Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Με τη δική του ζωή και το γειτονικό Φανάρι.
Τα κάποτε αρχοντικά –αλλά όχι προκλητικά, για να μην εγείρουν τον φθόνο στους αφεντάδες Οθωμανούς– σπίτια των Φαναριωτών στέκουν ακόμη όρθια. Εξαθλιωμένα αλλά όρθια. Με επεμβάσεις ανάλογης απελπισίας με τους «γκετζέ-κοντού[1]». Φυσικά, εδώ έχουμε τοίχους με πέτρα, σκάλες από γαριασμένα μάρμαρα και κιγκλιδώματα-μάρτυρες της προ δύο αιώνων ευημερίας των ενοίκων τους. Μπορεί και γι’ αυτό να δείχνουν τόσο θλιβερά μασκαρεμένα με το δάσος των μπουριών, τα «πιάτα» των τηλεοράσεων, τα χαρτόνια που αντικαθιστούν σπασμένα τζάμια στα παράθυρα και τις εκατοντάδες γάτες που επινοούν μαλαγανιές για να κερδίσουν κανένα μεζέ, πέρα απ’ τα ποντίκια που μασούν ιστορία, κουρέλια, ξύλα από πόρτες ή και δαχτυλάκια μικρών παιδιών.
Πόσα παιδιά μετρώ κάθε φορά… Έχασα τον λογαριασμό. Κι από πού ξεφυτρώνουν; Από παντού, αλλά κυρίως απ’ τα σαλβάρια-παντελόνια των μανάδων τους. Μέσα από κάθε πτυχή των ρούχων της χωριάτισσας, που η μοίρα την καταδίκασε να ζει στην ποθητή Ιστανμπούλ με μόνη προοπτική να φχαριστηθεί μολυσματικές αρρώστιες ή και καμιά «άτυπη» χολέρα, ξεπροβάλλουν κεφάλια παιδιών που κλαψουρίζουν «ανέ…ανέ…». Χαμογελούν αν δουν ξένο και, ξεθαρρεύοντας τα μεγαλύτερα, σε ακολουθούν απαιτώντας «μπαξίς». Στο Φανάρι αποκτάς τη βεβαιότητα πως η κύηση κρατά πολύ λιγότερο από εννιά μήνες — ίσως κάτι παραπάνω από την αντίστοιχη της γάτας. Βέβαια φταίνε και οι τουρίστες-επισκέπτες-προσκυνητές του Πατριαρχείου, που τα κακόμαθαν. Μάλλον για να γλιτώσουν, αδειάζουν τις τσέπες τους απ’ τα άφθονα ψιλά στις αρπακτικές παλάμες των μελλοντικών Ευρωπαίων, «εάν και εφόσον…». Κι όλα αυτά κάτω απ’ το επιβλητικό γοτθικό «Κουρμουζού οκούλ», όπως το λένε, δηλαδή το «Κόκκινο Σχολείο»: τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, που διαιωνίζει με την ψυχή στο στόμα το κύρος της.
[…]
Στο ευτράπελο περιθώριο των περιπάτων μου στο Φανάρι κι ενώ προσπαθώ ακόμη να φανταστώ την κινητικότητα της εποχής στα χρόνια ακμής των Φαναριωτών –εκείνους τους κυκλοθυμικούς καιρούς, όπου οι Σουλτάνοι έπαιζαν βόλεϊ με τα κεφάλια των υπηκόων τους– ξαφνιάζομαι με τη σημερινή τσιρκολάνικη κατάσταση.
Σε ακαταλαβίστικες διαλέκτους, οι Τουρκάλες στήνουν πανεύκολα καβγάδες, θρηνούν, δέρνονται, πετούν λεκάνες με απόνερα, καπνίζουν βαριά τσιγάρα ή τρίβουν με τις ώρες τις πατούσες τους, έχοντας τα χέρια βαμμένα με «κινά», εξ ονόματος κάποιας αόριστης μάλλον γιορτής. Γιορτάζουν την εξαθλίωσή τους όσο μπορούν πιο ηχηρά, στα σκαλιά και στις κάμαρες των παλιών αρχοντόσπιτων.

[1] Τα χτισμένα σε ένα βράδυ από τενεκέδες και άλλα υλικά σπίτια των φτωχών της Τουρκίας

Γιάννης Ξανθούλης, Κωνσταντινούπολη. Των ασεβών μου φόβων, Μεταίχμιο, 2008, σ. 49-50 & 52.