Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΟ πλεονέκτης της πράσινης κάρτας
Πάει καιρός που έχω αρχίσει να μεταναστεύω στην καρδιά ενός τέρατος, μεταλλαγμένο τέρας, όπως λένε μερικοί. Μια καρδιά υπολογίσιμων σφυγμών, κάπου εκεί στα όρια της ταχυπαλμίας με διαπιστευτήρια αρρυθμίας. Όλα ξεκίνησαν πάντως με απλούς περιπάτους στα πλαίσια της προσφιλούς μου ιδιότητος «πεζοπόρος-πεζογράφος», αλλά η αλήθεια είναι πως έκανα τα πάντα για να διεκδικήσω αυτό το αμφίθυμο δικαίωμα μετανάστευσης στην καρδιά της πρωτεύουσας.
Λίγο λίγο της χαρίζω την υπόστασή μου. Δεν πρόκειται, όπως καταλαβαίνετε, για βίαιη μετανάστευση. Δηλαδή σίγουρα με κυνηγούν κάποιες Ερινύες, αλλά οπωσδήποτε πιο συνεργαζόμενες, πιο ήπιες από εκείνες τις μυθικές με τον απαίσιο –μη αναστρέψιμο– χαρακτήρα. Σ’ αυτό το κυνηγητό εννοείται πως είμαι φύσει και θέσει πια εθελοντής.
Πολλά χρόνια κρατά η ιστορία των περιπάτων μου, που κάθε τόσο είχε κι άλλο σκεπτικό. Ξεκίνησα με το σενάριο «Επαρχιώτης περιεργαζόμενος την περιέργειά του με βασικό καταλύτη το αθηναϊκό σουξέ του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ.», συνέχισα με το σενάριο «Χάνομαι ΚΑΙ γιατί ρεμβάζω ΚΑΙ γιατί ενδυναμώνω την καρδιακή λειτουργία με το βάδην», πέρασα στο «Εθισμός στη μοναχική περιπέτεια των περιπάτων σε μια πρωτεύουσα που κρατά με τα δόντια τον μετεμφυλιακό νεορεαλισμό της», ακολούθησε το «Λίγο ακόμη και θα μπεις στα άδυτα του γκρίζου –πλην ηλιόλουστου– τέρατος» και πάνω που ολοκλήρωνα το σενάριο «Αισθηματικός κλοσάρ σε ανυπόληπτες διαδρομές με άλλοθι συγγραφικών ονειρώξεων» βρέθηκα στην αιμάσσουσα φυγόκεντρο της τερατώδους καρδιάς.
Εθίστηκα λοιπόν στην ιδέα να παραμυθιάζομαι ως Ροβινσώνας των πιο προβληματικών πεζοδρομίων, να διεκδικώ εύσημα οδοιπόρου που διασχίζει ομίχλες και δυσοίωνες αύρες, απειλητικές ενίοτε με υποθετικό «σάουντρακ» τα «Τραγούδια του οδοιπόρου» του Γκούσταβ Μάλερ, ξέφυγα απ’ την αστική μου ασφάλεια κι απ’ το συγκινητικό πεδίο των περιπάτων της δημοφιλούς κοινής λογικής…
Τότε αφουγκράστηκα την καρδιά του τέρατος που τρεφόταν μυστικά και φανερά από ανίερους πόθους παρακμής, αν και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριζαν πως ΕΚΕΙ στο κέντρο της πόλης Αθήνας ακούγεται ο αληθινός παλμός της Ελλάδας… να μην ξεράσω. Κι εντάξει. Δεν ξέρασα… Ίσα-ίσα προσάρμοσα τις αυτοκαταστροφικές μου εκδρομές σε μια προχωρημένη για την αφεντιά μου αντίληψη ηρωισμού. Κι έγινα σκοτεινός ήρωας περιπατητής μιας Αθήνας που διακοσμεί κυρίως βεβαρημένα ποινικά μητρώα και μοσχοβολά χοιρινό και κάτουρο σε ίσες δόσεις.
Οι διαδρομές μου, οι τελευταίες-τελευταίες, που είναι απόσταγμα μιας τριακονταετούς και πλέον πασαρέλας στις επίμαχες οδούς και πλατείες (με τα σχετικά ένζυμα της ντροπής) καθορίστηκαν απ’ την ολοκαίνουργια ανθρωπογεωγραφία της πρωτεύουσας. Το νέο αίμα που μπόλιασε την ισχνή, μίζερη, φτωχομπινεδιάρικη Αθήνα του ιστορικού κέντρου ήταν τελικά ένα δυναμικό κοκτέιλ αιμάτων άσχετο με όλα αυτά που θύμιζαν ίσαμε τότε ελληνικό ασπρόμαυρο σινεμά στα μέσα του ’50.
Προέκυψαν κομπάρσοι και πρωταγωνιστές από μια φρέσκια αταξινόμητη δεκαετία του 20ού αιώνα, άγνωστη σε μας ή, τέλος πάντων, ελάχιστα γνωστή σε κάποιους υποψιασμένους με επιδόσεις στον ζόφο.
Ήρθαν ξένοι, αλλοδαποί με λανθασμένη επίσημη καταμέτρηση απ’ τις Αρχές και καθυπόταξαν όλες τις μέχρι τότε διαδρομές μου. Ίσως –δεν είμαι απολύτως βέβαιος– να έμεινε απ’ έξω η διαδρομή Πρώτο Νεκροταφείο-Αρδηττός και πίσω του Καλλιμάρμαρου δρόμοι εκεί που είναι το σπίτι του ποιητή Σεφέρη. Αλλά τούτη η διαδρομή έτσι κι αλλιώς είναι παράξενη από μόνη της, ειδικών διεργασιών περίπατος και δεν αφορά όσους υπηρετούν συνειδητά τον ωραίο κίνδυνο.
Όλοι μαζί αυτοί της ασφάλτου, του τσιμέντου ή και άλλων οικοδομικών υλικών κολασμένοι-επίτιμοι δάνεισαν ή πρόσφεραν έναντι ψιλών τους παλμούς τους στην περιφρονημένη απ’ τους ιθαγενείς καρδιά της εντελώς πια διασκευασμένης Αθήνας μου. Κι έτσι η πρωτεύουσα, που έπαιρνε μήνα τον μήνα διαστάσεις χολυγουντιανού τέρατος, απόκτησε καρδιά με παντελώς αυτοσχέδιους ρυθμούς, πιο άναρχη κι απ’ την άναρχη τζαζ. Καρδιά μαγνήτη με όλα αυτά τα νέα πρόσωπα δότες παλμών κι αιμάτων. Κι από θυμικό; Φανταστείτε τα πάντα και σκεπάστε τα με μια ψιλή βροχή στυφού τσαγιού, απολυμαντική βροχή, που αποδυνάμωσε τα αισθήματα που γεννούσαν οι παλιοί περίπατοι της Κυριακής, αλλά και οι καθημερινοί με τη δοξαστική φασαρία μιας Αθήνας που φανατιζόταν απ’ τον θρύλο της ζωντάνιας της.
Τα νέα πρόσωπα κατέλαβαν τώρα τα πεζοδρόμια, τις στάσεις των τρόλεϋ, τις προσόψεις των κτιρίων με τη γραφική φθορά και τα ιερά σημάδια της κακουχίας, πλημμύρισαν όλα τα κακόφημα στέκια με νέα καλύτερη φήμη κι όσο για το «κακό» έγινε μια αόριστη κόκκινη λάμψη στο ενδιαφέρον περιβόλι των αστραπών. Το ίδιο με το καλό. Γιγαντώθηκε και συρρικνώθηκε ταυτόχρονα ανάλογα με τις εκάστοτε χρήσεις του. Αφού και το ίδιο το Κράτος προβληματίστηκε με την παντελώς καινούργια θέα της ηθικής και πονηρά –ως συνήθως– ανέβαλε οποιαδήποτε περαιτέρω αξιολόγηση.
Έτσι οι παλιές μου διαδρομές απόκτησαν κύρος φρεσκάδας με αμύθητης αμηχανίας μωσαϊκά απελπισίας και οργής συγκαλυμμένης απ’ την ευγένεια της υπομονής και της ανάγκης.
Και παίρνω τα πόδια μου, αρουραίος ανάμεσα σε αρουραίους, να ξετρυπώσω την αίγλη των φόβων μου. Στο μεταξύ είχαν αλλάξει και οι θανατερές χημικές προτιμήσεις των νεοελλήνων. Η αίσθηση γρήγορα και βιαστικά έγινε για πολλούς παραίσθηση κι ο πόνος να τος αγοραίος και θεαματικός, όσο ποτέ τηλεοπτικά σκηνοθετημένος. Άλλος μπελάς. Να περπατάς και να ’χεις τον νου στις κάμερες που φωτογραφίζουν το επιθανάτιο χρονικό της Ομόνοιας και των πέριξ. Δε θα το άντεχα να μπω κατά λάθος «αυτόπτης μάρτυρας μιας δημοσιογραφικής επιτυχίας-τομή στο γνωστό καυτό θέμα».
Μετανάστευσα όμως την περιέργειά μου στην καρδιά του τέρατος που ξερνούσε επιείκεια κι ανοχή και φέιγ-βολάν στοργής για κάθε είδους δυστυχία και προσαρμόστηκα στους παλιούς δρόμους με την καινουργή φήμη. Δεν είχα και δεν έχω πού αλλού να πάω. Δε γνωρίζω να οδηγώ να τρέξω στα βουνά να συναντήσω το χιόνι κι αληθινά βαριέμαι τα νησιά και τις χαρές τους. Σπάνια λείπω απ’ την Αθήνα και το καλοκαίρι. Παραμένω εντός με τους «εκτός», που πιθανόν να με θεωρούν, λογικά, βαλκάνιο καύκαλο σουπιάς εκβρασμένο στις παραλίες του αρχαίου τσιμέντου. Αν έχουν παρατηρητικότητα και πείρα καταναλωτή, μπορεί να δουν πως τα παπούτσια μου είναι αυθεντικά «Τίμπερλαντ», σαράντα χιλιάδες πάνω-κάτω αγορασμένα. Βγήκαν όμως τόσες μαϊμούδες Τίμπερλαντ στην αγορά με τρεις κι εξήντα που δεν υποψιάζω πια κανέναν. Ίσως λίγο τα γυαλιά μου να με διαφοροποιούν, αλλά μύωπες και πρεσβύωπες απ’ όσο διαισθάνομαι κυκλοφορούν ακόμη και στην Κωστάντζα και στην Αυλώνα και στο Τμπίλισι της Γεωργίας. Και του Λακόστ ο κροκόδειλος και το σήμα του Πόλο κι όλες οι φίρμες της σικάτης ευδαιμονίας πουλιούνται αφειδώς στην οδό Αθηνάς και στο παζάρι κάθε Κυριακή στο Μοναστηράκι. Βάλε το άσπρο σου μακώ φανελλάκι, γέρο μου, λέω, κι άσε τον κροκόδειλο για την πλέμπα. Εξάλλου κάτι τέτοιο θα λένε κι εκείνοι για μένα, αν υποθέσουμε πως ελκύω βλέμματα.
Χαίρομαι όμως απ’ την άλλη που οι μετανάστες μάς κατέρριψαν κάθε έννοια δυτικής αισθητικής υπερασπιζόμενοι μια δική τους μέθοδο υπέρβασης της κομψότητας. Μέχρι και πουκάμισα τρικολίνες αποκαλύφθηκαν τα τελευταία δέκα προσφυγικά χρόνια. Συναντάς άνδρες με ερεθισμένους λαιμούς απ’ το ξύρισμα, με κολλαρισμένα βεραμάν πουκαμισάκια κι από μέσα διακρινόμενο το φανελλάκι κασ-κορσέ σαν εσπερινή έμπνευση του εξαίρετου ζωγράφου μας Γιάννη Μιγάδη.
Όσο για τις γυναίκες, μωβ κραγιόν και σιελ σκιά στο πάνω βλέφαρο για να καδράρει καλύτερα το γκριζογάλανο μάτι τους. Μες στους ήλιους του προχωρημένου μεσημεριού Σέρβες, Κροάτισσες, Ουκρανές, Ρουμάνες, Βουλγάρες και Ρωσίδες παρατούν τους γέροντες που νταντεύουν και την ξινίλα της ασθένειας και, παρφουμαρισμένες με απομιμήσεις μυθικών αρωμάτων, τρέχουν να κελαηδήσουν στην πλατεία Κάνιγγος ή μπροστά στον Άγιο Κωνσταντίνο της Ομόνοιας. Όποιος τις ρωτήσει αν είναι πουτάνες, απαντούν αρχικά «Νιετ, νοσοκόμα». Μερικές σκέφτονται γρήγορα και το άλλο ενδεχόμενο. Αυτά τις Κυριακές και τα Σάββατα.
Άλλαξα πολλά παραδοσιακά μου δρομολόγια για να χαζεύω τις αγορές στην Αθηνάς, στη Ζήνωνος και στην Πειραιώς. Μερικοί πουλάνε και στην Πανεπιστημίου. Μπουφάν, εσώρουχα και φορέματα αμπιγέ, όλα φτιαγμένα στην Κίνα για το κόστος. Οι πωλητές υποτίθεται πως αγωνιούν για τους ράθυμους αστυνομικούς, που δε μοιάζουν αστυνόμοι αλλά καρατερίστες ηθοποιοί του κινηματογράφου. Αστυνόμοι με «χρυσή καρδιά» που ανέχονται τα πάντα αρκεί όλα να γίνονται ήρεμα, όπως αρμόζει σε ημίαιμο ευρωπαϊκό πεζόδρομο. Προχωρώ ανάμεσα στα μπουφάν, σκόρπια κάτω μαύρα και γυαλιστερά. Μερικά είναι από μετάξι για να μου βάζουν ιδέες περί δρόμων του μεταξιού και νοσταλγία για το Ουζμπεκιστάν και άλλα πιο δύσκολα γεωγραφικά.
Γνωρίζω πια καλά τα στέκια τους. Οι Ρώσοι στον Άγιο Κωνσταντίνο σαν από σύμπτωση περίεργη που την εκκλησία αυτή την αποπεράτωσε το 1905 η ομοεθνής τους βασίλισσα της Ελλάδος Όλγα. Οι Αλβανοί παντού και σε όλα τα ομονοιακά στέκια. Ο πολυεθνικός υπόκοσμος της πλατείας ανησυχεί για το ζωντάνεμα του ξενοδοχείου «Ομόνοια» ως πολυκατάστημα. Δε θέλουν μικροαστούς φανατικούς καταναλωτές μες στα πόδια τους. Και το Μετρό τούς ανησυχεί σαν θα τελειώσει και αποκαθηλωθεί το μέχρι τώρα μυστήριό του.
Δίπλα στο Δημαρχείο, στην πλατεία Κοτζιά, οι Κούρδοι απ’ το Ιράκ σε ηλικία στράτευσης, χαρούμενοι και σκούροι, οργανώνουν τις αποδράσεις τους. Στόχος ο δυτικός Βορράς κι ο επιμελημένος εγκλωβισμός τους σε χώρες επηρμένες για την «ανθρωπιστική τους προσφορά». Και παραδίπλα το ξενοδοχείο «Ελ Γκρέκο», που τα βράδια της Κυριακής η καφετέρια-πιτσαρία του προσφέρεται για χορούς των αποδήμων. Όταν λέω χορούς, εννοώ κάποια ξεσπάσματα απειλητικού κεφιού, όταν η νοσταλγία γίνεται ανυπόφορα ξέχειλη.
Στέκομαι κι αφουγκράζομαι τους σκοπούς τους. Γρήγοροι, πολεμικοί, καυκασιανοί, με μελωδίες αδρές και συγκεκριμένες. Στη Βάθης οι Πολωνοί, πρώτοι διδάξαντες την εξ Ανατολών μετανάστευση με δυτικό ήθος, αραίωσαν απ’ τη δεκαετία του ’80 που πρωτόρθαν. Μπορεί και να συγχωνεύτηκαν έντεχνα κι αρμονικά με μας. Αιγύπτιοι, Αιθίοπες και Μεσανατολικοί στα στενά πέριξ της Κουμουνδούρου ή κι άλλοι πιο έντονοι Αφρικανοί διάγουν βίο μεταναστευτικό, ήρεμο, όπως στις παλιές ταινίες του Φασμπίντερ.
Οι διαβαθμίσεις των ζητιάνων ποικίλλουν κι αυτές. Είναι και τα παιδιά του εκατοστάρικου για τη «δόση», που την ονομάζουν «φαγητό» ή «εισιτήριο», είναι και κάποιοι παραδοσιακοί επαίτες συμπατριώτες μας, που με γνωρίζουν, καλησπεριζόμαστε και μιλάμε για τον καιρό ή και για την παραοικονομία των τσιγάρων, που διεξάγεται στην ομονοιακή περιοχή της οδού Αθηνάς από γυναικόπαιδα της πρώην σοβιετικής επικράτειας κι από Κούρδους.
Φοβάμαι ότι μεταναστεύω σταθερά στην «καρδιά του τέρατος» με τις πιστωτικές μου κάρτες κατάσαρκα, παρασυρμένες μεταξύ άλλων κι απ’ τις μουσικές που εισέβαλαν προκλητικά στην ως τώρα μηχανοπρεπή σορντίνα του αθηναϊκού κέντρου. Μουσικές εκτελεσμένες από ακορντεονίστες και κλαρινίστες, ως επί το πλείστον βαλκανικών συνειρμών, άλλοι συνοδευόμενοι κι από ντέφια, βιολιά ή νταϊρέδες. Οι περισσότεροι ξεκινούν το απόγευμα απ’ την πλατεία Κάνιγγος, σιδερωμένοι και καθαροί σαν μέλη παλιού κομμουνιστικού σωματείου, εφοδιασμένοι μελωδίες διεθνείς και κυρίως τις πολύ γνωστές λατινικές, τις θεωρούμενες ακαταμάχητες.
Έμαθα νέες διαδρομές σε τούτη την Αθήνα που βουλιάζει από διεθνείς καημούς, ακολουθώντας τα «μονοπάτια της μουσικής» αυτών των ξέμπαρκων σθεναρών μουσικών. Μια παντελώς απρόσμενη ταξινόμηση των αισθημάτων της πρωτεύουσας έγινε εξαιτίας της μελωδικής τοπογραφίας που μας προέκυψε εσχάτως. Παλόμες, Κομπαρσίτες, Αμαπόλες και Βιολετέρες, Βαλς του Δουνάβεως, παλιά του Ξαρχάκου, ρωσικά όπως η Καλίνκα και η Κατιούσα, το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία», η οβερτούρα απ’ την «Τραβιάτα» ή κι άλλα παντελώς άγνωστα, αναγνωρίσιμα ωστόσο απ’ το σλάβικο παραπονεμένο τους θυμό. Παίζονται ασταμάτητα κι εγώ θυμάμαι τον Μπρους Τσάτουιν, που στο βιβλίο Μονοπάτια της μουσικής περιέγραφε την αρχαία μουσική περίφραξη της Αυστραλίας απ’ τους αυτόχθονες κατοίκους της…
Κεραμεικός, επιτύμβιες στήλες, Πλάκα, Ακρόπολη, το Αστεροσκοπείο, του Φιλοπάππου, το Θησείο κι ο κήπος του, που κάποτε ήταν γεμάτος με τρελούς που φόραγαν παλτά καταμεσής του Αυγούστου, Ακρόπολη και πλατεία Καραϊσκάκη με το Περοκέ και το Θέατρο Βέμπο, Σταθμός Λαρίσης αλλά και πλατεία Θεάτρου και δρόμοι παράλληλοι στο Μουσείο, όλα αυτά υπάρχουν και υπομένουν τα ζιγκ-ζαγκ των περιηγητών, καληώρα όπως εγώ. Μόνο που τώρα το σενάριό μου έχει τον πανικό μιας άλλης γνώσης, μιας τρέλας που κατευθύνεται απ’ την άναρχη καρδιά του τέρατος. Και μες στη φιλοζωική μου τρέλα ενδεχομένως παρασύρομαι κι αποζητώ πράσινη κάρτα, ο μετανάστης.