυτές ακόμη που βρίσκεται στην άκρα της όργητα η θάλασσα, αισθάνομαι στα σώψυχά μου πως την αγαπώ. Όπως και να ’ναι η θάλασσα, είναι θάλασσα· ένα πρόσωπο της ελευθερίας. Τότε είναι που στέκομαι στ’ ακρομώλια ή σε τίποτε μακρινούς κάβους· ορθός σαν θαλασσοφάναρο και σαρώνω το πέλαγο ριπές- ριπές…

Περάσανε οι κουρσάροι!

Οι Ενετοί, οι θαλασσοπόροι κι αυτός ακόμη ο καπετάν – Διαπόρης με το καΐκι του. Περάσανε όλοι…

Ένα νησί ταξιδεύει ολομόναχο και ορμάει να το καταπιεί ο αφρός. Οι θάμνοι γέρνουν στη ράχη του να βαστηχτούνε. Ναύτες του οι γλάροι, κρώζουν και πετούν, κάνουν κύκλους – βάρδιες – τα περίπολα κι ύστερα κάθονται στα ρέλια.

Άδειο από ανθρώπου χνώτο όλο το πέλαγο, με τη βροχή ρούχο του αέρα.

Δοκιμάζουν οι μικρές στεριές το

μπόι τους στο αρχιπέλαγο·

και

πνέει Μαΐστρος!

Νίκος Ζερβονικολάκης, «Περάσανε οι κουρσάροι», Ανθολογία Κρητικής Ποίησης 1950-2007, επιμέλεια: Σ. Λ. Σκαρτσής, Ταξιδευτής, Αθήνα 2007, σ. 164