Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

30 Απριλίου 2007

Άφιξη της Σάντρας. Δανείστηκα το αυτοκίνητο της θείας και την παρέλαβα προσωπικά. Τη γνώρισα αμέσως, σα να είχε μην περάσει ούτε μία μέρα. Όπως περίμενα, ήταν σα να παραλάμβανα ολόκληρο γκρουπ. Παρά την κάπως αστεία αυτή σκέψη, έβαλα ξαφνικά τα κλάματα ενώ η Σάντρα μ’ έσφιγγε λέγοντας «my darling». Ανάμεσα στα άλλα δώρα όπως καπέλα, φτηνά καλοκαιρινά μπλουζάκια, ξύλινα αγαλματάκια, να και μία συλλογή της Θαλασσίας Ύλης στα αραβικά, «σπανιότατη». Με μπέρδεψε, «στις Φιλιππίνες το βρήκες αυτό;». «Όχι, στην Παλαιστίνη, δώρο της συζύγου του καθηγητή που με φιλοξενούσε, σου το φέρνω εδώ και χρόνια, αλλά μέσω Ηνωμένων Πολιτειών». Παίνεψε τον πίνακα στο σαλόνι και δήλωσε ότι θέλει αμέσως να γνωρίσει τον θαυμαστό ζωγράφο Λίνουρ. Όταν πήγα ν’ ανάψω τσιγάρο, μου είπε να βγούμε στη βεράντα και βγήκαμε παρά το κρύο βράδυ. Είχε μια έκφραση σα να βλέπει όλη την Αθήνα ενώ έβλεπε την Ακρόπολη, κάτι τούφες απ’ τον Λυκαβηττό και πολυκατοικίες που μοιάζουν εγκαταλειμμένες. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι η λίγο trans έκφραση οφειλόταν στην ομοιότητα που είχε διαγνώσει ανάμεσα στις αθηναϊκές πολυκατοικίες και στους παλαιστινιακούς οικισμούς, στη νοσταλγία που είχε αισθανθεί άθελά της. Είπε γελώντας: «Η Αθήνα θα ήταν μία μέση λύση. Κοντά, αλλά όχι ακριβώς εκεί. Τι λες, να σου κουβαληθώ;» Πρέπει να άστραψαν τα μάτια μου στην προοπτική γιατί η Σάντρα είπε: «Έλα τώρα, ήρθε η μαμά απ’ τη δουλειά, μπορείς να της κλαφτείς όσο θέλεις. Ήταν δύσκολη η πρώτη μέρα στο σχολείο;» Όταν το είπε αυτό, κατάλαβα πόσο έχω συνηθίσει να είμαι με τον Λίνουρ και την Αυγερινή που δεν θα ρωτούσαν ποτέ κάτι τέτοιο.

[…]

8 Μάη 2007

Πέρασα απ’ τα Εξάρχεια το μεσημέρι, για βόλτα, με τη Σάντρα. Οι αναρχοαυτόνομοι την είχαν δει φαρσέρ και ζητούσαν απ’ τους περαστικούς ταυτότητα, αν κατάλαβα καλά. Εμένα πάντως με σταμάτησε ένας τύπος, όταν είχε μπει η Σάντρα σ’ ένα φαρμακείο, με μια κουκούλα του σκι και μου είπε «δεσποινίς, την ταυτότητά σας, παρακαλώ». Έβαλα τα γέλια αλλά ίσως θίχτηκε και είπε «δεν υπακούς;» εντελώς σοβαρά κι εγώ είπα «είσαι αστυνόμος;» κι εκείνος είπε «να μη ρωτάς» κι εγώ είπα «τι κάνετε εδώ, γιατί ζητάτε ταυτότητες σα να είναι δικτατορία», κι εκείνος είπε «έτσι και ήμουν μπάτσος τώρα θα σου ’χα ανοίξει το κεφάλι» κι εγώ είπα «ο κολλητός σου εκεί έχει ρόπαλο» κι εκείνος είπε «ρόπαλο, που τη θυμήθηκες τη λέξη» κι εγώ είπα «έχω σπουδάσει ελληνική φιλολογία» κι εκείνος είπε «εγώ ηλεκτρολόγος-μηχανικός» κι εγώ είπα «να φύγω τώρα» κι εκείνος είπε «όχι, άραξε λίγο, θα πέσει ξύλο» κι εγώ είπα «δε γουστάρω τις μάτσο μαλακίες» κι εκείνος είπε «είσαι ξένη;» κι εγώ είπα «δεν είμαστε όλοι;» κι εκείνος είπε «καλό» και μετά ξαναείπε «διαβάζεις λογοτεχνία;» κι εγώ είπα «κάποτε σκεφτόμουν ότι θα γίνω συγγραφέας» κι εκείνος είπε «εγώ είμαι συγγραφέας» κι εγώ είπα «πώς σε λένε» κι εκείνος είπε «ως συγγραφέα με λένε Εξίμισι» κι εγώ είπα «γιατί» κι εκείνος είπε «είμαι κατά της προσωπικής προβολής και του ονόματος που μου έχει δώσει το κράτος» κι εγώ είπα «καταλαβαίνω» κι εκείνος είπε «αμφιβάλλω» κι εγώ είπα «όχι, στ’ αλήθεια καταλαβαίνω» κι εκείνος είπε «α» κι εγώ σκέφτηκα «Θαλασσία Ύλη» κι εκείνος είπε «τι είναι αυτό που σε κάνει να ξεχωρίζεις ως άνθρωπος;» κι εγώ είπα «είμαι λεσβία» κι εκείνος γέλασε και είπε «ωραία μου ξηγιέσαι τώρα» και βγήκε η Σάντρα και φύγαμε.

Άντζελα Δημητρακάκη, Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2009, σ. 292-293 & 297-298.