Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στη μέση του δωματίου το φέρετρο. Μας είχαν, εμένα και τον αδελφό μου, δίπλα δίπλα να κλαίμε. «Κλάψετε και άλλο», μας προέτρεπαν, «κλάψετε τον πατέρα σας, ορφανά». Κι εμείς φωνάζαμε: «Πατέρα, πατέρα». Έπειτα μου έδωσε η θεία Αγγελικώ ένα κατοστάρικο και μου είπε: «Τρέχα να φέρεις μισή πήχη νεκρικό βελούδο από του Βαρδουλέ».

Όπως περνούσα από το Λούνα Πάρκ στην αλάνα, στάθηκα και ξεροστάλιαζα. Λίγα χρόνια αργότερα θα χτιζόταν εδώ θερινός κινηματογράφος και θα γινόταν η σκοτεινή του είσοδος κάθε Σάββατο βράδυ, τους χειμώνες, υπόστεγο στ’ αγκαλιάσματα και στα φιλιά. Έβρεχε και άστραφτε κι εμείς κολλημένοι, αμίλητοι. Κι ύστερα τα ψιθυρίσματα: «Σε λατρεύω, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα».

Βρήκα ένα αγοράκι ξυπόλυτο και το προσκάλεσα. Του έκανα τα έξοδα και μπήκαμε στο θαλασσί βαρκάκι. Τραβούσαμε τα σκοινιά και τραγουδούσαμε με όλη μας τη δύναμη

ήταν ένα μικρό καράβι, ήταν ένα μικρό καράβι,

που ήταν α-α-αταξίδευτο, που ήταν α-α-ατα-

ξίδευτο,

ο-ε-ο-εεε, ο-ε-ο-ε.

Το ξυπόλυτο θα γινόταν έπειτα από χρόνια υδραυλικός και θα τον ερωτευόταν η καλύτερή μου φίλη στο γυμνάσιο. Θα τον πλησίαζα ένα απόγευμα και θα του έδινα το ραβασάκι της, γιατί η φίλη μου ήταν ντροπαλή και δεν τολμούσε. Κλέφτηκαν την επόμενη χρονιά κι έγινε μέγα σούσουρο. Με τα πολλά υποχώρησαν οι γονιοί της και τους πάντρεψαν. Πήγα ένα πρωινό στο σπίτι της και τη βρήκα κλαμένη. Την είχε δείρει επειδή δεν του είχε σιδερώσει καλά το πουκάμισο. Κι άρχισα να της λέω να τον χωρίσει. Με παραμόνεψε αυτός την ώρα του σχολάσματος και με απείλησε ότι θα με ξεσκίσει αν ξαναβάλω λόγια στη γυναίκα του. «Να μην ξαναπατήσεις στο σπίτι μας, άκουσες;» Δεν ξαναπάτησα. Κι έπειτα από δέκα χρόνια η φίλη μου πέθανε.

Αγόρασα ένα κοκοράκι κόκκινο και το έγλειφα. Πέρασα μέσα από την Αγορά, κατέβηκα τα σκαλάκια, κάθισα κι έφαγα λουκουμάδες και χόρτασα. Στάθηκα στη βιτρίνα του υποδηματοπωλείου. Μπήκα και ζήτησα να δοκιμάσω τα μαύρα λουστρίνια που είχα δει στη βιτρίνα. Τα φόρεσα και καμάρωνα. Ρώτησα πόσο κάνουν. Ογδόντα δραχμές, διότι επρόκειτο για υπόδημα πολυτελείας. Μέτρησα τις ογδόντα και τις έδωσα. Ζήτησαν να μου τα τυλίξουν, αρνήθηκα να τα βγάλω από τα πόδια μου. Τύλιξαν τότε τα ξεχειλωμένα διπλόσολα που φορούσα. Στην παρακάτω γωνία τα πέταξα.

Χαιρέτησα τον κύριο Βαρδουλέ. Του είπα για το κατοστάρικο που έχασα και για τον πατέρα μου που πέθανε κι αν θα μπορούσε να μου δώσει λίγο μοβ βελούδο. «Μην κλαις, παιδί μου». Πήρε από το ράφι το τόπι, το ξετύλιξε, μέτρησε με την ξύλινη πήχη τριάντα πόντους, έκοψε το βελούδο στην ούγια με την ψαλίδα του, «είναι διπλόφαρδο», είπε, και το ’σκισε με δύναμη. Ρώτησα πόσο κοστίζει. «Εξήντα, αλλά δεν πειράζει, γνώριζα τον πατέρα σου, χαλάλι του». Του ζήτησα τότε να μου δώσει τα ρέστα που θα μου έδινε αν δεν είχα χάσει το κατοστάρικο. Με κοίταζε σαν να τον είχα χαστουκίσει. «Αν γυρίσω, κύριε Βαρδουλέ, χωρίς τα ρέστα, θα με μαυρίσουν στο ξύλο». Άνοιξε ανόρεχτα το συρτάρι του πάγκου και μου μέτρησε σαράντα. «Πρόσεξε μην τα χάσεις κι αυτά». Τον ευχαρίστησα και πήρα τον δόμο. Δυο χρόνια αργότερα ο κύριος Βαρδουλές έπαιξε το μαγαζί του στο μπαρμπούτι και κατήντησε γυρολόγος στα χωριά.

Κοίταζα κάθε λίγο τα λουστρίνια μου και καμάρωνα. Έφτασα στα Στιλβωτήρια, δίπλα στην Αγορά. Είδα τον υπαίθριο φωτογράφο. Τον πλησίασα και του ζήτησα να με φωτογραφίσει. Άφησα στο στραβοκάνικο τραπέζι το πακετάκι με το βελούδο και στάθηκα να ποζάρω. Δίπλα μου το άλογο της άμαξας έδιωχνε με την ουρά τις μύγες που το βασάνιζαν. Τρία ψεύτικα κεράσια στην καπελίνα του. Ριρί-ριρί-ριρίκα, τραγουδούσε ο γερο-λούστρος πιο πέρα.

Μετωπικά στη μουσούδα της μηχανής του φωτογράφου και περίμενα. Σαν να έβλεπα τη ζωή μου να τρέχει και την πόλη να αλλάζει. Θα έφευγα έπειτα από εφτά χρόνια. Όταν θα επέστρεφα, οι αμαξάδες, οι λούστροι, οι υπαίθριοι φωτογράφοι, θα είχαν όλοι πεθάνει και ο περίβολος της Αγοράς θα είχε εξωραϊστεί.

Κουνούσα τη φωτογραφία να στεγνώσει και ελαφροπατούσα βλέποντας αυτάρεσκα την εικόνα μου.

Έντεκα χρόνων, συνοφρυωμένη. Οι αφέλειές μου στο πλάι, κολλημένες με λεμόνι, διότι ήθελα πάντα το μέτωπό μου ελεύθερο. Τους μαύρους φιόγκους στις κοτσίδες πότε είχα προλάβει να τους δέσω; Και που είχα βρει τα μαύρα σοσόνια; Το μπεζ παλτουδάκι με το μελί βελούδο στον στρογγυλό γιακά, στις μανσέτες και στις ψεύτικες τσέπες ήταν το πρώτο μου παλτό, κι έπειτα από μια βδομάδα το έβαλε στο καζάνι η μάνα και το έβαψε μαύρο. Όλα βάφτηκαν μαύρα στο σπίτι και άντεξαν. Το παλτουδάκι μόνο δεν άντεξε. Τόσο πολύ αποσούρωσε με το βράσιμο, που δεν μου έμπαινε πια. Κι έμεινα χωρίς παλτό. Αλλά είχα τα πρώτα μου μαύρα λουστρίνια.

Άκουσα από τη γωνία τα μοιρολόγια της μάνας μας. Ξεκούμπωσα το παλτό κι έκρυψα στην μπλούζα μου τη φωτογραφία. Είδα στην κολόνα του ηλεκτρικού στραβοκολλημένο με αλευρόκολλα το νεκρόσημο. Κοντοστάθηκα και το διάβασα. Με ικανοποίησε η επισημότητά του. Το όνομα του πατέρα με γράμματα μεγάλα, καθαρά. Ενοχλήθηκα μόνο με το «ετών 62». Μα ήταν τόσο γέρος ο πατέρας; Δυσκολευόμουν να το δεχτώ. Σταμάτησε δίπλα μου ο γείτονας, ο μπακάλης. «Α, τον κακομοίρη», ψιθύρισε. Κακομοίρης είσαι και φαίνεσαι, ήθελα να του πω. Μ’ άγγιξε στο κεφάλι, σαν να με ευλογούσε: «Κακομοίρικο».

Την ίδια χρονιά έγινα φίλη με την κόρη του. Κάθε Κυριακή μας πήγαινε στον κινηματογράφο και βλέπαμε ελληνικές ταινίες. Ήθελε να κάθεται δίπλα μου για να με αγγίζει στο γόνατο. Ώσπου δεν άντεξα και τον είπα ανώμαλο. Έτσι τέλειωσε και η φιλία μου με την κόρη του. Κι είχε μετά να λέει για το πόσο αχάριστη είμαι. Αυτός που με κερνούσε γκαζόζα και με συμπονούσε, την ορφανή.

«Τι έκανα τόσην ώρα, που γύριζα;» Έδωσα στην γειτόνισσα που με περίμενε στην πόρτα το πακέτο. Κι αυτή μάνι μάνι θα τρύπωνε ένα μαξιλαράκι. Θα το γέμιζε νεραντζανθούς και θα ακουμπούσαμε εκεί, στην ευωδιά, τα χέρια του πατέρα. Κάθισα πάλι δίπλα στο φέρετρο. «Τα βασανισμένα τα χέρια σου, αδελφέ μου», φώναξε η θεία Αγγελικώ, έπειτα μ’ έπιασε από τις πλεξούδες. Την άφησα με σκυμμένο κεφάλι να με χτυπάει. Έκλαιγα, αλλά το κλάμα μου ακουγόταν αλλιώς. Με το βλέμμα καρφωμένο στα λεπτεπίλεπτα καινουργή μαύρα λουστρίνια μου. Δεν το ήξερα τότε, το διαισθανόμουν όμως, ότι θα έμεναν άφθαρτα στη μνήμη μου για να μου τονίζουν πως η ζωή είναι αποκλειστικά δική μας ευθύνη.

Μάρω Δούκα, Τα μαύρα λουστρίνια, Κέδρος 2005, σ.41-47