Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

25. Βενιζέλος Χανιά;

Κι ο παππούς μου Χανιά!

Να, όμως, που όλα μπορούν και αλλάζουν. Ακόμη και το προτσές της ιστορίας μου. Πότε; Όταν η ουράνια Δύναμη αποφασίσει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Ή, για να μη λέω ακατανόητα, όταν η περίφημη αυτή Δύναμη αποφασίσει να δώσει μιαν άλλη ευκαιρία στους απεσταλμένους της. Και μαζί στους βοηθούς των απεσταλμένων. Ίσως (χωρίς να είμαι και βέβαιος) και στους βοηθούς των βοηθών. Έτσι, μία ωραία πρωία, ο (αυτό)εξόριστος Βενιζέλος μας επιστρέφει. Για να αναλάβει για άλλη μια φορά — και τελευταία — την τύχη του έθνους στα χέρια του. (Έκφραση του παππού, λίγο περίεργη, οφείλω να ομολογήσω.)

Ποια ακριβώς χρονιά επέστρεψε, ποια μέρα, ποια ώρα κλπ. δεν έχει και πάρα πολύ μεγάλη σημασία τώρα πια. Ο παππούς μου πάντως επέμενε πως σ’ αυτήν την επιστροφή του Βενιζέλου μας από τα Παρίσια ο καιρός, μάλιστα, ο καιρός, ήταν πάρα πολύ ωραίος. «Ήταν μια πάρα πολύ ωραία μέρα», μου έλεγε. Κάθε φορά. Χωρίς όμως να ξεκαθαρίζει αν η μέρα εκείνη ήταν όντως ωραία ή μιλούσε πάλι μεταφορικά. Το λέω αυτό, διότι έχω παρατηρήσει ότι συνήθως οι ιστορικοί αλλά και οι συγγραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων αποφεύγουν να δίνουν λεπτομέρειες για τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν όταν κάποιος απεσταλμένος φεύγει εξορία. Ούτε τι καιρό κάνει όταν επιστρέφει. Αυτό, πιστεύω, είναι μεγάλη παράλειψη. Γιατί αν μια τέτοια επίσημη και σημαδιακή μέρα δεν ξέρουμε τι καιρό κάνει, τότε;

Πάντως, για όσους ενδιαφέρονται, ο Βενιζέλος μας, οδηγημένος από τις αγαθιάρικες δυνάμεις των Ουρανών, επέστρεψε από τα Παρίσια κατευθείαν στα ηρωικά Χανιά της Κρήτης μας στις 20 Απριλίου 1927. Μια ανοιξιάτικη ημέρα. Εορτή του βενιζελικού και προφανώς φιλελεύθερου οσίου πατρός ημών Θεοδώρου του Τριχινά. Είμαι βέβαιος πως κανείς παλαιοελλαδίτης επίσκοπος δεν έχει ιδέα ποιος είναι αυτός ο τύπος που επιστρατεύθηκε την ημέρα εκείνη για να οδηγήσει τον Βενιζέλο μας πίσω στα Χανιά. Σιγά μη νοιάζεται ένας παλαιοελλαδίτης επίσκοπος για έναν ταλαίπωρο μοναχομοναχό που φορούσε τρίχινα ρούχα (εξ ου και το όνομά του) και ανεβοκατέβαινε κάθε μέρα τριάντα φορές 1.214 σκαλιά. Για να μπορέσει η ψυχή του να συνηθίσει τον δρόμο προς τα Πάνω. Όπως έλεγε. Εμείς πάντως οι Κρητικοί (ακόμη και οι αντιβενιζελικοί) τον ξέρουμε παραπολυκαλά.

Πρέπει να βιαστώ. Διότι η ιστορία μου τώρα αρχίζει πάλι να φωτίζεται από το φως της ελπίδας. Τα πράγματα φαίνεται να ξαναβρίσκουν τον καλό τους δρόμο. Τα νέα σημάδια νά τα. «Εντάξει», μου είπε ο παππούς μου. Μου ξαναείπε, δηλαδή. «Έγιναν όλα αυτά τα θεοπάλαβα. Χάσαμε, βουλιάξαμε, αλλά αυτός είναι ο συνηθισμένος δρόμος της ιστορίας. Μία κάτω τα έμβολα του κυρίου Ότο. Μία πάνω. Το ότι όμως γύρισε ο Βενιζέλος μας είναι καλό σημάδι. Και μάλιστα αφού ήρθε κατευθείαν στα Χανιά, χωρίς καν να πλησιάσει στο Κράτος των Αθηνών. Αυτό κάτι μπορεί να σημαίνει. Ίσως οι Ουρανοί είδαν επιτέλους την γκάφα τους να πάρουν μακριά από την Κρήτη μας τον Βενιζέλο μας και σκέφτηκαν να μας τον ξαναστείλουν πίσω. Ίσως και ξανάβρουμε την αυτόνομη Κρητική Πολιτεία μας. Γι’ αυτό, μόλις έμαθα πως εκείνος ήταν στα Χανιά, πήγα να τον δω. Χωρίς χρονοτριβή».

Θα περιγράψω εδώ με πολύ λίγα λόγια την τρομερή και παλαβή συνάντηση του Βοηθουπαππού μου με τον Αρχονταβενιζέλο μας. Είναι μια συνάντηση που ούτε η ιστορία έχει καταγράψει ούτε κάποιο ιστορικοκρητικό μυθιστόρημα αναφέρει. Γιατί; Διότι η συνάντηση αυτή έγινε στα κρυφά. Αλλά έγινε. Βράδυ, έξω από τα Χανιά, προς την περιοχή του ηρωικού Ακρωτηρίου (βλέπε χάρτη, παρακαλώ), εκεί όπου το σκοτεινό Κακό του θανάτου θα έστελνε ύστερα από εννιά χρόνια (1936) τον Βενιζέλο μας να βυθισθεί στη λασπουριά του τάφου. Εκεί συναντήθηκαν, τέλος Απριλίου 1927, ο απεσταλμένος και ο βοηθός του. Την πρώτη φορά που η «βόλτα» της ιστορίας έφτασε στο Ακρωτήρι Χανίων, ο παππούς μου ήταν πολύ λακωνικός. Όπως σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Έτσι, ενώ αυτή η συνάντηση αποτελεί ένα κορυφαίο γεγονός (το κορυφαίο των κορυφαίων, θα έλεγα), οι σχετικές πληροφορίες που μου έδωσε είναι λιγοστές. Μου είπε απλώς: «Τον είδα, συζητήσαμε. Συμφώνησα». Στην επόμενη «βόλτα» άκουσα πάνω κάτω τα ίδια. «Τον είδα και με είδε. Μιλήσαμε για την κατάσταση. Του είπα τι πιστεύω. Του είπα για τους χαλασμένους δρόμους καιτέτοια. Μου μίλησε για τις επόμενες κινήσεις του. Για τη διακυβέρνηση κλπ. «Αφού είσαι βοηθός και συμπαραστάτης», γύρισε και μου είπε, «οφείλεις, κύριε Γιωργάκη, να συμφωνήσεις μαζί μου». Και συμφώνησα».

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ο παππούς μου και το κακό, Κέδρος 2005, σ. 242-244