Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΠεριπλάνηση στον κόσμο. Ταξιδιωτικές εντυπώσεις
Ο θρύλος λέει πως αν τύχει να βρεθείς στην Αγιά Σοφιά την παραμονή μιας μεγάλης γιορτής –Χριστούγεννα ή Πάσχα– κι άξαφνα ακούσεις κάποια αόρατη χορωδία να ψέλνει τροπάρι θλιβερό ενώ, την ίδια στιγμή, τα τέσσερα τεράστια σεραφείμ του τρούλου αργοσαλέψουν τις εικοσιτέσσερις φτερούγες τους, σημαίνει πως θα πεθάνεις μέσα στη χρονιά. Αυτός είναι ένας από απ’ τους λόγους που μπήκα στη Μεγάλη Εκκλησία με ψυχή τρομαγμένη, ανήμερα Μέγα Σάββατο. Γιατί όσο κι αν ο Θεός του άχαρου αιώνα μας –ο ορθολογισμός– πασχίζει να στεγνώσει την ψυχή μας, δεν κατορθώνει να εξατμίσει όλη τη δροσιά της που πηγάζει από την αταβιστική πίστη του θρύλου. Ορθολογισμένος ή μεταφυσικός, ο άνθρωπος είναι πάντα άνθρωπος. Κι ο άνθρωπος φοβάται τον θάνατο. Κι ο άνθρωπος, αν και ξέρει πως θα πεθάνει, αρνείται να γνωρίσει το πότε θα πεθάνει. Ειδάλλως η ζωή, όσο απόμακρα κι αν βρίσκεται το γνωστό τέρμα της, θα ήταν αβάσταχτη για τον άνθρωπο.
Θα μπορούσα να μην πήγαινα Μέγα Σάββατο στην Αγιά Σοφιά. Θα μπορούσα να έκανα μια μέρα υπομονή και να πήγαινα Πάσχα ανήμερα. Η πρώτη μου σκέψη –η πρώτη μου απόφαση– ήταν αυτή. Έτσι διάβηκα τη γέφυρα του Γαλατά με σκοπό να πάω κατ’ ευθείαν στα Πατριαρχεία, να λειτουργηθώ στη μικρή εκκλησιά που είναι η καρδιά μιας μεγάλης Εκκλησίας. Καθώς όμως έφτασα στη μέση της γέφυρας, είδα να ορθώνεται η Μεγάλη Εκκλησία που κάποτε –εδώ κι αιώνες πολλούς– ήταν η καρδιά της μεγάλης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κάτι περισσότερο: ο ομφαλός και το υλικό σύμβολο μιας παντοδύναμης αυτοκρατορίας κι ενός φωτεινού πολιτισμού. Μέσα στη χρυσωπή καταχνιά του απριλιάτικου πρωινού φάνταζε σαν φρούριο κραταιό κι απροσπέλαστο, κύβος άχαρος στεγασμένος με τη μεγαλόπρεπη χάρη του χαμηλού θόλου, πλαισιωμένος από τη σκληρή ανορθογραφία των τεσσάρων μιναρέδων, που λόγχιζαν τον ουρανό με πρόκληση αδέκαστη. Και τότε κατάλαβα πως δεν μπορούσα να προσθέσω ούτε μια μέρα, ούτε μια στιγμή στα σαραντατρία χρόνια της ζωής μου που κύλησαν με την προσμονή και τη λαχτάρα πότε θα ιδώ την Αγιά Σοφιά. Πότε θα διαβώ την πύλη τη βασιλική. Πότε θα νιώσω να σχηματίζεται, ολόγυρα από το ευτελές σαρκίο μου, το θεώρημα της χρυσής ύλης που διαλαλεί ότι το μη πεπερασμένο χάος μόνο με το πεπερασμένο της ύλης αποδείχνεται. Πότε η ελληνική ψυχή μου θα σμίξει σφιχτά με αυτή την ύλη, τη διαποτισμένη με δεκαπέντε αιώνων τραγικό ελληνικό μεγαλείο. Έτσι έσκυψα το κεφάλι στο πεπρωμένο. Και πήρα τον δρόμο της Αγιά Σοφιάς…