Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΑνεξιχνίαστη ψυχή
Ο γάμος έγινε σε μια εκκλησία του Ψυχικού χωρίς καθόλου καλεσμένους, ήταν ιδέα του Πάνου αυτή, γιατί αργότερα θα ’διναν μια μεγάλη δεξίωση στον ανθισμένο κήπο του σπιτιού τους στη Φιλοθέη. Παρόν ήταν μόνο το υπηρετικό προσωπικό, ο κηπουρός που εκτελούσε και χρέη σοφέρ, η μαγείρισσα και η Βίλμα, η καμαριέρα. Κουμπάρα ήταν μια παλιά συμφοιτήτρια του Πάνου και κολλητή του, η Χρύσα. Η Χρύσα τα ήξερε όλα για τους δυο τους. Από την πρώτη στιγμή είχε συμπαθήσει τη Μαρία. Ψηλή, αεράτη, πανέξυπνη, με πολύ χιούμορ και μ’ ένα ύφος πάντα σαν να της έλεγε: «Εγώ είμαι εδώ, μη φοβάσαι τίποτα».
Είχαν πάει μαζί να διαλέξουν το φόρεμα που θα φορούσε η Μαρία ειδικά εκείνο το βράδυ της δεξίωσης. Η Χρύσα είχε ωραίες ιδέες, αλλά η Μαρία προτίμησε ένα άσπρο μεταξωτό ταγέρ, γιατί θυμήθηκε πως στα περιοδικά είχε διαβάσει ότι η οικοδέσποινα δεν πρέπει να είναι ντυμένη με εξαιρετική πολυτέλεια για να μη φέρει σε δύσκολη θέση μερικές κυρίες που θα ήταν πιο απλά ντυμένες. Τώρα κοιταζόταν στον μεγάλο καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας και δοκίμαζε τα εκτυφλωτικά σκουλαρίκια που στου Ζολώτα είχαν σχεδιάσει μόνο για κείνη, πανάκριβο δώρο του Πάνου. Η Χρύσα, καθισμένη σε μια πολυθρόνα απέναντι, κάπνιζε και την περίμενε να ετοιμαστεί για να κατέβουν. Ο κόσμος όπου να ’ταν θ’ άρχιζε να καταφθάνει.
– Είσαι κούκλα, της έλεγε. Μη φορέσεις άλλο κόσμημα. Αυτά τα σκουλαρίκια είναι τόσο υπέροχα, που τίποτ’ άλλο δε χρειάζεται. Δεν πιστεύω να έχεις τρακ.
– Δεν έχω, είπε η Μαρία, αλλά σκέψου ότι δεν ξέρω κανέναν. Σαν να έφτασα από το πουθενά.
Της ερχόταν κάτι σαν λιποθυμία.
– Αγάπη μου, η αθηναϊκή κοινωνία δεν είναι η βικτωριανή, είπε η Χρύσα. Είσαι η πιο όμορφη απ’ όλες. Αυτό το «από το πουθενά» που λες τους γοητεύει, τους τραβά σαν αρρώστια. Έτσι κι αλλιώς, το κουτσομπολιό είναι δεδομένο.
Κατέβηκαν επιτέλους κι εκεί στην είσοδο η Μαρία στάθηκε πλάι στον Πάνο κι άρχισε να υποδέχεται τους καλεσμένους. Ο Πάνος, ένα βήμα μπροστά, χαιρετούσε πρώτος κι έπειτα έλεγε: «Η γυναίκα μου η Μαρία». Η Μαρία χαιρετούσε και κείνη. Έλεγε: «Χαίρομαι πάρα πολύ», χαμογελούσε κι ένιωθε τα μάτια όλων να καρφώνονται πάνω της με έκπληξη και θαυμασμό. Έπειτα προχωρούσαν και κάθονταν μπροστά σε μικρές ροτόντες με λινά τραπεζομάντιλα που δεν ήταν άσπρα αλλά είχαν διάφορα απαλά χρώματα, κίτρινα, μοβ, ροζ, και μικρά μπουκετάκια από αγριολούλουδα στη μέση.
Ο μεγάλος κήπος ήταν μαγικά φωτισμένος από επαγγελματία φωτιστή, διακριτικά όμως, χωρίς υπερβολές. Όλα ήταν τέλεια. Τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν σερβίροντας χαβιάρι και σαμπάνιες και ρωτούσαν τους καλεσμένους τι ήθελαν να τους φέρουν από τον μπουφέ που είχε στηθεί σε μια γωνία – ο Πάνος Χαρίσης είχε δώσει ρέστα. Γιατί αυτή η βραδιά που έγινε με αφορμή τον γάμο του του έδινε κυρίως την ευκαιρία να κάνει τις δημόσιες σχέσεις του και να καλέσει μια και καλή πάμπολλους ανθρώπους, συναδέλφους και μη, κάτι που ως εργένης δε θα είχε τη δυνατότητα να το κάνει. Γιατί πώς να καλέσει στα καλά καθούμενα τον τάδε υπουργό που έτυχε να συναντήσει μια ή δύο φορές κι είχε ανταλλάξει δυο λόγια όλα κι όλα μαζί του, ή τον δείνα μεγαλοεπιχειρηματία, γνωστό γνωστού; Με τι πρόσχημα; «Θέλετε να δειπνήσουμε το βράδυ στο GB ή –έστω– στην Αθηναϊκή Λέσχη; Θα είναι ο καθηγητής κ. Άλφα κι ο βουλευτής κ. Βήτα». Α, όχι, αυτά δε γίνονται. Τώρα τους είχε όλους εκεί, να περνούν από μπροστά του και μπροστά από την ωραία του γυναίκα. Να θαυμάζουν τον κήπο του, τις φωτισμένες ψηλά βεράντες, μερικοί ανέβαιναν κιόλας και κοιτούσαν τη θέα, έμπαιναν και μέσα στο σπίτι. Σπίτι αρχοντικό, καλόγουστο, αλλά σεμνό, όχι νεοπλουτίστικο. Μια μικρή ορχήστρα στο βάθος, μισοκρυμμένη σε δέντρα, έπαιζε μισό αιώνα μουσικής, ξένης και ελληνικής, από «Tea for two» έως «My Heart Will Go On» κι από «Χάρτινο το φεγγαράκι» έως «Οι τίτλοι του τέλους».
Είχαν πια καθίσει όλοι κι ο Πάνος πήρε τη Μαρία από το χέρι και γύριζαν ένα ένα τα τραπεζάκια, ρωτούσαν αν όλα είναι εντάξει, με τον υπουργό κάθισαν κι ένα δυο λεπτά, δεν έμειναν όμως εκεί, μη φανεί πως τους γλείφουν κιόλας, παρά προχώρησαν σ’ ένα μακρύ τραπέζι με καμιά τριανταριά ανθρώπους, όλοι συνάδελφοι του Πάνου, κι εκεί, στην κορυφή, κάθισαν να φάνε. Η παρέα ήταν ευχάριστη κι εγκάρδια. Υποδέχτηκε τους νεόνυμφους με κραυγές θριάμβου κι ένας φώναξε ξαφνικά στον Πάνο: «Kiss the bride! Kiss the bride!» κι αμέσως όλοι άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά: «Kiss the bride! Kiss the bride!» κι Πάνος αγκάλιασε τη Μαρία και της έδωσε ένα καυτό φιλί στο στόμα κι από τα διπλανά τραπεζάκια χειροκρότησαν κι η ορχήστρα, που ήταν ακριβώς από πίσω τους και τα έβλεπε όλα, άρχισε ξαφνικά να παίζει, πώς τους ήρθε, το γαμήλιο εμβατήριο του Mendelssohn σε ρυθμό τζαζ. Ο Πάνος κοιτούσε γύρω του ευτυχισμένος. Ναι, ήταν μια πέρα για πέρα επιτυχημένη σύναξη, η ευφορία ήταν πια διάχυτη παντού, τα γκαρσόνια κουβαλούσαν ακατάπαυστα δίσκους και δε θ’ απορούσε κανείς αν έβλεπε από στιγμή σε στιγμή να σηκώνεται κάποιος βουλευτής, ή κι ο ίδιος ο υπουργός, γιατί όχι, να βγάζει το σακάκι του και ν’ αρχίζει να χορεύει
«Τα δυο σου χέρια πήρανε
βεργούλες και με δείρανε»
Μόνο η Μαρία έμενε αμέτοχη σ’ όλα αυτά. Παρ’ όλα τα χαμόγελα που σκορπούσε δεξιά κι αριστερά. «Ποια είμαι;» έλεγε μέσα της. «Πού βρίσκομαι; Ποιοι είναι αυτοί όλοι; Ποια ήμουν πάντα;» Τέτοια κι άλλα παρόμοια υπαρξιακά σκεφτόταν η Μαρία και κάποια στιγμή νόμισε πάλι πως θα λιποθυμήσει, ήθελε να σηκωθεί να φύγει, να πάει έξω, πού έξω;
«Πιες λίγο ουίσκι» της ψιθύρισε η Χρύσα, που καθόταν απέναντί της και δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω της, «όχι σαμπάνια, ουίσκι – θα χαλαρώσεις». Της έβαλε ένα ποτήρι μπροστά της και η Μαρία το ήπιε μονορούφι. Έπειτα σηκώθηκε παραπατώντας ελαφρά, πέρασε μπροστά από το τραπέζι ενός μεγαλοεισαγωγέα ηλεκτρονικών και χάιδεψε απαλά τον ώμο μιας γυναίκας που καθόταν δίπλα του. Αυτή πήρε το χέρι της και το κράτησε στο δικό της και οι άνδρες σηκώθηκαν αμέσως όρθιοι, «Παρακαλώ, καθίστε» είπε η Μαρία, «πάω μια στιγμή μέσα και θα επιστρέψω αμέσως». Μια ψηλή γυναίκα την πλησίασε, την αγκάλιασε τρυφερά και τη φίλησε. Η Μαρία αορίστως θυμόταν πως την έβλεπε κάπου κάπου στην τηλεόραση, σε lifestyle εκπομπές. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά και φορούσε ένα διάφανο μακρύ φόρεμα, ίσως το ωραιότερο της βραδιάς – γενικά, η Μαρία είχε παρατηρήσει πως οι κυρίες των πολιτικών, των βιομηχάνων, των επιχειρηματιών ήταν όλες προσεκτικά ντυμένες σε σχέση με τις συναδέλφους του Πάνου, που φορούσαν απλά εμπριμέ ή μονόχρωμα. Μπήκε στο σπίτι και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Ήθελε ν’ ανοίξει το ψυγείο μόνη της και να πιει νερό. Ζαλιζόταν φοβερά, αλλά ταυτόχρονα είχε μια έντονη αίσθηση της πραγματικότητας – «Έχω μεθύσει, πρώτη φορά στη ζωή μου το παθαίνω αυτό». Όταν η Χρύσα τής είχε σπρώξει μπροστά της το ποτήρι, δεν ήξερε πως εκείνη εν τω μεταξύ, τελείως νηστική, είχε κατεβάσει άλλα δύο τρία.
Η κουζίνα ήταν πεντακάθαρη, οι προετοιμασίες για τη δεξίωση είχαν γίνει αλλού, σ’ ένα μικρό κτίσμα στο πίσω μέρος του σπιτιού.
Μπροστά στο ξύλινο τραπέζι καθόταν η Βίλμα κι απέναντί της ένας νεαρός. Σκυμμένοι ο ένας προς τον άλλον σαν να συνωμοτούσαν ή σαν να λέγαν γλυκόλογα. Πίναν κόκκινο κρασί σε χοντρά ποτήρια, το μπουκάλι στη μέση του τραπεζιού ήταν σχεδόν άδειο. Ο φωτισμός λίγος, αναμμένος μόνο ο λαμπτήρας του νέον που υπήρχε πάνω από την ηλεκτρική κουζίνα. Πετάχτηκαν και οι δύο όρθιοι μόλις την είδαν, η Βίλμα είπε: «Μαμ, θέλετε κάτι;», ο νεαρός στεκόταν μπροστά της κλαρίνο, σαν να τον είχαν πιάσει επ’ αυτοφώρω για κάτι κακό.
Η Μαρία τον αναγνώρισε αμέσως, ήταν ένα από τα γκαρσόνια που σερβίριζαν στον κήπο, τον είχε προσέξει από την πρώτη στιγμή, γιατί ήταν ψηλός, με διαπεραστικά γαλάζια μάτια και μια μακριά ξανθιά αλογοουρά.
– Θέλω νερό, είπε η Μαρία στη Βίλμα κι έπειτα γύρισε στον νεαρό και τον ρώτησε: «Είστε ξένος;».
– Πολωνός.
– Πώς σας λένε;
– Πέτρο με λένε – Πέτρο.
– Δηλαδή Πιοτρ;
– Πιοτρ, ναι.
Η Μαρία ήπιε όλο το νερό που της έφερε η Βίλμα κι έπειτα ρώτησε:
– Τι κρασί είναι αυτό;
–Πάω να φέρω ένα μπουκάλι, είπε ο Πιοτρ ή Πέτρος, αν γυρίσετε στο τραπέζι σας, θα σας το σερβίρω εγώ – ξέρω πού κάθεστε.
– Όχι, όχι, θέλω να δοκιμάσω μόνο, είπε η Μαρία κι έπιασε το χέρι του νεαρού. Βάλτε μου λίγο απ’ αυτό το μπουκάλι.
Του κρατούσε ακόμα το χέρι και της άρεσε. Χέρι με λίγο τραχιά επιδερμίδα, το κρατούσε και το ’σπρωχνε προς το μπουκάλι.
– Βίλμα, φέρε ένα καθαρό ποτήρι για την κυρία.
– Εδώ, είπε η Μαρία, εδώ που ήπια νερό.
Ο Πιοτρ έβαλε κρασί και η Μαρία ήπιε μια γουλιά.
– Καλό, είπε. Βίλμα, βοήθησέ με να ανέβω τις σκάλες, θέλω να ξαπλώσω λίγο.
– Μαμ, είστε καλά;
– Με χτύπησαν τα παπούτσια.
Καθώς ανέβαινε και η Βίλμα τη βοηθούσε κρατώντας την από τη μέση, γύρισε λίγο το κεφάλι της. Ο Πιοτρ είχε εξαφανιστεί.
– Ζαλίζομαι, είπε η Μαρία και ξάπλωσε.
– Θέλετε να σας βγάλω τα παπούτσια;
– Όχι – θα κατέβω πάλι.
Η πόρτα χτύπησε κι η Χρύσα μπήκε μέσα σαν σίφουνας.
– Τι συμβαίνει; Τι έπαθες;
– Ζαλίζομαι, είπε η Μαρία.
– Έλα, έλα, δεν είναι τίποτα. Ήρθα να σε πάρω να πάμε κάτω – οι άνθρωποι περιμένουν να σε καληνυχτίσουν.
– Δεν μπορώ, κλαψούρισε η Μαρία.
– Μπορείς και παραμπορείς.
– Μαμ, πείραξε το οινόπνευμα.
– Θες να κάνεις εμετό; Έλα, Βίλμα, βοήθησε και συ να σηκωθεί, έλα, κάνε εμετό, θα συνέλθεις.
Μπήκαν κι οι τρεις στο μπάνιο κι η Χρύσα τής κρατούσε το κεφάλι πάνω από τη λεκάνη.
– Έλα, βάλε τα δάχτυλά σου, έλα, βαθιά μέσα, έτσι.
Η Μαρία πνιγόταν κι ένας λόξιγκας την τράνταζε. Καθώς δεν είχε φάει τίποτα, έβγαζε μόνο υγρά.
– Είσαι καλύτερα τώρα;
– Ναι, είμαι καλύτερα.
– Έλα, πλύνε τα χέρια σου και ξέπλυνε το στόμα σου και το πρόσωπό σου – Βίλμα, φέρε μια πετσέτα, έχει κάνει μούσκεμα τη ζακέτα της. Βγάλ’ την καλύτερα, μείνε μ’ αυτό το ωραίο μπλουζάκι. Ρίξε και κάτι πάνω σου. Έχει ψύχρα. Το κραγιόν σου – κάτσε, θα σε βάψω εγώ – εντάξει – λίγη κρέμα. Κολόνια. Έτοιμη, πάμε τώρα κάτω.
– Δε θέλω, είπε η Μαρία.
Η Χρύσα την κοίταξε και ξαφνικά το πρόσωπό της ήταν σοβαρό. Πρώτη φορά τόσο σοβαρό. Τα μάτια της σκληρά.
– Τι θα πει δε θέλω; Δεν μπορείς να του το κάνεις αυτό του Πάνου – ακούς; Ήταν η βραδιά του απόψε, θες να του τη χαλάσεις;
– Εντάξει, είπε η Μαρία. Πάμε.
Προχωρούσαν οι δυο τους ανάμεσα στα τραπέζια, που είχαν αρχίσει ν’ αδειάζουν, γιατί οι καλεσμένοι έφευγαν πια. Η Μαρία δεν αισθανόταν θυμό για τη Χρύσα. Κανείς δεν της είχε μιλήσει ποτέ τόσο απότομα, αλλά εκείνη δεν αισθανόταν άσχημα, παρά τη φοβερή κούρασή της.
Πλησίασε το μεγάλο τραπέζι με τους φίλους του Πάνου, ο Πάνος είχε σηκωθεί κιόλας να την υποδεχτεί, ανακουφισμένος που την έβλεπε να έχει επιστρέψει. Η Μαρία στάθηκε στη μέση και είπε δυνατά, σαν να έβγαζε λόγο: «Έλειψα για λίγο. Πήγα μέσα, έπρεπε κάτι να κάνω και σας άκουγα που τραγουδούσατε και γελούσατε – σας άκουγα από τ’ ανοιχτά παράθυρα και μ’ άρεσε τόσο πολύ αυτό, που παρ’ ολίγο να ξεχαστώ εκεί, καθισμένη στην πολυθρόνα μου, να σας ακούω. Μη φύγετε – θέλω να μείνετε ως τα ξημερώματα».
«Είσαι μια μικρή μάγισσα» της ψιθύρισε η Χρύσα και τη φίλησε. «Το ήξερα πως θα τα καταφέρεις. Θέλω να κοιμηθώ εδώ απόψε» συνέχισε, «δε θέλω να κλειστώ στο Κολωνάκι. Θα ξυπνήσουμε αργά, θα κατεβούμε στον κήπο και η Βίλμα θα μας φέρει το μπρέκφαστ».
Το άλλο πρωί έβρεχε πολύ κι έκανε κρύο. Ένας απότομος χειμώνας άρχιζε.
Θανάσης Χειμωνάς, Ανεξιχνίαστη ψυχή, Πατάκης, 2003, σ. 77-87.