Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Χειροποίητη πόλη. Η Αθήνα ανάμεσα στο ναι και το όχι

[…] Συνοικία των ισογείων, το Μεταξουργείο μαζεύεται σε μερικά τετράγωνα πίσω από τα πολυώροφα κτίρια της Πειραιώς, αντικοινωνικό, θορυβημένο από τις αλλεπάλληλες προτάσεις για αντιπαροχή, βλέποντας με δυσπιστία πιο μακριά τους γυάλινους πύργους με τ’ αμέτρητα γραφεία και τους φωσφορίζοντες ηλεκτρονικούς εγκεφάλους. Μια απ’ αυτές τις μηχανές θα ’χε δώσει εντολή ν’ αλλάξει η φυσιογνωμία της γειτονιάς κι εκείνη είχε αρχίσει πια να συζητάει τους όρους. Κι όσο διαρκούν οι διαπραγματεύσεις, οι στενοί δρόμοι σιγούν, το ίδιο και τα σπίτια με τα σφαλιστά παράθυρα, γειτονιές ολόκληρες που μοιάζουν εγκαταλειμμένες πολλές ώρες, αδιάφορες για την έκβαση που θα τις αλλάξει είτε το θέλουν είτε όχι. Ως τότε όμως δεν επιτρέπεται να περιδιαβεί κανείς αυτό το μέρος όπως οποιαδήποτε άλλη συνοικία, με το ύφος του αργόσχολου περιηγητή, εντοπίζοντας τις αναιμικές ώχρες των τοίχων, τους διακοσμητικούς κοχλίες στις καγκελόπορτες, κάθε γραφικότητα που θα του τύχει μπροστά του. Αν επιχειρήσει να περπατήσει έτσι, πολύ πιθανό να τον χτυπήσει κατακούτελα μια πετριά απ’ τη σφενδόνα του χρόνου. Ένας άφαντος διαβολάκος σημαδεύει τους ανίδεους ειδοποιώντας τους πως βαδίζουν στην πρώτη εργατική συνοικία και πως δεν ξεμπερδεύουν έτσι πρόσχαρα με την ιστορία της. Δεν υπάρχει ούτε ένα από τα σοκάκια της που θα κολακευόταν ιδιαίτερα αν το φωτογράφιζαν. Θα περίμενε άλλη μεταχείριση: να το κοιτάξουν σαν να αποτίουν φόρο τιμής στα επεισόδια που γνώρισε, παιδικά ή αιματηρά, και ν’ αφουγκραστούν τη σιωπή του που ανασύρει τις παλιές φωνές μέσα απ’ τις αυλές των σπιτιών. Για λίγες στιγμές μια έρημη αυλή κατοικείται και πάλι. Ακούγεται το ροβόλημα των ζαριών, κι από ένα ραδιόφωνο η Νίνου αναγγέλλει έναν ακόμη έρωτα που χαραμίστηκε. Την ώρα που τσιρίζει το μωρό, οι σύζυγοι αρχίζουν τη μέρα βλοσυροί ανάβοντας τα τσακμάκια τους, ενώ δίπλα η Μοιχεία χαρούμενη κοιτάζεται στον καθρέφτη της μουρμουρίζοντας ένα σκοπό αφιερωμένο σ’ αυτό το υπέροχο, άμεμπτο πρωινό. Είναι ευχαριστημένη που δεν την υποψιάστηκε κανείς. Έτσι νομίζει κι αυτό είναι το μοιραίο της λάθος. Γιατί επιστρέφοντας τα μεσάνυχτα, ήχησαν τα τακούνια της στο άσπονδο πλακόστρωτο και ξύπνησαν εκείνη ακριβώς τη γειτόνισσα που δεν έπρεπε. Γυναίκες της αυλής που εκμυστηρεύονταν η μια στην άλλη, που συνέπασχαν ή αρπάζονταν, κάποτε, απ’ τα μαλλιά κι άλλες, ανύπαντρες, που ρούφαγαν τα στρουμπουλά αγόρια, που μέχρι χτες μπουσούλαγαν και δεν ήξεραν τίποτα ν’ ανταποδώσουν, ζουληγμένα απ’ την απελπισία της νονάς και φίλης της, με βρεμένα τα μάγουλα απ’ τα δάκρυα των αρραβώνων που εκείνες δεν μπόρεσαν να κάνουν ποτέ.
Σ’ έναν πεζόδρομο πιο πέρα με χαμόσπιτα και στις δύο πλευρές του μερικές μουσουλμάνες με μεγάλα σκουλαρίκια στ’ αυτιά κουβεντιάζουν και κακαρίζουν δυνατά καθισμένες σε καφάσια που ’χουν βάλει μπροστά απ’ τις πόρτες τους. Η εμφάνισή μου τις σταματά. Στυλώνουν πάνω μου το μαύρο τους μάτι και κάνοντάς με να νιώσω σαν επιθεωρητής της υπηρεσίας αλλοδαπών καταφέρνουν να με κρατήσουν σε απόσταση. Το μόνο που μπόρεσα να μάθω ρωτώντας τες ήταν πως ήρθαν απ’ το Διδυμότειχο και πως οι άνδρες τους δουλεύουν στα κοντινά συνεργεία. Θα τους δω μέσα απ’ τις μεγάλες εισόδους των φανοποιείων και των ξυλουργείων να κουβαλάνε υλικά, κάτω από τις οδηγίες των αφεντικών τους. Νεόκοποι οι εργοδότες, δεν έχουν ακόμη καλοκαταλάβει πως αυτό που τους συμβαίνει είναι αληθινό, να ’χουν ξεφύγει απ’ τη μοίρα του πατέρα τους και του παππού τους που ήταν εργάτες στου Πουλόπουλου ή στο Γκάζι κι απ’ το μαράζι της γιαγιάς τους που μέσα στο εργοστάσιο της περιοχής άφησε να της φύγουν μέσα απ’ τα δάκτυλα χιλιόμετρα μεταξωτής κλωστής.
Σήμερα, πίσω από την ψηλή μάντρα της κατοικίας του πρώην εργοστασιάρχη πυκνά φυτά ανεβαίνουν ακόμη ως τον πάνω όροφο. Τα φροντίζουν, φαίνεται, πολύ οι κληρονόμοι κι έτσι η διαφορά ανάμεσα στο γέρικο αρχοντικό και στα σπιτόπουλα δίπλα του θα ’μοιαζε όπως παλιά αγεφύρωτη, αν δεν ήταν τόσο πολλά τα γκρεμίσματα στην περιοχή και η απειλή της κατάρρευσης κοινή και για τα δύο. Μέσα από μεγάλες τρύπες στους τοίχους διακρίνονται τα νεκρά σωθικά των σπιτιών τυλιγμένα σε λεπτή σκόνη που αναθρώσκει εις μνήμην τους. Αν μείνει όμως κανείς λίγο παραπάνω στους δρόμους αυτούς, θα δει πως μέσα στην τέφρα κάποιες σπίθες διατηρούνται ακόμη. Από μόνες τους ή από κάποιο στοιχείο εγρήγορσης που γυρίζει παντού και υποδαυλίζει οτιδήποτε πάει να σβήσει. Άλλες παλιές συνοικίες χρωστάνε την αναζωογόνησή τους στην εμπορική εκμετάλλευση που σκαρφίζονται οι οργανωτές της ψυχαγωγίας. Στο Θησείο αποκαθιστούν τα νεοκλασικά για να προσκαλέσουν εκεί τη νεολαία, εντυπωσιάζοντάς τη με την αντίθεση ανάμεσα στη μοντέρνα επίπλωση και τα ροδόχροα γύψινα της οροφής. ή προσφέρουν δείπνα με μελαγχολική υπόκρουση και τσουχτερές τιμές, συνδυασμός που περιποιεί τιμήν στους μεσήλικες. Τα Πετράλωνα πάλι βασίζονται στις ταβέρνες τους και στην υπόσχεση που δίνουν για σπιτική ατμόσφαιρα σε όσους δεν τους χωράει το σπίτι τους. Εδώ όμως όπου τα σπίτια βουλιάζουν στο έδαφος, καμία επιχειρηματική υστεροβουλία δεν έχει ακόμη αναδείξει ένα ελάττωμα σε προτέρημα. Η αποσύνθεση δεν έχει αναχθεί σε διακόσμηση «εποχής» για απαιτητικούς και ιδιότροπους πελάτες.

Βασίλης Καραποστόλης, Χειροποίητη πόλη. Η Αθήνα ανάμεσα στο ναι και το όχι, Αλεξάνδρεια, 1995, σ. 46-49.