Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΟ Θησέας σώζων την Ιπποδάμειαν
[…] Τα τελευταία χρόνια η πλατεία γέμισε μετανάστες που δίνουν στην περιοχή όψη κοσμοπολίτικης λαϊκής αγοράς. Στην είσοδο του πατρικού μου, στο νούμερο 12 της οδού Χέυδεν –με τον εμβληματικό κερδώο όσο και ψυχοπομπό Ερμή χαραγμένο στο υπέρθυρο της πολυκατοικίας χτισμένης στη δεκαετία του ’30– απλώνουν την πολύχρωμη πραμάτεια τους Νιγηριανοί, Άραβες, Πακιστανοί και άλλοι εξωτικοί. Χράμια, φυλαχτά, ζώα από αφρικάνικο ξύλο, κασκόλ που δεν ανήκουν ούτε στον Ολυμπιακό μήτε στον Παναθηναϊκό. Παράξενες πραμάτειες, κι ακόμα πιο παράδοξα πρόσωπα μελαχρινά ως πολύ μελαψά με άγνωστες παντελώς γλώσσες. Οι πάγκοι της πλατείας τα μεσημέρια της Κυριακής γεμίζουν ξένους κι αυτοί. Κάθε πάγκος και η κάστα του. Αλλού οι Πολωνοί ξανθοί και καθολικοί, αλλού οι Ρώσοι σχιστομάτηδες με μήλα προτεταμένα, οι Αλβανοί τίγρεις που γίνανε γατάκια και οι Ρουμάνοι με μάτια αθώα και χέρια μακριά. Κάπου εκεί γνώρισα τον νεαρό Λεονάρντο ή Λέο όπως τον φώναζαν οι φίλοι του, με τα βαθιά παραπονεμένα πράσινα μάτια, τον ήρωα του διηγήματός μου «Το Ρουμανόπουλο». Ούτε φαντάζεται βέβαια ο Λέο ότι έγινε πρόσωπο μυθιστορηματικό, καθώς τώρα πια ελπίζω να βρίσκεται στον Καναδά με την κοπελιά του, πραγματοποιώντας επιτέλους το όνειρο της ζωής του. Και σε απόσταση αναπνοής, στην οδό Φυλής, τυλιγμένοι σε κάπνα, φωτισμένοι με κόκκινα φώτα που κάνουνε τα μάτια να πονούν, η αλυσίδα των οίκων ηδονής που δίνει στη βικτωριανή νύχτα μια ψευδαίσθηση το πώς θα ήταν άλλοτε η πειραιώτικη Τρούμπα. Προσωρινοί οι μετανάστες και γι’ αυτό μόνιμοι, ονειρεύονται διαρκώς ταυτότητες, διαβατήρια, πράσινες κάρτες που θα τους κάνουνε έλληνες πολίτες κι αυτούς. Στο μεταξύ, οι νεότεροι μιλάνε τα ελληνικά φαρσί. Όσο για τους παλιούς Βικτωριανούς, όσοι απόμειναν, τριγυρίζουν με ρούχα άλλης δεκαετίας, σκιές άλλης εποχής, αυτής που κάποτε ονόμασαν «μπελ επόκ». Πολλοί λένε: «πάει χάλασε η γειτονιά». Όμως οι γειτονιές, οι άνθρωποι, οι πόλεις δεν μένουν ίδιες ποτέ. Τίποτα στάσιμο σε τούτη τη ζωή, όλα αλλάζουν, κι αυτό είναι το νόημα και η ομορφιά της. Στο μεταξύ, πόλοι έλξης αμετακίνητοι παραμένουν τα δύο παραδοσιακά βιβλιοπωλεία. Το μαγαζί της κυρίας Έλλης και της Νατάσας στους πρόποδες του ΟΤΕ, κράχτες του καλού βιβλίου και του κομψού χαρτικού, κι απέναντι ακριβώς η υγρή σπηλιά του Κώστα και του Χρήστου Νικολάκη με τους θησαυρούς των παλιών τόμων. Κι ακόμα παραμένει στη θέση του θριαμβικά το μπρούτζινο άγαλμα του Θησέα που σώζει την Ιπποδάμεια από τα χέρια των Κενταύρων –κι ας λέει ο Ρόμπερτ Γκρέηβς ότι αυτός είναι ο Περσέας–, παλιό καλό δείγμα γλυπτικής και όχι τα δήθεν μοντέρνα τέρατα στημένα στο κέντρο της Αθήνας. Τα περιστέρια της Βικτώριας κάνουν φωλιές στους μαστούς της αιχμάλωτης γυναίκας και βρίσκουν καταφύγιο στους μυώνες του ήρωα απελευθερωτή. Κατακτητές γνώρισε πολλούς η πλατεία. Τους βασανιστές της οδού Ελπίδος επί Μεταξά με το ρετσινόλαδο του Μανιαδάκη. Την κομαντατούρα των Γερμανών επί Κατοχής στη Χέυδεν μ’ ένα πελώριο V, σήμα της νίκης τόσο του Άξονα όσο και των Συμμάχων, κρεμασμένο καταμεσής στο δρόμο. Από το παράθυρο του δωματίου μου έβλεπα τ’ απέναντι παράθυρα –τα μόνα φωτισμένα–, τους Φρίτσηδες να ξυρίζουν τα άτριχα άρεια μάγουλά τους. Κι ακόμα οι ένοπλοι φαντάροι έξω από τον ΟΤΕ ξημερώνοντας η 21η Απριλίου, μερικά μόνο τετράγωνα από το Πολυτεχνείο, σαν προανάκρουσμα της παραβιασμένης Πύλης του. Άλλαξε λοιπόν η πλατεία κι αλλάζει συνεχώς χέρια. Οι άνθρωποι που την κατοικούν δίνουν τώρα μάχη με τη σειρά τους να σώσουν τις Ιπποδάμειες, ξένες και ελληνίδες, από τα χέρια των εμπόρων και των προαγωγών. Αλλά και τα δικά μας παιδιά από την έρημο των ψευδαισθήσεων της άσπρης σκόνης. Στο αναμεταξύ στα χιλιοφαγωμένα σκαλοπάτια του Ηλεκτρικού ανεβοκατεβαίνουν κύματα από επιβάτες που δεν κατευθύνονται πια σε κατακόμβες αλλά σε ολόφωτους σταθμούς που ετοιμάζονται να υποδεχτούν την Ολυμπιάδα της Παγκοσμιοποίησης. Νέοι με πλαστικά παπούτσια, τρώγοντας πλαστικά, οδηγώντας μηχανές, απτόητοι σε κάθε τι που θα τους εμποδίσει να κερδίσουν χρόνο, χρήματα και εφήμερη δόξα. Αν κάτι χάθηκε από την παλιά ατμόσφαιρα, τους καλούς τρόπους, τα σιδερωμένα ντυσίματα, είναι για να ξαναβρεθεί μπερδεμένο, στριμωγμένο και διχασμένο ανάμεσα από ήχους που έγιναν εκκωφαντικοί και χρώματα που τινάζονται από χέρια παράφρονος ζωγράφου. Να ’μαι λοιπόν κι εγώ, υπακούοντας στις προτροπές των φίλων εκδοτών της «Λέξης» («πώς θα μπορούσες να λείπεις εσύ από ένα τεύχος για την Αθήνα!»), που με κίνδυνο να επαναλάβω για πολλοστή φορά τον εαυτό μου –κίνδυνο που κάθε λογοτέχνης απεύχεται– γράφω ξανά για την πλατεία. Μια πλατεία που πρωτογνώρισα πέντε χρονώ κι αποχωρίστηκα στα πενήντα μου. Από τότε που η μάνα μου, η οποία έμενε πάντα εκεί, έσβησε δύο μόλις μέρες προτού χαράξει το 2000, οι επισκέψεις μου αραίωσαν. Όμως επιστρέφω πάντα με την ίδια διάθεση να ισοσκελίσω καλά και κακά, λάθη και επιτεύγματα, μισά από διάθεση να ξαναβρώ τις παλιές μέρες και μισά από περιέργεια γι’ αυτό που εξελίχθηκε σήμερα η πλατεία και ο εαυτός μου. Αμετανόητος προσκυνητής. Είμαι κι εγώ, βλέπετε, ένας μουσικός, κι υπήρξαν πολλοί, που χρησιμοποιεί την ίδια κάθε φορά μελωδία, παραλλαγμένη ανάλογα με το έργο που του έχει παραγγελθεί.