Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Εκτός από τη μορφή της Μεγάλης Σχολής, έτερο σύμβολο του Φαναρίου είναι τα περίφημα σπίτια σε σειρές. Πρόκειται για κατασκευές μετρίου ύψους, συνήθως τριώροφες, με στενές προσόψεις, σκεπαστά μπαλκόνια στον δεύτερο όροφο, μεγαλοπρεπείς εισόδους και πατώματα και ταβάνια από τεράστιες ξύλινες δοκούς. Παραδοσιακά, είναι βαμμένα στους τόνους της κόκκινης και κίτρινης ώχρας, του καφέ και του πράσινου. Οι λεπτομέρειες του διακόσμου τους –με κεφαλές του Ερμή και της Αθήνας στα πλαίσια των παραθύρων και αρχαιοελληνικές κολόνες στις εισόδους– προδίδουν μία κοινωνία που εμπνεόταν από την ελληνική αρχαιότητα.
Ο τύπος των σπιτιών σε σειρές είναι προϊόν παντρέματος πολλών παραδόσεων. Η ανοικοδόμηση ομοιόμορφων σειρών εισήχθη από την Ευρώπη. Κυρίως στην Αγγλία και στις Κάτω Χώρες, η ανοικοδόμηση κατοικιών σε σειρές έγινε εξαιρετικά δημοφιλής από τα τέλη του 17ου αιώνα. Όλα τα σπίτια της σειράς κτίζονταν από τον ίδιο τον αρχιτέκτονα για λόγους οικονομίας. Στην Πόλη, ο αρχιτεκτονικός αυτός τύπος, εμβληματικός της αστικοποίησης, προσαρμόστηκε στους κανόνες της πολίτικης αρχιτεκτονικής. Στις πολίτικες σειρές του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, συναντούμε τα σκεπαστά μπαλκόνια του δευτέρου ορόφου και τα διακοσμητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την παράδοση των Ελλήνων και Λεβαντίνων. Η διαφορά με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική εντοπίζεται στην επανάληψη όμοιων προσόψεων και του βασικού μορφολογικού τύπου. Τα σπίτια μιας σειράς διαφέρουν μεταξύ τους μόνο στις λεπτομέρειες του διακόσμου. Οι κατασκευές δεν έχουν το μέγεθος ούτε και τον περίτεχνο διάκοσμο των μεγάρων του Πέραν. Είναι ωστόσο κομψά και πολύ ανθρώπινα. Ο νέος αυτός τύπος κατοικίας εξυπηρετούσε τον τρόπο ζωής μιας μεσοαστικής τάξης εμπόρων, βιοτεχνών και δασκάλων. Κάθε σπίτι της σειράς προοριζόταν για μία οικογένεια. Παρόμοιες σειρές βρίσκονται στις περισσότερες γειτονιές που κατοικούνταν από μη Μουσουλμάνους, όπως στο Κούμκαπι, το Πέραν, το Pangaltı, το Bomontı αλλά και προάστια του Βοσπόρου. Στο Φανάρι και στο Μπαλάτ, ωστόσο οι σειρές σώζονται ακέραιες κατά μήκος ολόκληρων δρόμων, διατηρώντας το αστικό τοπίο της ύστερης οθωμανικής Πόλης.
Το Φανάρι διατήρησε αμιγώς ελληνικό χαρακτήρα μέχρι τη δεκαετία του 1960. Η έξοδος των Ρωμιών ήταν αποτέλεσμα μιας πολιτικής συνεχούς παρενόχλησης, που δεν εκδηλώθηκε μόνο στις περιστάσεις των Σεπτεμβριανών και των απελάσεων του 1964. Η ερήμωση των σπιτιών μοιάζει να απηχεί την απελπισία των ελλήνων ιδιοκτητών τους, που εξαναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν παρά τη θέλησή τους. Είναι ένα θέαμα που σου ραγίζει την καρδιά. Ένας τούρκος αρχιτέκτονας έγραψε κάποτε πως τα σπίτια «θρηνούν και ικετεύουν τις ψυχές μας».
Το σημερινό Φανάρι αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα της «μεταμόρφωσης» της Κωνσταντινούπολης. Η αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο των κτιρίων και στον κόσμο των ζώντων καταδεικνύει τη δραματική μεταβολή στη δημογραφία και στην αστική ταυτότητα. Τα σχολεία, οι εκκλησίες και η αρχιτεκτονική προδίδουν ένα αστικό ελληνικό παρελθόν. Ωστόσο, ο σημερινός πληθυσμός είναι απόλυτα ξεκομμένος από τον υλικό αυτόν κόσμο που τον περιβάλλει. Οι νεοφερμένοι της επαρχίας, ανίκανοι να αναπτύξουν ουσιαστικό σύνδεσμο με το κτιριακό περιβάλλον, αισθάνονται ακόμη ξένοι στη γειτονιά –όσο επιθετικά και αν προσπαθούν να τη διεκδικήσουν–, έχοντας πέσει οι ίδιοι θύματα των ισλαμο-εθνικιστών. Ομολογούν πολύ συχνά ότι τους διακατέχει ένα συναίσθημα αλλοτρίωσης.

Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, Πατάκης, 2011, 287-289.