Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

«Υπάρχει ένα μικρό πουλί —ξεχνώ το όνομά του— που η μοίρα το έταξε να συντροφεύει τον ρινόκερο στις περιπλανήσεις του και να εκτελεί για δαύτον κάποια καθήκοντα, τα οποία δεν μπορεί ο ίδιος να κάνει, επειδή είναι τόσο βραδυκίνητος. Η παράκτια Αίγυπτος, λοιπόν, μοιάζει μ’ αυτό το πουλί. Φωλιασμένη, αλλά ζωηρή και ξάγρυπνη, πάνω στο τομάρι του παχύδερμου που λέγεται Αφρική, μπορεί να μην είναι αετός ή κύκνος, αλλά, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση του ρινόκερου, μπορεί να πεταρίζει στον αγέρα. Και κάπου-κάπου μπορεί να τραγουδάει».

Στο μυαλό και στα μάτια του τριανταεφτάχρονου Ε.Μ. Forster, η παράκτια Αίγυπτος ταυτίζεται ασφαλώς με την Αλεξάνδρεια. Ο ίδιος δεν αγάπησε πολύ την Αίγυπτο. Η σκέψη του είναι πιο πολύ δεμένη με τη μυστικοπάθεια των Ινδιών. Αφιέρωσε, όμως, στην Αλεξάνδρεια τον πλέον αξιόπιστο ιστορικό οδηγό, βιβλίο που διατηρεί τη φρεσκάδα και τη χρησιμότητά του. Ο φιλοπερίεργος ταξιδιώτης το εντοπίζει εύκολα, ακόμη και σήμερα, στα κιόσκια της πόλης, ανάμεσα σε αραβικές εφημερίδες, έγχρωμα αποφθέγματα από το Κοράνι και τουριστικές φωτογραφίες. Ο Forster και ο Durrell είναι οι τελευταίοι κρίκοι σε μια αλυσίδα πασίγνωστων ονομάτων που συνδέονται με την πόλη των Πτολεμαίων: Καλλίμαχος, Ηρώνδας, Κλεοπάτρα, Αντώνιος, Καίσαρ, Οκτάβιος, Αμμώνιος Σακκάς, Πλωτίνος, Υπατία, Κλήμης, Ωριγένης, Άγιος Αθανάσιος, Άρειος, Άγιος Αντώνιος, Παχώμιος, Μωχάμετ Άλυ, Όραμπι, και βέβαια —προς Θεού, να μην λησμονηθεί!— ο Έλλην ποιητής Κωνσταντίνος Πέτρου Φωτιάδης Καβάφης.

Η πνευματική φιλία Forster-Καβάφη διευκόλυνε τον Άγγλο συγγραφέα να κατανοήσει την ιστορική συνέχεια της πόλης και να σταθεί στο παρελθόν της. Ακόμα και σήμερα η τουριστική ανία του μπουχτισμένου από εικόνες και εντυπώσεις επισκέπτη χρειάζεται μιαν εσωτερική, καθοδηγητική παρουσία για να ξεπεράσει τον αιφνιδιασμό του ξαναμμένου αραβισμού και να αντιμετωπίσει ψύχραιμα τη βαθιά γοητεία της πόλης. Ο σημερινός Έλληνας που αποφασίζει να επισκεφθεί για πρώτη φορά την Αλεξάνδρεια κουβαλάει μέσα του μια διάχυτη συναισθηματική φόρτιση και μια βαθιά οικειότητα επιστροφής σε δική του γη. Δεν είναι μόνον το αίσθημα της «απέναντι ακτής», που βοηθάει. Η Αλεξάνδρεια βρίσκεται πολύ κοντά μας, περισσότερο συναισθηματικά παρά γεωγραφικά. Η απόσταση που μας χωρίζει διευκολύνει απλώς την ονειροπόληση. Ακόμα και η συγκοινωνιακή πρόσβαση —αν δεν ακολουθήσεις τον δρόμο της θάλασσας, πρέπει να φτάσεις πρώτα στο Κάιρο, να διασχίσεις την τρίωρη έρημο και ύστερα να φτάσεις στην πόλη— δημιουργεί την εντύπωση φυσικής δυσκολίας, μιας σωματικής και ψυχικής δοκιμασίας για να αξιωθείς τον προορισμό σου. Τα διακόσια τόσο χιλιόμετρα που χωρίζουν το Κάιρο από την Αλεξάνδρεια ξεδιπλώνονται σε ατέλειωτες, μονότονες ευθείες· χαμηλή, επίπεδη γη και λίγη υπερυψωμένη άμμος. Για όσους έχουμε μεγαλώσει με την εικόνα της ερήμου που μας έχει προσφέρει σε χορταστικές δόσεις το Χόλλυγουντ, η περιοχή εδώ μοιάζει περισσότερο με ερημιά παρά με έρημο. Την άνοιξη αρχίζουν τα χαμσίνια, η ψιλή άμμος μετακινείται και καταργεί το κατάστρωμα του δρόμου, η κυκλοφορία γίνεται προβληματική, χώρια οι φθορές που υφίστανται οι μηχανές των αυτοκινήτων. Η μονοτονία του τοπίου διακόπτεται από αναποφάσιστες πρασινάδες και θλιβερούς μικροοικισμούς, σημάδι νερού. Στη μέση της διαδρομής βρίσκεται η Sadad City. Σε μια έξαρση παραδειγματισμού και εθνικής πίστης, ο δολοφονημένος πρόεδρος της Αιγύπτου έστησε, όταν ζούσε, μιαν ολόκληρη πολιτεία καταμεσίς στην αφιλόξενη ερημιά.

Μετά τα απαραίτητα διόδια, αχνοφαίνεται στο βάθος του ορίζοντα, στην απέναντι πλευρά των νερών της λίμνης, μια μικρή άσπρη γραμμή. Είναι η Αλεξάνδρεια. Διασχίζοντας τα βρωμόνερα της λίμνης, όπου οι ντόπιοι κυνηγούν πάπιες ή ψαρεύουν, αναρωτιέσαι μέσα στην μπόχα, πού κρύβεται, πού αρχίζει η ομορφιά της πόλης. Και ξαφνικά, κατά τρόπο διαλεκτικό, μια εναέρια γέφυρα συνδέει τη μιζέρια με την αρχοντιά. Γοητευτικά παλαιά κτίρια, μεγάλοι δρόμοι, άφθονες δεντροστοιχίες. Η περιοχή του πάλαι ποτέ Quartier Grec. Τούτα τα οικοδομικά τετράγωνα είναι προτιμότερο να τα δεις τη νύχτα, όταν η πολιτεία κοιμάται. Τα φώτα του αυτοκίνητου χαρακώνουν το σκοτάδι και φωτίζουν νυσταγμένους, ένοπλους φρουρούς, που φυλάνε τα αρχοντικά όπου στεγάζονται τώρα πρεσβείες, κρατικοί οργανισμοί ή δημόσιες υπηρεσίες. Εξωτερικώς είναι άθικτα. Δεν μπορεί, λες, από στιγμή σε στιγμή θ’ ανάψουν τα φώτα της εξώπορτας, θα γεμίσει ο δρόμος φωνές και γέλια, θα ξεχυθούν οι καλεσμένοι· όλο και κάποιος Ζερβουδάκης ή Ζιζίνιας ή Σαλβάγος θα έχει βεγγέρα. Είσαι περίπου βέβαιος πως, την επόμενη μέρα, ο «Ταχυδρόμος» θα σχολιάσει στην κοσμική του στήλη τη μεγάλη επιτυχία της βραδιάς.

Η Αλεξάνδρεια παραμένει μια πόλη που έχει να κάνει με τις αισθήσεις. Μια ανακατωμένη, ζαλιστική μυρουδιά κουζίνας, χαλβά, φυστικιών, παστρουμά, καβαλίνας (και πιθανότατα: μπόχας και καταλαλιάς), τηγανισμένου κρεμμυδιού, φτηνού αρώματος, μούχλας και υγρασίας σέρνεται στους δρόμους. Κάτω από το μεγάλο, αδιάφορο άγαλμα του Σαντ Σαγλούλ, τα αυτοκίνητα χτυπούν ασταμάτητα τις κόρνες μπροστά στους σαστισμένους, αξιοθρήνητους τροχονόμους. Πολύχρωμες κελεμπίες, σκουπίδια που τα βασανίζει ο άνεμος, γλυκές, μελαχρινές γυναίκες με μεγάλα, αμυγδαλωτά μάτια γίνονται ψηφίδες ενός αεικίνητου μωσαϊκού, ενώ πάνω στις ράγιες σέρνονται οι τροχοί του τραμ και η υποσχετική φωνή του Προφήτη ξεχύνεται από τα εξωτερικά μεγάφωνα του μιναρέ.

Οι διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος είναι συχνές. Το ηλεκτρικό δίκτυο της πόλης είναι παμπάλαιο. Αυτή η εκνευριστική αρρυθμία είναι ένας από τους πολλούς τρόπους που μετέρχεται η Αλεξάνδρεια για να σου επιβάλλει τη λογική της. Το συνηθίζεις αδιαμαρτύρητα και καταφεύγεις στα κεριά, που βρίσκονται πάντα σε ετοιμότητα. Όταν μάλιστα ξεφυλλίζεις παλιές εφημερίδες και περιοδικά για τον Καβάφη, τα κεριά σου προσφέρουν ένα άλλο είδος φωτισμού. Οι αντιστάσεις σου περιορίζονται στο εμφιαλωμένο νερό και στην ασκητική συμπεριφορά απέναντι στα λαχταριστά φρούτα, που θυμίζουν τους πειρασμούς του Αγίου Αντωνίου. Ο μόνος τρόπος να διατηρήσεις την αξιοπρέπειά σου.

Η καρδιά του συρρικνωμένου Ελληνισμού χτυπάει στον χώρο του Γενικού Προξενείου. Εδώ λειτουργούν ευκολότερα και πιο δραστικά οι αναμνήσεις των παλαιών ημερών. Ένα κύτταρο πολιορκημένο από παντού. Σε μικρή σχετικώς απόσταση, μα πάντα στο νευραλγικό κέντρο της πόλης, βρίσκεται το ρημαγμένο Ελληνικό Νοσοκομείο (29 Απριλίου 1933…), ο ναός του Αγίου Σάββα και ο μικρός δρόμος που μόνον στις λογοτεχνικές και φιλολογικές σελίδες αναφέρεται ακόμη με το όνομα οδός Λέψιους. «Θέλεις να περάσουμε από το σπίτι του ποιητή;» ρώτησε ο Γενικός Πρόξενος. Ήταν νύχτα, γλυκιά ανοιξιάτικη νύχτα του Δεκέμβρη. Στον δρόμο μας συναντήσαμε τον σύλλογο «Αισχύλος – Αρίων». Ποιος να θυμάται άραγε τις δόξες τούτης της αίθουσας; Ποιος να θυμάται σήμερα εκείνη τη σκανδαλώδη ομιλία του Σωκράτη Λαγουδάκη, που έθιξε τον Ποιητή και πήρε φωτιά η πνευματική Αλεξάνδρεια; Άσε πια εκείνα τα παιδαρέλια και τους νέους, που απασχόλησαν για πολλές μέρες τον τοπικό τύπο: ο Αλέκος, ο Γιώργος, ο Τίμος, ο Κ.Ν., ο Πέτρος. Ακόμα και η Μαρίκα, που έκανε τότε περιοδεία στην Αίγυπτο, έστειλε τηλεγράφημα για να συμπαρασταθεί στον Ποιητή.

Έσβησαν ξαφνικά τα φώτα και η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι, από διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος. Σαν φωτοστέφανο είχε σταθεί το χλωμό φεγγαρόφωτο πάνω στη στέγη του κτιρίου. Διακρίνεις πια μόνον όγκους και σχήματα. Η εντοιχισμένη πλάκα της εισόδου δεν φαίνεται. Την φέρνει όμως στα μάτια σου η εικόνα που έχεις δει αμέτρητες φορές σε φωτογραφίες. Βλέπεις αυτό που θέλεις να δεις, χωρίς να φαίνεται. Η ρημαγμένη πόρτα, οι βρώμικες σκάλες, το ερευνητικό, καχύποπτο βλέμμα των ενοίκων, οι οποίοι, ναι, κάτι έχουν ακούσει για κάποιον περίεργο, σπουδαίο κύριο που έμενε παλιά εδώ. Η πίκρα και η σιωπή ενός συλημένου τάφου. Μόλις πέθανε ο ποιητής και άρχισε η φήμη του να ερεθίζει το ενδιαφέρον σχετικών κα ασχέτων, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού άρχισε να πουλά κάθε τόσο «έπιπλα του Καβάφη». Ύστερα από κάθε πώληση, ξαναγέμιζε το διαμέρισμα με καινούρια «έπιπλα του Καβάφη».

Στο Προξενείο πάντα, γίνεται κάθε χρόνο η «εμποραγορά». Εταιρείες και οργανισμοί, ακόμα κι από τον ελλαδικό χώρο, προσφέρουν είδη, τα οποία συμπληρώνονται από ανάλογες ιδιωτικές προσφορές. Ένα χαρμόσυνο, γιορταστικό παζάρι. Οι εισπράξεις πηγαίνουν για το Γηροκομείο, όπου φιλοξενούνται ως τρόφιμοι δεκάδες ναυαγισμένοι. Οι πιο πολλοί χωρίς οικογένεια και χωρίς περιουσία σήμερα. Τρυγάνε ολημερίς τη λαμπρή ζωή που πέρασαν, όχι μόνον στην Αλεξάνδρεια, αλλά και σε άλλα μέρη της διασποράς. Δεν τα κατάφεραν να φύγουν από την Αίγυπτο, όταν έπρεπε. Έχασαν τα χρήματα και τα ακίνητα, δοκίμασαν τη φτώχεια και τον ξεπεσμό. Τους περιμάζεψαν στο Γηροκομείο και τους περιποιούνται. Πάλι με διακοπή ρεύματος, το Γηροκομείο αναδίνει έντονα μυρουδιά νοσοκομείου, κλειστού χώρου και ξινίλας. Μόνη της, σε δικό της δωμάτιο, κάθεται η κυρία Ερασμία. Γύρω της πράγματα που μοιάζουν απαραίτητα: τηλεόραση, ψυγείο, καλοριφέρ ατομικό. Χοντρή και αφράτη, παρά τα χρόνια της, κρατάει τη σπίθα στο βλέμμα της, που λέει πιο πολλά απ’ όσα εκφράζουν τα λόγια. Δεν έχει κανέναν συγγενή. Ο τελευταίος της άντρας, τρίτος ή τέταρτος κατά σειρά, κατέβηκε μια μέρα ν’ αγοράσει φάρμακα και δεν ξαναγύρισε. Βρήκε, λέει, ένα επείγον τηλεγράφημα στην είσοδο του σπιτιού, που τον καλούσε στην Ρωσία. Τράβηξε στο λιμάνι, χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν, μπήκε στο πρώτο καράβι που σάλπαρε και δεν ξαναγύρισε, ούτε έμαθε κανείς ποτέ για την τύχη του. Η κυρία Ερασμία καταβροχθίζει όλη μέρα μυθιστορήματα «Άρλεκιν» και αφήνει προσεκτικά ατημέλητο τον γιακά της μπλούζας της, για να ξεχειλίζει ο άλλοτε τριζάτος κόρφος της. Η Αλεξάνδρεια, η κυρία Ερασμία, το σκοτάδι, τα γηρατειά. Πικρό καταπότι.

Εις το φως της ημέρας η πολιτεία λάμπει. Οι προσόψεις των σπιτιών θυμίζουν βομβαρδισμένο σκηνικό. Εγκατάλειψη και θλίψη. Οι φοίνικες, η θάλασσα, οι ελληνικές επιγραφές. Και το μουσειακό νεκροταφείο, όπου αναπαύονται μερικά από τα λαμπρότερα ονόματα του νέου Ελληνισμού. Αναρωτιέται κανείς, πότε τραγουδάει τούτο το πουλί, καθισμένο πάνω στην παχύδερμη Αφρική.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Η Αλεξάνδρεια;», Κ.Π. Καβάφης, Διάττων 1988, σ. 155-162.