Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Αθώοι και φταίχτες

Θυμάται ο παππούς τα νιάτα του. Τον φίλο του τον Γεωργή και τους όρκους τους. Έπειτα χάθηκε ο Γεωργής, είπαν πως έφυγε στην Ιταλία. Και ξανασυναντήθηκαν έπειτα από χρόνια, ώριμοι άντρες πια, εδώ στη Σπλάντζια, μια τέτοια παγερή νύχτα στο τέλος του ραμαζανιού, αναμμένες οι καντήλες και στους έντεκα μιναρέδες της πόλης, η μουσική, τα γέλια των παιδιών, η φωνή του τραγουδιστή ηρωική και πένθιμη, Χασάνη, ποιος σου βάρηκε να κόψω την καρδιά του, και βλέπει ξαφνικά μπροστά του ο παππούς τον ξενιτεμένο φίλο του· εσένα ψάχνω, αναφώνησε ο Γεωργής, μια τέθοια νύχτα, είπα με τον νου μου, εδώ θα τον βρω. Τον αγκάλιασε συγκινημένος ο παππούς, κάθισαν έπειτα σ’ έναν καφενέ να πιούνε τη μαστίχα τους. Γυρίζει ο Γεωργής και του λέει: Βοσνία και Ερζεγοβίνη στα όπλα, ως πότε, καρντάσι Χουσεΐν, θα μας έχετε να σας κουβαλούμε από τα Λευκά Όρη το χιόνι για τσοι ντονουρμάδες και τη χαρουμπία σας; Το σκέφτηκες ποτέ ότι ο κόσμος αλλάζει, ότι κάθε μιλέτι έχει τα δικαιώματά του; Το σκέφτηκα, είπε ο παππούς, εσύ το σκέφτηκες πως από το ίδιο χιόνι πήζει και το δικό σου παγωτό; Ο Γεωργής τον κοίταξε σαν να ’θελε να τον στιμάρει και είπε: Θα ’ρθει καιρός που δεν θα υπάρχουν χριστιανοί και μουσουλμάνοι, παρά μόνο πλούσιοι και φτωχοί, στην Ευρώπη οι λαοί ξύπνησαν, στην Πόλη Έλληνες και μουσουλμάνοι εργάτες των Ναυπηγείων, μήνες απλήρωτοι, κήρυξαν αδερφωμένοι απεργία, θα ξυπνήσει αργά ή γρήγορα κι εδώ ο κοσμάκης. Του είπε τότε ο παππούς: Αν είναι να καλοξυπνήσει, με τις ευλογίες μου, αν είναι να στραβοξυπνήσει, καλύτερα να μην ξυπνήσει ποτέ! Άλλαξαν κουβέντα, γράφει ο παππούς, δεν ήθελαν να χαλάσουν τις καρδίες των. Είχαν συμφωνήσει όμως να ξανασυναντηθούν και να τα πούνε. Είμαστε Κρητικοί, του έλεγε ο φίλος του, πρόσεξέ το, εσύ είσαι μουσουλμάνος κι εγώ χριστιανός, άκουγα προψές τον τραγουδιστή στην πλατεία και στην αρχή θάρρεψα πως τραγουδεί ριζίτικο, ίδιος σκοπός, ίδια φωνή, ίδιος τόνος και μόνο στα λόγια αλλάζει, τι μας χωρίζει;

Μάρω Δούκα, Αθώοι και φταίχτες, Πατάκης 2010, σ. 63-64