Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΑθώοι και Φταίχτες
Κατέληξα, όπως το είχα υπολογίσει, στην αρχή της οδού Χάληδων, φάτσα στον Φιλολογικό Σύλλογο «Χρυσόστομος». Έμεινα να φαντάζομαι τον οικοδομικό οργασμό εκείνης της εποχής, όταν με τόση ζέση είχαν αρχίσει να γκρεμίζουν τα τείχη, και μόνο ο μηχανικός Μιχάλης Σαββάκης, διάβασα κάπου, είχε αντιδράσει τότε, πιστεύοντας ότι το τείχος θα πρέπει να κρατηθεί για λόγους ιστορικούς. Υπήρχαν όμως και οι οικονομικοί λόγοι, πάντα ισχυρότεροι, και οι αδήριτες ανάγκες του παρόντος. Ο εργολάβος Ιμπραΐμ Τσαουσάκης ήταν αυτός που είχε αναλάβει την ολοκλήρωση των ρηγμάτων, 1902, με έκπτωση γενναία στον αρχικό προϋπολογισμό. Κι αναστέναζε ο παππούς. Αν μείνει κάτι από τα παλιά ορθό, έλεγε με τους φίλους του, πίνοντας τη μαστίχα του στου Κοκκινάκη, θα μείνει μόνο επειδή θα κοστίζει περισσότερο το γκρέμισμά του από την πιθανή αξιοποίηση και μελλοντική εκμετάλλευσή του.
Στεκόμουν δίπλα στη «Δημοτική Πινακοθήκη» κατάκοπος, δυο βήματα από το ξενοδοχείο, και το μόνο που ήθελα ήταν να βρεθώ στο δωμάτιο και να χώσω τα πόδια μου σε ζεστό νερό. Τι σου τα γράφω όλα αυτά; Ούτε θα ήθελα, βέβαια, να σε ζαλίσω με όσα θα πίστευε κανείς ότι θα μπορούσε να πληροφορηθεί από τουριστικούς οδηγούς. Σκέφτομαι μόνο ότι όλα αυτά κάποτε ήταν αναπόσπαστο κομμάτι στη ζωή της πόλης, με πολεμίστρες, με κανόνια, με φρουρούς, γέλια, πειράγματα, κλάματα, ιδρώτα, μόχθο, ήταν η οχύρωση της πόλης, η απατηλή προστασία της. Κι επάνω εδώ ανέβαιναν, λέει, οι μαυροφορεμένες χανούμισσες, στον Προμαχώνα του Αγίου Δημητρίου, Παρασκευή σούρουπο, για να νιώσουν τη χαρά και την κίνηση του έξω κόσμου, κάτι να δουν κι αυτές, κάτι να καταλάβουν. Από τη Χάληδων και πέρα, προς Αγορά, η οδός Σκαλίδη μετονομάζεται σε Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη. Η αλήθεια είναι ότι έχουν αρχίσει να με κουράζουν οι συχνές αλλαγές στις ονομασίες των δρόμων, σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, συμβαίνει αλλιώς να αναγράφονται στις πινακίδες κι αλλιώς να τις γνωρίζει ο κόσμος. Υπάρχουν και ονομασίες μαχαλάδων, αλλά αυτό το θεωρώ αναπόφευκτο, που έχουν εντελώς λησμονηθεί. Ρωτούσα, για παράδειγμα, που είναι τα Στιβανάδικα και δεν ήξεραν, εφόσον σήμερα αποκαλούν την ίδια περιοχή Μοναστηράκι. Κι όμως οι στιβανάδες, αρχές του αιώνα, ήταν ζωντανή κοινωνική ομάδα του πληθυσμού της πόλης. Τόσο ζωντανή, ώστε είχε πάρει ενεργό μέρος ακόμη και στο λεγόμενο, εκείνα τα χρόνια, γλωσσικό ζήτημα. Ο πατέρας αναφέρεται διεξοδικά στο θέμα, ως οπαδός των δημοτικιστών, και αυτό μου φαίνεται αδιανόητο, πώς ένας μουσουλμάνος βρίσκει ενδιαφέρον να ασχολείται μ’ ένα παρόμοιο ζήτημα και να παραθέτει στις σημειώσεις του το καταστατικό, τους συντρόφους και τα μέλη του προοδευτικού Συλλόγου «Σολωμός»: Ποθούμε τον πόλεμο τον κοινωνικό που φέρνει την πρόοδο — φιλοδοξούμε να ανοίξουμε και στη δική μας κοινωνία δρόμο για την Ιδέα. Ούτε τρεις μήνες όμως δεν μπόρεσε να αντέξει αυτός ο σύλλογος, Φλεβάρη του 1909 ιδρύθηκε και Μάη της ίδιας χρονιάς αυτοδιαλύθηκε, με φιλική προτροπή του Βενιζέλου, προκειμένου να αποτραπούν τα βίαια επεισόδια με τα οποία απειλούσαν οι ιεροδιδάσκαλοι αμύντορες! Οι στιβανάδες, λοιπόν, φανατικοί οπαδοί του ομπρελάκια του Μιστριώτη τότε, αποδοκίμαζαν με ομαδικό χτύπημα των σφυριών όποιον γνωστό δημοτικιστή προδότη τύχαινε να περάσει από το δρόμο τους. Αποδοκίμαζαν όμως και τον βαστάζο Μουσταφά Τσαούση! Έναν κουρελή καζουροεισπράχτορα, γνωστό για την τσιγκουνιά αλλά και για την κήλη του που κρεμόταν, λέει, ως κάτω και πιο κάτω από την παραδοσακούλα του. Κάηκε η Τράπεζα, κάηκε η Τράπεζα, του φώναζαν, για να τον πειράξουν, επειδή κατέθετε όλες τις οικονομίες του, ζώντας άθλια, στην Τράπεζα Κρήτης. Και αναρωτιέται ο πατέρας τι να απέγινε ο άκακος αυτός άνθρωπος που αποκρινόταν όμως στους στιβανάδες με τις βρομερότερες βρισιές.