Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Μάντευα τους συλλογισμούς του. Υπέθετε πως η Τσικλάμα είχε μπλεχτεί με κάποιον ματσωμένο, πως πούλησε την ανεξαρτησία της για άνεση και χλιδή και τώρα περιφερόταν σε βελούδα ήττας. Θύμωνα, πρόσβαλλε την αγάπη μου, αλλά δεν τολμούσα να διαμαρτυρηθώ.
Ώσπου μια νύχτα βρεθήκαμε στο υπαίθριο ζαχαροπλαστείο της Πλατείας Μαβίλη. Δεν ήταν σημείο γοητευτικό, η κίνηση των αυτοκινήτων πρόσφερε δυσοσμία και θόρυβο, οι αστυφύλακες που προσκυνούσαν τη διπλανή πρεσβεία προκαλούσαν εμετό, και ο φωτισμός ήταν υποτονικός – η Τσικλάμα μπορούσε να μας προσπεράσει αθέατη. Δεν παραπονέθηκα για το άδοξο περιβάλλον, ωστόσο αναρωτήθηκα γιατί άφηνε την ώρα να κυλά χωρίς δράση και κίνηση – βρισκόταν σε διαδικασία παραίτησης, παραδεχόταν την αρχή του τέλους;
Εκεί, κάτω από το καυσαέριο της Μαβίλη, άρχισε την ανακεφαλαίωση. Είπε πως συμπληρώναμε σχεδόν δυο μήνες κυνηγώντας μια γυναίκα στα σκοτάδια. Όμως, κάναμε ένα λάθος σοβαρό. Παραστήσαμε τις άναρχες μπάλες του μπιλιάρδου που τρέχουν σε μια επιφάνεια σπασμωδικά, με αποτέλεσμα να μη συγκρούονται ποτέ, ακριβώς όπως δεν συναντιούνται στον αιώνα των αιώνων δυο άνθρωποι με άτακτες κινήσεις επάνω στον χάρτη, ακόμη και αν το επιθυμούν.
«Εννοώ», κατέληξε, «πως τη γυναίκα αυτή θα τη βρούμε μόνο αν μείνουμε απολύτως στατικοί και περιμένουμε να πέσει εκείνη επάνω μας».
Ήπιε την τελευταία γουλιά του καφέ και συμπλήρωσε:
«Αρκεί το σημείο που θα σταθούμε να είναι ιδανικό».
Κόντεψα να λιποθυμήσω, γιατί κατάλαβα ποιο θεωρούσε ιδανικό σημείο: Την Ομόνοια που λατρεύουν οι μετανάστες όλης της Αθήνας είτε για να προμηθευτούν εφημερίδες της πατρίδας τους είτε για να συναντήσουν συμπατριώτες αγαπητούς είτε για να σχηματίσουν ένοχες παρέες. Δηλαδή, μετά από τόσες εβδομάδες αυτοσχεδιασμού έπρεπε να στραφούμε στα κοινότοπα; Η φαντασία μας ήταν από την αρχή καταδικασμένη και εμείς απλώς εθελοτυφλούσαμε – ποντικοί κρυμμένοι στο χώμα;
«Μη λυπάσαι», με παρηγόρησε. «Οι στρατηγοί, όταν χρειάζεται, αλλάζουν τακτική».
Ναι, αλλά εγώ δεν ήμουν στρατηγός, ήμουν ερωτευμένος, και προτιμούσα να κυνηγάω την Τσικλάμα σε γαλαξίες και αστερισμούς, παρά να κάθομαι στην Ομόνοια και να προσδοκώ να πέσει η Ανδρομέδα επάνω μου. Πάλι, αν με τη στατικότητα η Τσικλάμα γινόταν πραγματικότητα, δεν θα άξιζε η θυσία;
Και η αναζήτηση πήρε τη χειρότερη μορφή της. Δεν διασχίζαμε τον αέρα, δεν περιπλανιόμασταν σε ποικιλίες, αποχρώσεις και ατμούς νυκτερινούς. Εκ περιτροπής στεκόμασταν, στήλες άλατος, στη μια γωνιά της ζωηρής πλατείας ή στην άλλη και παρακολουθούσαμε τους περαστικούς. Και όπως ζηλεύαμε την κίνησή τους, τη ρωμαλέα ή μυστηριακή, κάναμε κύκλους γύρω από τον εαυτό μας ή σπρώχναμε ο ένας τον άλλον σε αδέξιες συμπλοκές.
Ένα βράδυ πίστεψα πως την είδα. Περπατούσε στην άκρη του πεζοδρομίου και λικνιζόταν υπερήφανα και τα μαλλιά τής χάιδευαν τους ώμους και ο κόσμος γύρω της υποχωρούσε έκθαμβος, συγκρατώντας φωνές, αναπνοές και ψιθύρους.
«Τη βρήκα», φώναξα έξαλλος στον Ντίνο και προσπάθησα να τον παρασύρω προς το μέρος της.
Αντιστάθηκε με περιφρόνηση:
«Βλάκα, δεν είναι αυτή».
Και η γοητεία της άγνωστης απότομα λύγισε, πουλί χτυπημένο από βόλι, και τότε αντίκρισα μια ασήμαντη, ψηλή ξανθιά, ακόμη πρόσεξα πως οι ομάδες γύρω της συνέχιζαν αδιάφορα τα λόγια, τα στοιχήματα και τα γελοία τζόκερ.
Γιατί εγώ αγαπούσα την Τσικλάμα που γλίστρησε από τον Ντίνο ευέλικτα και σιωπηλά, ακολουθώντας αυτόνομη πορεία – λάτρευα μια στάση ζωής, όχι μια εικόνα, αλλιώς θα ξεφύλλιζα πορνό περιοδικά.
Και η πλήξη μου στην πλατεία διπλασιάστηκε. Έχασα το δικαίωμα να ψάχνω με το βλέμμα στο πλήθος με τη συνεχή ροή, τώρα έπρεπε να κλειστώ σε γυάλα και να κατασκοπεύω αποκλειστικά την έκφραση του Ντίνου, εκείνη που θα έδινε το καίριο σύνθημα: «Ας τρέξουμε, η Τσικλάμα είναι εδώ». Και συχνά, ξεκινώντας για το ραντεβού των εννέα στο μετρό, προσπαθούσα να συμφιλιωθώ με τη ματαιότητα, γιατί σύμφωνα με τον νόμο των πιθανοτήτων μπορούσε να ενταφιασθεί στην Ομόνοια ολόκληρη η ζωή μας και η Τσικλάμα να κρύβεται πάντα σε άλλο ουρανό.
Η αλήθεια είναι πως η ακινησία μάς ανάγκασε να γνωριστούμε καλύτερα οι δυο μας. Ξεχάσαμε τα ουδέτερα θέματα περί κοινωνικής πολιτικής και διεθνούς οικονομίας που επιπόλαια αγγίζαμε ως τώρα και μιλήσαμε για τους εαυτούς μας. Του περιέγραψα τα παιδικά μου χρόνια στο Παγκράτι που με έκαναν εσωστρεφή και ευφάνταστο, μου εξομολογήθηκε πως η μητέρα του ζούσε ακόμη εξόριστη σε ένα χωριό της Μάνης και πως η φτώχεια έστειλε τα αδέλφια του σύσσωμα στην Αμερική.
Και καμιά φορά, καθώς κουβεντιάζαμε όρθιοι στην Ομόνοια τρώγοντας σπανακόπιτα ή σουβλάκι, είχα την αίσθηση πως την Τσικλάμα δεν την αγαπούσαμε ούτε εγώ ούτε εκείνος, η Τσικλάμα ήταν το διαλυτικό της μοναξιάς μας και εμείς δυο άνθρωποι που ήθελαν να κολυμπούν στις αθηναϊκές νύχτες με συντροφιά. Μα ήταν αίσθηση, όχι διαπίστωση, και σε δυο στιγμές υποχωρούσε.
Πώς ακριβώς γνωριστήκαμε το βράδυ εκείνο με επτά Ρουμάνους και τους ρωτήσαμε για τις νομιμοποιήσεις και το ΙΚΑ και όλα τα άθλια γραφειοκρατικά; Δεν θυμάμαι, όμως στη μνήμη μου χαράχτηκε ανεξίτηλα η δαιμονική έκφραση του Ντίνου καθώς άφηνε ένα κομμάτι λουκανικόπιτας να του γλιστρά από τα χείλη. Και δεν πίστεψα στα αυτιά μου, όταν τον άκουσα να φωνάζει με έξαψη:
«Να την!»
Και άρχισε ξαφνικά να τρέχει και έτρεξα πίσω του και εγώ, αδιαφορώντας που οι Ρουμάνοι με ακολουθούσαν έξαλλοι, γιατί μου είχαν δώσει τις πράσινες κάρτες τους με τις σφραγίδες των Αρχών για επίδειξη και εγώ δεν τις επέστρεψα, τις κρατούσα σφιχτά στο χέρι. Με πρόλαβαν στην αρχή της 3ης Σεπτεμβρίου, κολλημένο σε ένα Βόλβο με ευέξαπτο οδηγό που με έβριζε χυδαία, γιατί είχα παραβιάσει το κόκκινο των πεζών και αυτός «δεν σκόπευε να πληρώσει χρυσή την απόπειρα αυτοκτονίας μου, παρά τρίχα θα με έλιωνε σαν κουνούπι». Και οι Ρουμάνοι μού άρπαξαν τις πράσινες κάρτες βίαια και με στόλισαν με τη σειρά τους – σε γλώσσα που δεν καταλάβαινα, ευτυχώς.
Με την αναστάτωση έχασα τον Ντίνο, αλλά υπέθεσα πως αν έκανα τον γύρο της πλατείας κάπου θα τον συναντούσα με μια πανύψηλη ξανθιά. Η πορεία μου ήταν δύσκολη, γινόμουν βραδυκίνητος από άγχος και ολοένα σκόνταφτα σε καρότσια με περιοδικά και εφημερίδες, σε πολύχρωμες ομάδες αλλοδαπών, σε αυτάρεσκους Αθηναίους που τελείωναν τη νύχτα ή την ξεκινούσαν – αν και κυρίαρχο εμπόδιο παρέμεναν τα αυτοκίνητα που έτρεχαν άναρχα και εκνευρισμένα για το κέρδος δυο δευτερολέπτων ή για ένα υπεροπτικό ηθικό.
Τον διέκρινα στην αρχή της Σταδίου να κρατά μια γυναίκα που αντιστεκόταν και πάσχιζε να γλιστρήσει στο άπειρο, μακριά… Και αμέσως μετά πρόσεξα πως δυο αστυνομικοί τούς πλησίαζαν με καλπασμό αλόγων. Κατάλαβα πως το νευρικό σύστημα του Ντίνου είχε διαλυθεί και αντίκριζε οπτασίες. Γιατί δεν είχε ανακαλύψει την Τσικλάμα, η γυναίκα που αιχμαλώτισε ήταν ασυνήθιστα κοντή με μαλλιά σε χρώμα κάρβουνου, άρα δικαιολογημένα αντιδρούσε και ορθώς τους τριγύρισε η εξουσία – η άγνωστη έπρεπε να λυτρωθεί.
Λαχανιασμένος, στάθηκα πίσω από την πλάτη του και τον παρότρυνα με τρόμο:
«Άφησέ την, δεν είναι αυτή!»
Δεν μου έδωσε σημασία, νομίζω μάλιστα πως με έσπρωξε με τον αγκώνα του ασυναίσθητα, όπως τινάζουν από επάνω τους οι άνθρωποι αόρατες μύγες. Ύστερα αντάλλαξε συνωμοτικές φράσεις με την αστυνομία, φράσεις χωρίς κανένα οικείο κωδικό. Και τότε χάθηκα στο πανικόβλητο βλέμμα της κοντής γυναίκας που πια δεν προσπαθούσε να απομακρυνθεί, γιατί το χέρι της ήταν εγκλωβισμένο σε έναν μεταλλικό κρίκο που έστελνε ασημένιες αστραπές στη νύχτα – κύκλος ενωμένων αστεριών.
Έπεσα επάνω του με όλη τη δύναμή μου.
«Δεν είναι αυτή η Τσικλάμα», φώναξα, «σε παραπλάνησε η νύχτα».
Στράφηκε ενοχλημένος και διέκρινα πως ένα μικρό κομμάτι από λουκάνικο στεκόταν ακόμη κάτω από το στόμα του, εκδικητικό.
«Ποια Τσικλάμα;» ρώτησε απότομα.
«Για την Τσικλάμα δεν ψάχνουμε δυο μήνες τώρα; Για την παλιά σου αγάπη;»
Δεν είπε λέξη, αλλά από το βάθος άκουσα σειρήνες περιπολικών να καταφθάνουν και είδα τους αστυνομικούς να ανταλλάζουν βλέμματα αγανάκτησης.
«Φίλε», έκανε εχθρικά ένας από τους δυο, ο άσχημος, «η κυρία με τα βραχιόλια είναι η περίφημη Δαβάκη. Κατηγορείται για πορνεία, μαστροπεία, φόνους και εμπόριο ναρκωτικών και λιώσαμε τρία χρόνια μέχρι να τη μαγκώσουμε. Δεν στρίβεις να μας αφήσεις στη δουλειά μας;»
Βοήθησαν τον Ντίνο να βγάλει από το χέρι του τις χειροπέδες, εκείνες που τον ένωναν με την καταζητούμενη, σιαμαία άτυχης γέννας, της πέρασαν καινούργιες, ατομικές, και την έχωσαν σε ένα από τα περιπολικά που έριχναν στην πλατεία Ομονοίας γαλάζιες φλόγες, σε στροφές ρυθμικές και βάρβαρες.
«Τελικά τα κατάφερες», συγχάρηκαν τον Ντίνο πριν από την αλαζονική τους αναχώρηση, και τότε πρόσεξα πως εκείνος έκρυψε τις χειροπέδες στην τσέπη και πως στη ζώνη είχε ένα εξόγκωμα που θύμιζε περίστροφο – τουλάχιστον από ό,τι είχα δει στο σινεμά.
Μείναμε οι δυο μας χωρίς να αναζητάμε πια κανέναν και η παράφορη Ομόνοια σταδιακά άδειασε, ώσπου έγινε έρημος χωρίς όαση ή ψευδαισθήσεις, πλανητικό τοπίο εντελώς γυμνό.
«Δηλαδή, είσαι μπασκίνας;» ρώτησα κάποτε.
«Ναι», απάντησε αδιάφορα. «Πού βρίσκεις το κακό;»
«Και η Τσικλάμα;» επέμεινα άσκοπα.
Άπλωσε το χέρι του στον ώμο μου και με παρέσυρε προς την Πανεπιστημίου.
«Δεν θυμάμαι τι όνομα σου ανέφερα τότε», ομολόγησε ήπια. «Όμως, γιατί ασχολείσαι; Εγώ έκανα τη δουλειά μου και κυνηγούσα τη Δαβάκη και εσύ ξεσκούριασες στην Αθήνα της νύχτας, εκείνη που σου έκρυβε η κυριλέ αρραβωνιαστικιά. Λογικά δεν πρέπει να ενοχλείσαι, εκτός και αν ανήκεις στα αναρχικά φρικιά…»
«Εννοείς πως η Τσικλάμα δεν υπάρχει;» ρώτησα πάλι, κουραστικά και ανόητα.
Ούτε μου απάντησε, μόνο μου πρότεινε να πάμε στο Ιντεάλ και να γιορτάσουμε τη νίκη. Κερνούσε εκείνος, φυσικά.
Δεν πήγα, εμποδίστηκα από βασανιστικούς σπασμούς στο στομάχι. Και από την επόμενη πρόδωσα και τον Ντίνο και τα νυχτερινά μας ραντεβού και πέταξα και το κινητό μου σε ένα σκουπιδοτενεκέ της Έσλιν, ώστε να μη με ταράξει ο ήχος της φωνής του πια ποτέ.
Για ένα τρίμηνο κλείστηκα πεισματικά στο σπίτι και αρνιόμουν να κοιτάξω ακόμη και το φεγγάρι, ιδιαίτερα το βράδυ που έκαψα τα νυχτικά και τα σανδάλια της Τσικλάμα τελετουργικά.
Κάποια μεσάνυχτα θυμήθηκα την Ντέπυ. Της τηλεφώνησα και της είπα πως συμβιβαζόμουν στα εκατόν τριάντα τετραγωνικά του ρετιρέ που θα φωτίζονται από τη Μικρή και τη Μεγάλη Άρκτο. Αλλά για πραγματικότητες ήταν αργά. Η Ντέπυ τώρα ύφαινε τα όνειρά της με κάποιον άλλον.

Νένη Ευθυμιάδη, «Τσικλάμα», Η Αθήνα τη νύχτα, Intrabooks, Αθήνα 2006, σ. 52-59.