Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΧειροποίητη πόλη: Η Αθήνα ανάμεσα στο ναι και το όχι
Πλατεία χιλιοπατημένη από γενιές που ήρθαν, άκουσαν τους ηγέτες τους κι έφυγαν αναβάλλοντας για την επόμενη φορά την οριστική τους κρίση. Το μέρος όμως καταφέρνει να μην ξεπέφτει πολύ στις συνειδήσεις, επειδή απευθύνεται πάντα στην προσδοκία της συμμετοχής. Όταν σας διαψεύδουν οι συγκεντρώσεις με τα συνθήματα που αντηχούν στον αέρα, μένουν οι δημόσιες τελετές, η αίσθηση πως βρίσκεται κανείς εκεί όπου αναπαρίστανται τα μεγάλα και τα σπουδαία. Η αντιπρόταση δεν είναι και πολύ πειστική για τους ενήλικες, σαγηνεύει όμως τα παιδιά και μαζί μ’ αυτά παρασύρονται κάποτε κι εκείνοι. Ανεβαίνοντας αργά τα σκαλιά προς τη Βασιλίσσης Όλγας, γύριζα πίσω, πολύ πριν απ’ τις διακηρύξεις και τους αλαλαγμούς και το δίλημμα της ψήφου. Στεκόμουν στο πεζοδρόμιο, αβέβαιος για την ηλικία με την οποία βρισκόμουν εδώ, όταν ξαφνικά μια δύναμη παλινδρομική μ’ έσπρωξε απαλά απέναντι, στους ευζώνους, ακούνητους κι αγέλαστους, στις λιακάδες των παιδικών περιπάτων και σε κάποιες μέρες ξεχωριστές που δεν τις έχανα ποτέ. Στις παρελάσεις ένα παιδί σήκωνε ψηλά το σημαιάκι του κι απελπιζόταν που το χαρτί τα έβλεπε όλα, πάνω απ’ τα κεφάλια των μεγάλων, ενώ εκείνο τίποτα, ώσπου να το σηκώσουν και να το βάλουν σε κάποιον τράχηλο· τότε επιτέλους βρισκόταν στο ύψος των περιστάσεων. Καμιά ανησυχία για τον ορυμαγδό των μηχανών. Περνούσαν πάνω στην άσφαλτο τα πυροβόλα και τα αεροπλάνα στον ουρανό, μόνο για να συνθέσουν μια συμφωνία από κρουστά και γρανάζια, συνοδεία για τις χαμηλές πτήσεις των περιστεριών που έσπευδαν να πάρουν την τροφή τους πιο πίσω, στο πλάτωμα, όπου τα περίμεναν μ’ ανοιχτές τις παλάμες τους παιδιά ακίνητα και σοβαρά. Τα τάιζαν και μεγάλωναν μ’ αυτή την ευθύνη που είχαν αναλάβει, μελλοντικοί κηδεμόνες κι άγνωστοι στρατιώτες, που τη μια κοιτούσαν έκθαμβοι τους αιθέρες με τα μαύρα γεράκια σε σχηματισμούς και την άλλη τα πετούμενα που ’χαν κατέβει στη γη για να επιζήσουν. Άσφαιρη μέρα, όλο φτεροκοπήματα. Αποχωρούσε πιο πέρα ο Άρης στιβαρός, έπαυαν τα εμβατήρια, έμελπε ο αέρας, λόχοι μητέρων ετοίμαζαν κοκκινιστό. Πέρασαν, έτσι, κάποιες επέτειοι σαν Κυριακές.
Σήμερα όλη η πόλη με αναγκάζει να ξεχνώ τις αργίες. Όπως κάθε μεγαλούπολη, έτσι κι αυτή ευνοεί την ασταμάτητη κίνηση κι απεχθάνεται τις ανακοπές. Μία απ’ αυτές θα μπορούσε να εξαρθρώσει τον μηχανισμό της και θα ’πρεπε τότε να μπουν απ’ την αρχή τα μέρη, ένα προς ένα, στη σωστή τους θέση. Γι’ αυτό, ακόμη και η Πλατεία Συντάγματος, επιστρέφει στα γρήγορα στη συνηθισμένη κατάσταση, ύστερα από κάθε της έξαρση. Αφήνοντάς την, απομακρύνομαι από τον χώρο των κορυφώσεων –πραγματικών ή μη, δεν μ’ ενδιαφέρει– και παρασύρομαι απ’ την ισόπεδη κίνηση πεζών και οχημάτων. Οδεύω προς το κέντρο. Στη γωνία της «Μεγάλης Βρετανίας» ένας τροχονόμος σταυρωνόταν για χάρη της κυκλοφορίας. Ήταν προμήνυμα για το τι θα ακολουθούσε· δίστασα. Αν έπαιρνα τη Βασιλίσσης Σοφίας θα ξέφευγα απ’ το μαρτύριο και θα βάδιζα κάτω απ’ το βλέμμα των πρεσβειών, αδιάφορων για το παίδεμα των κατοίκων. Αυτό όμως, όχι, Θα πήγαινα αντίθετα, εκεί όπου η αναπνοή λιγοστεύει.
Η Πανεπιστημίου με ωθούσε κιόλας προς τον σκοπό μου. Τουλάχιστον εδώ τα κτίρια συμμερίζονται τα πάθη των πνευμόνων, σημαδεμένα τα ίδια από ανεξίτηλες φθορές. Όλοι είναι θύματα των αερίων, κτίρια, πεζοί κι οδηγοί. Οι τελευταίοι όμως το αρνούνται. Τους βλέπεις να πιάνουν το τιμόνι γεμάτοι σιγουριά για τα πενήντα επόμενα μέτρα, με το μονό ή ζυγό τους πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων που την άλλη μέρα θα το έχουν αυτοί. Ένας ξένος θ’ αργούσε πολύ να καταλάβει γιατί αποστρέφονται με τόσο πείσμα το γεγονός ότι το απόκτημά τους έπαψε ήδη να είναι εγγύηση ευκινησίας. Αν το σκέφτονταν, θα ήταν μια πρώιμη καταστροφή. Σ’ άλλες μεγαλουπόλεις η συμφόρηση της κυκλοφορίας αποτελεί τη χρόνια ασθένεια ενός κουρασμένου οργανισμού. Στην Αθήνα είναι το έμφραγμα που χτυπά ξαφνικά όσους άρχισαν μόλις να χαίρονται τις καταχρήσεις.
Κάθε τόσο μια ξαφνική παρέκκλιση ή στάθμευση αναστατώνει τη ροή, όλοι αγανακτούν κι έπειτα η τάξη αποκαθίσταται το ίδιο παράνομα όπως ανατράπηκε. Οι οδηγοί παίζουν όπως τα νήπια, ταλαιπωρώντας με τα χέρια τους εκείνα τα παιγνίδια που αγαπάνε περισσότερο. Με τα αμαξάκια τους βγαίνει περίπατο η περιέργεια, που δεν λέει να εξαντληθεί. Όλο και κάτι θα συναντήσουν και δεν το ’χουν σε τίποτα να το αναζητήσουν στο κέντρο, σ’ ένα προάστιο ή σε μια λεωφόρο προς την εξοχή, τρέχοντας βιδωμένοι στο κάθισμά τους. Περιεργάζονται ακόμη την πόλη τους ξεφυλλίζοντας τις εικόνες της εν κινήσει κι αυτό σημαίνει πως δεν κυλάνε στους δρόμους όπως μια μάζα σε σωλήνες. Με το παραμικρό ανοίγει μια τρύπα στον αγωγό και τα φρένα στριγγλίζουν. Από εκείνο το αυτοκίνητο που σταμάτησε απότομα πετάγονται έξω δύο άνδρες, λες και είδαν ξαφνικά τον ισόβιο οφειλέτη τους λίγο πριν στρίψει στη γωνία. Δεν είναι αυτός, ένας γνωστός τους φαίνεται πως είναι. Λίγο παρακάτω δεν αποκλείεται κι άλλο σταμάτημα, αν θυμηθούν πως ξέχασαν κάτι ακόμη για το σπίτι, η τελευταία αγοραστική έμπνευση πριν τους βρει η άθλια και στεγνή νύχτα, κι ενώ η μηχανή τους περιμένει αναμμένη και πιστή σαν αγροίκος σωματοφύλακας, αδιάφορη για τους οδηγούς που ακολουθούν και διαολίζονται. Φαίνεται περίεργο που δεν δείχνουν κάποια κατανόηση. Όλοι μπορούν να σταματήσουν σε οποιοδήποτε σημείο, θα έρθει κι εκείνων η σειρά. Εξάλλου γιατί να μην το κάνουν; Το αυτοκίνητο δεν αγοράστηκε για να τηρεί τους κώδικες, αλλά για να αυξάνει τα συμβάντα. Όπου περνά ξεσηκώνει πιθανότητες αλλαγής· υπάρχουν κι άλλοι τόποι για να τους δει κανείς και να τους παραβάλει με το δικό του, αποφασίζοντας ίσως μια μετακίνηση προς το καλύτερο. Όσοι μένουν πίσω μακαρίζουν εκείνους που σ’ ένα λεπτό πολλαπλασιάζουν τις ευκαιρίες τους να δουν και να ’χουν να λένε γι’ αυτά που είδαν. Είχα ακούσει πριν από καιρό μια γριά που εκμυστηρευόταν στη γειτόνισσά της τη μεγαλύτερη επιθυμία της: να ’ρχεται, λέει, κάθε απόγευμα μια κούρσα με τον γιο της να την παίρνει για βόλτα. Οι τιμές της επιβίβασης υπό συνοδείαν, το γόητρο να μεταφέρεται κανείς από κει που βρίσκεται καθηλωμένος κάπου αλλού, από δυνάμεις που δεν υπακούουν στο σώμα, αλλά στον νου και στην ακόρεστη δίψα για το σεργιάνι, το άσκοπο και αποκαλυπτικό. Ποιος αγνοεί πως αυτές οι ανάγκες δίνουν ακόμη κάποια προστάγματα στις μηχανές; Για να γίνει το αυτοκίνητο απλό «μέσον» κυκλοφορίας πρέπει πρώτα να ξεθωριάσουν μερικές μνήμες. Ακόμα θυμούνται οι άνδρες οδηγοί τις σόλες που έλιωσαν στο πατίνι –πρώτο τροχοφόρο για αγόρια ξαναμμένα από το όνειρο του τιμονιέρη– κι είναι περήφανοι που τώρα πατάνε το γκάζι. Όσο για τις γυναίκες, είναι πολύ ευχαριστημένες που περνάνε ανάμεσα στους άνδρες θωρακισμένες σ’ ένα δικό τους όχημα, κάνοντας μερικούς οδηγούς να απορούν ή να ερεθίζονται, με το ένα χέρι τους κρεμασμένο απ’ το παράθυρο σαν περισσευούμενο όργανο, ανίκανο να τις πιάσει και να τις επαναφέρει στο σπίτι.
Ωστόσο, μέρα με τη μέρα τα πράγματα χειροτερεύουν στην άσφαλτο. Όσο περισσότερο οι μηχανοκίνητοι ίπποι δυσκολεύονται να τρέξουν τόσο οι κάτοχοί τους τους παροτρύνουν ανήσυχοι, καθώς βλέπουν τους ανταγωνιστές τους ν’ αυξάνουν. Σε παράλληλες πορείες με τα τροχοφόρα οι διαβάτες αλληλοϋποβλέπονται κι αυτοί, προσπαθώντας με σκουντήματα να ανοίξουν δίοδο ανάμεσα σ’ εκείνους που προπορεύονται και που, σαν να το κάνουν επίτηδες, μπαίνουν διαρκώς μπροστά τους ή παραμερίζουν ξαφνικά, οπότε έρχονται κατά πάνω τους οι πεζοί από το αντίθετο ρεύμα και σημειώνονται οι πιο ψυχροί εναγκαλισμοί μεταξύ ανθρώπων. Αυτά τα προβλήματα όμως πρέπει κάπως να μετριάζονται, δεν μπορεί η πόλη ν’ αφήνει τους διαβάτες να αποχωρούν απ’ το κέντρο της με τόσο κακές εντυπώσεις. Με κάποια σήματα προσπαθεί να τους κάνει να δουν τα πράγματα λίγο διαφορετικά. Να, εκεί πάνω, οι αστέρες στις γιγαντοαφίσες που σκεπάζουν τους τοίχους απέναντι απ’ του «Λαμπρόπουλου», χαμογελούν και σήμερα, βλέποντας απ’ το ύψος τους τα μικρά εργαζόμενα πλάσματα να τρέχουν κατσούφικα για ν’ ανέβουν στο τρόλλεϋ. Θα ’ταν καλό γι’ αυτά να κοίταγαν για μια στιγμή προς τα πάνω. Δεν θα ’πρεπε όμως να ξανακοιτάξουν καθώς θα προχωρούσαν, γιατί τότε θα πρόσεχαν από διαγώνια θέση πόσο αλλοιώθηκαν οι φυσιογνωμίες των ειδώλων τους, οι τυπωμένες ειδικά για να τους φτιάχνουν τη διάθεση. Έγιναν μορφασμοί τα τεράστια χαμόγελα, απολιθωμένες γκριμάτσες, έφυγε η επιτυχία, πέταξε. Οι δισδιάστατοι γίγαντες αρρώστησαν απ’ τη στιγμή που το βλέμμα τους προσπέρασε. Χάρτινα σκιάχτρα, περίλυπα, που περιμένουν το επόμενο κύμα από ανθρωπάκια να περάσει από κάτω και να τους προσέξει για λίγο, όσο να ετοιμάσει το λαμπερό προσωπείο του ο ανταγωνιστής. Ένα πρωί θα τα επικαλύψουν, θ’ αρχίσει η διαμάχη για το ποιος θα μείνει πάνω στα ταμπλό κι ο διαβάτης θα δει τη φωτογραφία κάποιου διάσημου τραγουδιστή ξεσκισμένη. Ένα κομμάτι του φρυδιού έχει αφαιρεθεί κατεβάζοντας την ανιούσα της αυτοπεποίθησης σε κατιούσα δαρμένου ανθρώπου, φαίνεται η άσπρη και κρύα του σάρκα, το φριχτό «από πίσω» της ζωντάνιας. Διακρίνεται ακόμη, πιο μέσα, ένα κομμάτι χαρτιού που αναγγέλλει μια παλιά συναυλία κι ένα ακόμη που δείχνει μονόφθαλμη την αισιοδοξία ενός γνωστού πολιτευτή. Αποκαλυπτήρια δημόσια και τερατώδη.