Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΗ καβαφική Αλεξάνδρεια
Το γεγονός ότι ο ποιητής διάλεξε το «Η Πόλις» σαν πρώτο ποίημα των θεματικών του συλλογών, και τα όσα προκύπτουν από μια σύγκριση του πρώτου και του τελευταίου σχεδιάσματος, μας αφήνουν να υποθέσουμε ότι έφτασε να θεωρεί αυτό το συγκεκριμένο έργο σαν αποφασιστική στροφή ή, ακριβέστερα, ένα κορύφωμα που θα μπορούσε να σημάνει μια νέα αρχή. Το κορύφωμα αυτό αφορά και την προσωπική και την αισθητική του ιστορία, γιατί οι δυο τους τελικά συγχωνεύονται στη μεταφορά που μας απασχολεί εδώ. Όσο αφορά την προσωπική πλευρά, έχουμε και εσωτερικές και εξωτερικές ενδείξεις πως ο Καβάφης χρειάστηκε κάποια χρόνια για να συμφιλιωθεί με την πόλη όπου διάλεξε να ζήσει συνεχώς μετά το 1885 — δηλαδή από τα εικοσιδύο ως τα εβδομήντα του — και φαίνεται πως ξεκαθάρισε τα αισθήματά του για την Αλεξάνδρεια μόνο λίγο πριν αναθεωρήσει το «Η Πόλις» για να το δημοσιέψει. Το παλιότερο καταγραμμένο σχόλιο του Καβάφη για την Αλεξάνδρεια παρατίθεται από το φίλο του Μικέ Ράλλη σ’ ένα γράμμα του 1883, απάντηση στα όσα του γράφει ο ποιητής, εικοσιενός χρονών τότε, από την Κωνσταντινούπολη: «Όταν διατείνεσαι ότι μισείς την Αλεξάνδρεια και ˝όλο αυτό το τίποτε˝, δεν σε πιστεύω». Επειδή όμως ο Καβάφης, ως εκείνη τη στιγμή, είχε περάσει μόνο μερικά από τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια, το σχόλιο δε μπορεί να μας χρησιμέψει εδώ παρά μονάχα σαν πρώτη ένδειξη μιας αμφιταλάντευσης, που όπως φαίνεται χαρακτηρίζει διαρκώς τη στάση του απέναντι στην πόλη, προϊόν μιας εξελισσόμενης σχέσης αγάπης-μίσους. Η έμμεση εσωτερική ένδειξη από το σχεδίασμα του 1894, «Στην ίδια πόλι», με το «Μισώ τον κόσμο εδώ και με μισεί, / εδώ που την ζωή μου την μισή / επέρασα» φαίνεται περισσότερο καίρια, γιατί ο ποιητής είχε ήδη δέκα περίπου χρόνια ώριμης εμπειρίας στην Αλεξάνδρεια (για να μην πούμε σχεδόν μισή ζωή), που μπορούσαν να δώσουν αντικειμενική βάση στην, κάπως λιγότερο αμφιταλαντευόμενη πια, στάση της persona του. Η σαφέστερη όμως ένδειξη της έντασης που επιμένει ακόμα, είναι ένα ανέκδοτο σημείωμα που χρονολογείται δεκατρία χρόνια αργότερα (28 Απριλίου 1907), όταν ο ποιητής ήταν σαραντατεσσάρων χρονών:
Την συνήθισα πια την Αλεξάνδρεια, και πιθανότατα και πλούσιος αν ήμουν, εδώ να έμνησκα. Αλλά με όλον τούτο, πώς με στενοχωρεί. Τι δυσκολία, τι βάρος που είναι η μικρή πόλις — τι έλλειψις ελευθερίας.
Θα έμνησκα εδώ δεν είμαι πάλι βέβαιος όλως διόλου αν θα έμνησκα) γιατί είναι σαν πατρίς, γιατί σχετίζεται με τες αναμνήσεις της ζωής μου.
Αλλά πως εχρειάζονταν σ’ έναν άνθρωπο σαν κ’ εμένα — τόσο διαφορετικό — η μεγάλη πόλις.
Η Λόνδρα, να πούμε. Αφ’ ότου έφυγεν… Ρ.Μ., πώς την βάζω στον νου μου.
Το σημείωμα αυτό μας λέει όσα χρειαζόμαστε. Το «Την συνήθισα πια την Αλεξάνδρεια» υποδηλώνει μια μακριά ιστορία αναγκαστικής προσαρμογής, που τώρα έχει φτάσει σε κάποια οριστική απόφαση. Ωστόσο το βάρος των μικρών πόλεων — και ιδιαίτερα η έλλειψη ελευθερίας για «έναν άνθρωπο σαν κ’ εμένα — τόσο διαφορετικό» — εξακολουθούν να υπάρχουν και στα σαραντατέσσερά του χρόνια, στην τρίτη δεκαετία αυτής της σχέσης αγάπης-μίσους με τη μικρή του κόχη στον κόσμο. Η προσαρμογή, η απόφαση, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα τούτη τη στιγμή. Όσο κι αν ο ποιητής έχει πια αποδεχτεί την πόλη «σαν πατρίδα», σαν τόπο των πιο ουσιαστικών του αναμνήσεων (και συνακόλουθα και σαν πρωταρχική πηγή της ερωτικής του έμπνευσης), δεν είναι «βέβαιος όλως διόλου» ότι θα ’μενε στην Αλεξάνδρεια, αν ήταν αρκετά πλούσιος για να μπορεί να ζήσει κάπου αλλού. Στο τέλος του σημειώματος ο ποιητής στρέφεται σε μια νέα γη της ελπίδας, μια πόλη μεγαλύτερη, ίσως και καλύτερη από τούτη: «Η Λόνδρα, να πούμε». Κι όσο κι αν ο γενικός τόνος του σημειώματος, μ’ όλες τις διακυμάνσεις και τις επιφυλάξεις του, μας πείθει πως ο ποιητής δεν το ’χει πραγματικά σκοπό ν’ αφήσει τη μικρή του κόχη για μια καλύτερη πόλη, η παρόρμηση της πρώτης στροφής από το σχεδίασμα του 1894 βρίσκεται ακόμα μέσα του, δεκατρία χρόνια απ’ όταν το έγραφε.
Κι είναι ακριβώς στο φως αυτής της ιστορίας, που η απόφασή του ν’ αναθεωρήσει και να δημοσιέψει το «Η Πόλις» στα 1910, παίρνει τις διαστάσεις της αποφασιστικής καμπής, ιδιαίτερα με την καινούργια έμφαση που δίνει στη δεύτερη στροφή: «Για τα αλλού — μη ελπίζεις — / δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό». Κάποια στιγμή, στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν από το σημείωμα του 1907 ως τη δημοσίευση του αναθεωρημένου σχεδιάσματος, φαίνεται πως ο Καβάφης ταχτοποίησε μέσα του αυτό το πρόβλημα μια για πάντα. Το αναθεωρημένο σχεδίασμα αφήνει να εννοηθεί πως ο ποιητής απαλλάσσει την πόλη καθαυτή από κάθε φταίξιμο για την Περιπέτεια του πρωταγωνιστή του· η πόλη δεν αντιμετωπίζεται πια σαν αιτία της Περιπέτειας, αλλά σαν μεταφορά που τη δηλώνει. Έτσι αποπροσωποποιημένη κι απαλλαγμένη από υποκειμενικό κίνητρο, η μεταφορική πόλη μπορεί να γίνει τώρα ποιητική εικόνα που επιδέχεται μια λεπτότατη καλλιτεχνική εκμετάλλευση. Κι αφού η Αλεξάνδρεια είναι πια ελεύθερη ν’ αναλάβει το ρόλο μιας ζωτικής ποιητικής πηγής, που μπορεί να εξυπηρετήσει και «του ερωτισμού… τα οράματα» για τη σύγχρονη του ποιητή πόλη, και τον κεντρικό «ιστορικό» του μύθο, μπορεί ίσως να γίνει απόλυτα αποδεκτή σε προσωπική βάση. Ή πάλι, ακριβώς επειδή έχει γίνει απόλυτα αποδεκτή σε προσωπική βάση, μπορεί τώρα ν’ αναλάβει τον καλλιτεχνικό ρόλο που της πρέπει. Όποιο απ’ τα δυο κι αν έγινε πρώτα, η βιογραφία του ποιητή μας δείχνει ότι στα 1907 μετακόμισε στη Rue Lepsius μαζί με τον αδερφό του τον Πωλ, κι απ’ ό,τι φαίνεται αρκέστηκε να μείνει εκεί τα υπόλοιπα εικοσιέξι χρόνια της ζωής του. Από τα 1910 και μετά έζησε μόνος του σε κείνο το σπίτι, όχι σαν αναχωρητής αλλά σαν άνθρωπος των γραμμάτων που αφοσιώνεται ολοένα και πιο πολύ στην ποίησή του. Στα 1911 έχει πάψει πια να καταγράφει στο ημερολόγιό του εξομολογήσεις και μύχιες σκέψεις σαν και κείνην που παραθέσαμε παραπάνω. Αυτήν ακριβώς την εποχή αρχίζει να μοιράζει το έργο του σ’ ένα επίλεκτο κοινό, μέσα σε φακέλους με ανάτυπα και μονόφυλλα, πιασμένα με συνδετήρες, που τα περιεχόμενά τους τα κρατάει πάντα ενημερωμένα.
Στο διάστημα (1910-1911) φαίνεται πως ο Καβάφης καταπιάνεται με μια σχολαστική επανεκτίμηση της ποίησης που είχε γράψει ως τότε: διαλέγει ελάχιστα από τα πρώτα του ποιήματα για να συνεχίσουν να κυκλοφορούν, και ορίζει με τη χρονιά του 1911 την αρχή της δημιουργικής του ωριμότητας. Σε μια (αδημοσίευτη) διάλεξή του, ο Γιώργος Σαββίδης είπε ότι το 1911 φαίνεται πως σημαδεύει την τελευταία φάση προόδου στη μεταβαλλόμενη αντίληψη του ποιητή για τον εαυτό του: από προικισμένος «αισθητής» που ψάχνει να βρει τη φωνή του, γίνεται ο προσηλωμένος ποιητής, που ξέρει για πού τραβάει, και σχεδιάζει ν’ αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις για να φτάσει σ’ αυτό το τέρμα. Μπορούμε τώρα, νομίζω, να προσθέσουμε, ότι ο συμβιβασμός του ποιητή με την Αλεξάνδρεια (και εδώ εμπεριέχεται και η αναγνώριση του πλούτου της — σε περιβάλλον, ιστορικό πλαίσιο και καλλιτεχνικούς τρόπους — που μπορεί να τον βάλει στη διάθεσή του), όχι μόνο αποδείχνεται αποφασιστικός για την πρόοδό του απ’ αυτή την άποψη, αλλά και επηρεάζει την ιδιαίτερη πορεία που ακολούθησε το έργο του από τα 1911 και μετά.
Τις ενδείξεις που επιτρέπουν αυτό τον ισχυρισμό, δεν τις προσφέρει μόνο το σχεδίασμα του 1910 για το «Η Πόλις». «Η Σατραπεία», το ποίημα που την ακολουθεί πάντα, σε όλες τις θεματικές συλλογές του Καβάφη, περιέχει παρόμοια νοήματα και πρωτοδημοσιεύτηκε κι αυτό στα 1910. Ο πρωταγωνιστής, στον οποίο απευθύνεται ο λόγος στο «Η Σατραπεία», αποφασίζει μάλιστα να πάρει το δρόμο, που ο ομιλητής στη δεύτερη στροφή του «Η Πόλις» προειδοποιεί πως δεν υπάρχει. Ο δρόμος που παίρνει οδηγεί στα Σούσα και στην αυλή του βασιλιά Αρταξέρξη· όμως αυτή η γη της ελπίδας, αν και προσφέρει «σατραπείες και τέτοια», δε μπορεί ποτέ να ικανοποιήσει το «εσύ» του ποιήματος που είναι καταδικασμένο από τη μοίρα ν’ ανακαλύψει, μ’ απελπισία, πως συνεχίζει να λαχταράει όσα μπορεί να πραγματώσει μόνο στην πόλη που άφησε πίσω του:
Δεν είναι ειδικά η Αλεξάνδρεια που κατατρύχει τον πρωταγωνιστή σ’ αυτό το ποίημα, ούτε η μικρή κι ανώνυμη κόχη που βασάνιζε τον πρωταγωνιστή του «Η Πόλις». Ωστόσο τα συμπερασματικά νοήματα και των δύο ποιημάτων μοιάζουν πολύ: αυτό που γυρεύεις δε θα το βρεις «αλλού» (ή, για να μιλήσουμε με τη γλώσσα τούτου του ποιήματος, «Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης, / αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία»), γιατί η μοναδική ζωή που μπορείς να ζήσεις πραγματικά, βρίσκεται στην πόλη που η μοίρα σου σ’ αξίωσε να γνωρίσεις· εδώ όμως η πόλη δεν κλείνει μέσα της τα μαύρα ερείπια μιας ζωής καταδικασμένης να ζει ως τα γερατειά στο ίδιο εσωτερικό τοπίο, αλλά θετικότερες εικόνες δυνατοτήτων, τους στεφάνους, ακόμα προσιτούς στους καμωμένους «για τα ωραία και μεγάλα έργα» — γιατί αυτοί, όσες απογοητεύσεις κι αν δοκιμάζουν στην πόλη τους, δεν ενδίδουν στους πειρασμούς που συμβολίζει ο δρόμος για τα Σούσα.