Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΦακός στο στόμα
Ανοίγω μια παρένθεση στη μνήμη. Συνάντησα τον Α. πριν από μερικές ημέρες στο αμαξοστάσιο των λεωφορείων. Καθόμασταν σε διπλανά παγκάκια περιμένοντας για το ίδιο δρομολόγιο. Ήταν περίπου στα πενήντα και τα μαλλιά του απέκρυπταν το πρόσωπο καθώς έσκυβε πάνω στο καρότσι με τα υπάρχοντά του. Φορούσε ένα μπλε πουκάμισο. Ισχνός και ταλαιπωρημένος. Τα χέρια του ήταν λεπτόκαμωμένα, σημαδεμένα από χαρακιές και μώλωπες. Κοιτούσε την άσφαλτο μιλώντας σιγανόφωνα με κάποιον υπάλληλο που έμοιαζε να τον γνωρίζει και να ανέχεται την παρουσία του στον σταθμό. Μόλις απομακρύνθηκε ο συνομιλητής του, ο Α. σηκώθηκε με αργές κινήσεις για να κοιτάξει μέσα στον κοντινό σκουπιδοτενεκέ. Βρήκε ένα κύπελλο φαστφουντάδικου που περιείχε μόνο πάγο. Επέστρεφε στη θέση του και άρχισε να μασά με νευρικές κινήσεις τα παγάκια, αγνοώντας τους γύρω του.
Κάποια στιγμή με κοίταξε πάνω από τον ώμο. Είχε γένια δύο ημερών. Το ζωηρό βλέμμα ερχόταν σε αντίθεση με το παρουσιαστικό του. Ανέδινε εκείνη την οξεία δυσάρεστη μυρωδιά του άπλυτου ανθρώπινου σώματος.
«Τι κάνεις;» είπα.
«Εντάξει» αποκρίθηκε μονολεκτικά κοιτώντας με.
Δεν περίμενα να μου απαντήσει.
Μεταφέρω ό,τι θυμάμαι από την κουβέντα μας. Έχει χαθεί από τη μνήμη η προφορικότητα της ομιλίας, πάντως μιλούσε με λόγια στρωτά και κατανοητά. Δεν ήταν από τις χειρότερες των περιπτώσεων. Συζητήσαμε για τον καιρό και από πότε βρισκόταν στον δρόμο. Με ρώτησε τι έκανα και -με επιφύλαξη- του είπα την αλήθεια: έγραφα. Δεν τον πείραζε να μιλήσει με έναν συγγραφέα. Δεν ρώτησε τίποτε περισσότερο.
«Έχω έναν χρόνο» συνέχισε. «Είμαι 53, αλλά έχω χρόνιο εμφύσημα. Δυσκολεύομαι ν' αναπνεύσω. Όταν πέσεις έξω, είναι δύσκολο να ξανασηκωθείς. Δεν μπορείς να βγεις απ' το πεζοδρόμιο».
«Πόσο καιρό είσαι έξω;»
«Έναν χρόνο, είπα. Από τότε που ήρθα».
«Ναι. Από πού έρχεσαι;»
«Ε, από την επαρχία… Αποφάσισα να έρθω στην Αθήνα γιατί ήμουν και πριν εδώ, κατάλαβες; Είναι άσχημο να είσαι στον δρόμο εδώ. Αλλά τουλάχιστον μπορείς να βρεις κάτι να φας μια φορά στο τόσο».
«Τι δουλειά έκανες;»
«Υδραυλικά».
«Και είσαι καλά εδώ;»
«Ναι. Η αστυνομία τις περισσότερες φορές δεν νοιάζεται. Και να σε μαζέψουν σε πετάν' έξω. Τους ζήτησα μια φορά να με κρατήσουν. Δεν έχουμε χώρο για σας εδώ, λέει».
«Η αστυνομία;»
«Ναι. "Δεν μ' αφήνετε να περάσω μερικές ώρες τη νύχτα;" είπα. "Όχι" μου λένε».
«Πού μένεις συνήθως;»
«Στον δρόμο. Χαρτόνια… Στο πάρκο… Κοιμόμουν και στα παγκάκια κι έτρωγα στο συσσίτιο. Ολόκληρους μήνες δεν μπορούσα καν να πλυθώ. Κανείς δεν παίρνει έναν πενηντάρη για δουλειά. Πόσο μάλλον όταν βρωμάει απ' την απλυσιά. Μετά άρχισα να μαζεύω και χαρτί για ανακύκλωση. Πήρα μια γνωμάτευση από έναν γιατρό ότι είμαι χρόνια άρρωστος».
Καθώς ανέφερε τη γνωμάτευση παρατήρησα μέσα από το πουκάμισο έναν λευκό αυτοκόλλητο επίδεσμο ψηλά στο στέρνο. Άρχισε να βήχει.
«Καλά μιλάμε».
«Αλήθεια;» είπα έκπληκτος.
«Ναι. Είναι καλό να μιλάς σε κάποιον».
Απλώς κούνησα το κεφάλι αφήνοντας τον να πει ό,τι είχε στον νου.
«Λοιπόν, πολλοί είναι καινούργιοι στον δρόμο. Παίρνουν μια μικρή σύνταξη και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, απλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, οπότε κάθονται έξω στον δρόμο και μένουν εδώ. Δεν μπορούν να πληρώσουν ενοίκιο. Και προσπαθούν να σε ρίξουν. Αν προσπαθήσεις να μοιραστείς ένα δωμάτιο μια στο τόσο, δεν θα πληρώσουν, κατάλαβες;»
«Τι εννοείς; Να μοιραστείτε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου;»
«Ναι, κάποια νύχτα για να κάνεις ένα μπάνιο και να κοιμηθείς».
«Ναι, ξέρω. Πες μου για το τι συνέβη όταν αρρώστησες. Έχεις οικογένεια;»
«Δεν έχω οικογένεια ούτε συγγενείς. Θέλω να βγω απ' τον δρόμο, αλλά δεν υπάρχει κανένας τρόπος».
Σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα.
«Παίρνω προνοιακό 260 ευρώ, αλλά δεν πήρα την επιταγή μου αυτό το δίμηνο. Δεν ξέρω τι συνέβη. Άλλοι με περισσότερα μένουν κι αυτοί στον δρόμο».
«Από πού την εισπράττεις;»
«Σε θυρίδα».
«Ο.Κ.» είπα.
«Δεν πήρα την επιταγή μου κι όλα ήρθαν άνω-κάτω».
«Γιατί δεν ήρθε;»
«Δεν ξέρω, την έχασα».
«Περνάς πολύ καιρό εδώ;»
«Ναι. Όσο έρχονται τα λεωφορεία».
«Εντάξει» απάντησα.
«Είναι δύσκολο, γερνάς, πεθαίνεις, δεν έχεις οικογένεια και είσαι άστεγος και δεν μπορείς να βγεις απ' τον δρόμο. Άσε… Ειλικρινά, δεν θέλω να ζήσω άλλο. Αλλά δεν θέλω να σκοτωθώ. Ακόμα και σήμερα σκέφτηκα, απλώς θα πέσω μπροστά σε ένα από αυτά τα λεωφορεία, κατάλαβες; Αλλά να βγεις απ' τον δρόμο είναι σχεδόν αδύνατον».
«Δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω να βοηθήσει;»
Η απάντηση του ήταν ένας βραχνός καγχασμός. Ξαφνικά σηκώθηκε και πλησίασε έναν περαστικό που μόλις πέταξε το τσιγάρο του. Στάθηκε όρθιος ανάμεσα στον κόσμο και έριξε πίσω το κεφάλι τραβώντας μια ρουφηξιά.
[…]
«Έχεις φίλους εδώ; Σε είδα πριν να μιλάς με εκείνον εκεί τον τύπο με την γκρίζα γενειάδα».
«Είναι άστεγος. Έμενε στο πάρκο. Οι μπάτσοι τελικά πήραν περίπου καμιά πενηνταριά και τους μάζεψαν. Μου είπε ότι τώρα μένει πίσω από τη δημοτική βιβλιοθήκη, στο πίσω μέρος της βιβλιοθήκης».
«Ναι, ξέρω. Έχεις μείνει κι εσύ εκεί πέρα;»
«Μια νύχτα. Είναι πολύ υγρό το χώμα και κρύο. Σηκώνεσαι πιασμένος».
Σώπασα για λίγο. Ο Α. κατσούφιασε, δεν έβγαλε άχνα, μόνο κράτησε το βλέμμα στυλωμένο στις μανούβρες των λεωφορείων.
«Λοιπόν, πώς τα βγάζεις πέρα; Από φαγητό;»
«Κοίτα, τώρα είμαι πεινασμένος σαν διάολος. Είμαι πολύ αδύναμος αυτήν τη στιγμή, μετά βίας σέρνω τα πόδια μου. Αλλά θα μου πάρεις κάτι να φάω, ε; Και μερικές φορές πρέπει απλά να τη βγάλω πεινασμένος, φίλε. Ψάχνω στα σκουπίδια. Δεν μπορώ να πάω σε αυτά τα μέρη για φαγητό, δεν ξέρω πού είναι και αλλάζουν όλη την ώρα…»
«Εννοείς τα κέντρα σίτισης;»
«Ναι, αλλά είναι μακριά και δεν μπορώ να περπατήσω. Όταν κατεβείς από το λεωφορείο είναι περίπου τρία τετράγωνα. Και δεν μπορώ καν να πάρω τα πόδια μου» αναστέναξε.
«Οι οδηγοί σε αφήνουν ν' ανέβεις στο λεωφορείο;»
«Πολύ σπάνια. Μία φορά ίσως, και μοναδική».
Μετά από μια σύντομη παύση, ο Α. άλλαξε θέμα.
«Είμαι άρρωστος. Χέζομαι πάνω μου, γυρνάω με σκατά στο παντελόνι μου, τα βγάζω με το χέρι, είναι απαίσιο, καταλαβαίνεις;»
Και πάλι η ίδια σκέψη στον νου: πόσο δυσάρεστη μπορεί να είναι η μυρωδιά του ανθρώπινου σώματος. Αυτήν τη φορά δεν αντιμετώπιζε το πρόβλημα που μου εξομολογήθηκε, αλλά το άπλυτο κορμί του ανέδινε μια οσμή που έμοιαζε με διαβρωτικό οργανικό οξύ.
«Δεν θέλω να συνεχίσω, αυτό δεν είναι ζωή».
«Ναι, εγώ…» ψέλλισα προσπαθώντας να βρω μια κατάλληλη απάντηση.
Έχουν περάσει κάμποσες μέρες. Διαβάζω τώρα τις σημειώσεις που κράτησα με βιασύνη μετά την κουβέντα μας και δεν ξαφνιάζομαι από τις αντιφάσεις του Α. Από τη μια πλευρά, ήταν ένας άνθρωπος που βρισκόταν σε απόλυτη ανάγκη, που έμοιαζε να είναι θύμα των αντίξοων συνθηκών της σημερινής πραγματικότητας, δίχως κοινωνική ασφάλιση, δίχως στέγη και οικογένεια που θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Από την άλλη, η κατάστασή του καθιστούσε σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε επικοινωνία με τις όντως ισχνές κοινωνικές υπηρεσίες για τους αστέγους. Την ίδια στιγμή εισέπραττε -για πόσο ακόμη; - ένα μικρό επίδομα που του εξασφάλιζε το ελάχιστο της επιβίωσης. Εξακολουθούσε να καπνίζει παρά το εμφύσημα. Σίγουρα θα έπινε σε κάθε ευκαιρία. Κατρακυλούσε ολοένα και περισσότερο. Ο Α., όμως, δεν ήταν ολοκληρωτικά εξαθλιωμένος. Βρισκόταν ακριβώς στο όριο της εξαθλίωσης. Σε εκείνο το μεταιχμιακό σημείο όπου θα μπορούσε να σωθεί αν η ζωή γύρω μας ήταν διαφορετική. Δυστυχώς για εκείνον ήταν ήδη καταδικασμένος.
«Ναι» είπα, επειδή δεν μπορούσα να προσθέσω κάτι ελπιδοφόρο για εκείνον.
Χρήστος Χρυσόπουλος, Φακός στο στόμα. Ένα χρονικό για την Αθήνα, Πόλις, 2012, σ. 34-38 & 44-46.