Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στο τρένο για το Λονδίνο προσπάθησα να εντοπίσω πότε και πώς μου μπήκε η ιδέα για το βιβλίο της Μαρίας. Ξαναγύρισα στο χρονικό της γνωριμίας μας. Όχι στα δελτία, όπου την είχα καταγράψει και παρατήσει, αλλά όταν την είδα γονατισμένη στον εσωνάρθηκα του καθολικού της Μονής της Χώρας. Ήταν Μάιος του 1977. Η πρώτη επίσκεψη μου στην Πόλη.
«…ΑΝΔΡΟΝΊΚΟΥ ΤΟY ΠΑΛΑΙΟΛΌΓΟΥ Η ΚΥΡΆ ΤΟΝ ΜΟΥΓΟΥΛΊΩΝ, ΜΕΛΆΝΗ Η ΜΟΝΑΧΉ»
Λεπτές, λεπτότατες ψηφίδες από μάρμαρο σε μία καταπληκτική διαβάθμιση του απαλού ρόδινου. Κόκκινες, καφετιές και πρασινωπές για την απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών. Η ευγένεια της μορφής της είναι απαράμιλλη. Ίσως να την τονίζει ακόμα περισσότερο η καλύπτρα που φορά, αυτό το κατάμαυρο μαφόρι που περιβάλλει του πρόσωπο της και το κλείνει από παντού, για να την προστατεύει από τα δεινά του έξω κόσμου. Η επιδερμίδα της διάφανη, σαν τις πορσελάνινες γηραιές κυρίες στη ρωσική εκκλησία του Παρισιού. Ηλικιωμένη κι αυτή, γερόντισσα για την εποχή της. Αμφιβάλλω αν την είδε ποτέ ο ήλιος ακάλυπτη, για να της αφήσει τα σημάδια του. Μοιάζει με παιδούλα, αρχοντοπούλα με περγαμηνές τουλάχιστον τριών αιώνων, εφόσον η οικογένεια των Παλαιολόγων εμφανίζεται στο προσκήνιο τον 11ο αιώνα και η απεικόνιση της στη Χώρα έγινε μεταξύ 1316 και 1320. Δεν πιστεύω ότι ο ψηφωτής απέδωσε την εικόνα της ωραιοποιημένη. Ήξερε βέβαια αυτός από πανάγιες και άλλα άγια πρόσωπα, όμως τίποτα γύρω δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Μαρία. Δεν αποκλείεται να την έβλεπε εκεί, κουκουλωμένη στα μαύρα, να προσεύχεται στα πόδια του Χριστού, όσον καιρό ανιστορούσε τον υπόλοιπο ναό. Είναι σαφές πως πρόκειται για προσωπογραφία φτιαγμένη με ιδιαίτερη ευαισθησία.
«…ΑΝΔΡΟΝΊΚΟΥ ΤΟY ΠΑΛΑΙΟΛΌΓΟΥ Η ΚΥΡΆ ΤΟΝ ΜΟΥΓΟΥΛΊΩΝ, ΜΕΛΆΝΗ Η ΜΟΝΑΧΉ»
Την κοίταζα συνεπαρμένη. Θυμάμαι μόνον την έντονη επιθυμία να ξαναβρεθώ κοντά της, όταν αντιλάλησε το μνημείο από τις φωνές των φυλάκων που ειδοποιούσαν ότι είχε έρθει η ώρα να κλείσουν.
Θα επέστρεφα οπωσδήποτε. Έπρεπε να ξαναδώ τη Μαρία. Έπρεπε να δω ξανά και τις τοιχογραφίες στο ταφικό παρεκκλήσι (αυτές κυρίως - τα ψηφιδωτά στους νάρθηκες με συγκινούν λιγότερο, παρά τη μεγαλόπρεπη λάμψη τους και την πνοή του παλαιολόγειου ανθρωπισμού, αλλά οι αγιογραφίες στο κατάγραφο παρεκκλήσι έγιναν μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής μου).
Θα επέστρεφα εξάπαντος. Η Χώρα δεν είναι μνημείο της μίας επίσκεψης· ούτε μία ολόκληρη ζωή αρκεί. Άλλωστε, μόλις είχα αρχίσει να ανακαλύπτω την Πόλη, την υπαρκτή Πόλη, και με είχε κυριεύσει απίστευτη βουλιμία.
[…]
Συνέδεσα τους γυρισμούς μου στην Πόλη με την αναζήτηση της Μαρίας. Πάντα στη Μονή της Χώρας, «τη Χώρα των Ζώντων», «τη Χώρα του Αχωρήτου». Σε αυτή τη χώρα τη συναντώ, γονατιστή στα πόδια του Χριστού «Χαλκίτη». Οι ψηφίδες του μαύρου ολόσωμου ενδύματος, το οποίο περιγράφει το πρόσωπο κι αφήνει ακάλυπτα μόνο τα χέρια της από τον καρπό και κάτω, είναι φτιαγμένες από θαμπό γυαλί, σε αντίθεση με τις μαρμάρινες που χρησιμοποιήθηκαν για το πρόσωπο και τα χέρια. Μαύρο γυαλί χωρίς γυαλάδα. Η μοναχή Μελάνη. Ικέτης.
Τη βλέπω πάνω από γιαπωνέζικους ώμους, ανάμεσα από παλτά και ομπρέλες, πίσω από φοιτητικά σακίδια και πηλήκια φυλάκων, μισοκρυμμένη από το σώμα ενός ξεναγού που εξηγεί την ψηφιδωτή Δέηση σε μία ομάδα Καναδών. Τα γκρουπ περνάνε και φεύγουνε· διερωτώμαι τι είδε ο καθένας από τους χιλιάδες τουρίστες που μπήκε για μισή ώρα στη Χώρα. Μα ούτε κι εγώ ξέρω τι είδα την πρώτη φορά και τι παρατήρησα την επόμενη και τη μεθεπόμενη. Μήτε μπορώ να υπολογίσω πόσες φορές πήγα τα τελευταία τριάντα χρόνια, σίγουρα είναι πάνω από 150, αλλά δεν έχω πλήρη συνείδηση τι βλέπω και πώς το ξαναβλέπω κάθε φορά, τι αποκομίζω βγαίνοντας, πόσες επισκέψεις θα χρειαστούν ακόμα μόνο για τη Μαρία, πόσες για τα υπόλοιπα ψηφιδωτά του ναού και πόσες για το ταφικό παρεκκλήσι. Το μόνο ορατό στοιχείο (πέρα από την κατακόρυφη αύξηση των τουριστών) είναι ότι τα χρώματα των νωπογραφιών στο παρεκκλήσι έχουν υποστεί σημαντική φθορά. Έχασαν τη ζωντάνια και τη λάμψη τους, καθώς η υγρασία δημιούργησε ένα στρώμα σα λεπτότατη γάζα που κάλυψε όλες τις επιφάνειες του μακρόστενου ναού, μέχρι τη βάση του τρούλου. Οι άγγελοι στον τρούλο είναι όπως τους είδα εκείνο το μαγιάτικο απόγευμα του 1977. Σε υπέρτατη δόξα η χρωματική κλίμακα της παλαιολόγειας τέχνης. Λουσμένη σε φως ιλαρό.
Εκείνο το απόγευμα διείσδυσε η Μαρία στα άδυτα.
«…ΑΝΔΡΟΝΊΚΟΥ ΤΟY ΠΑΛΑΙΟΛΌΓΟΥ Η ΚΥΡΆ ΤΟΝ ΜΟΥΓΟΥΛΊΩΝ, ΜΕΛΆΝΗ Η ΜΟΝΑΧΉ»
Η κόρη του Μιχαήλ και αδελφή του Ανδρόνικου θα γινόταν η δική μου Μαρία.

Μαριάννα Κορομηλά, Η Μαρία των Μογγόλων, Πατάκης, 2008, σ. 173-174 & 179-181.