Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

O Orhan δεν θα το πίστευε αν του έλεγα πως τη στιγμή που έμπαινα στο διαμέρισμα του Hasan Yeniadam, λιγότερο από τρεις μέρες μετά την άφιξή μου στην Ιστανμπούλ, είχα ήδη πάρει μια γερή δόση –και κάτι παραπάνω, για την ακρίβεια– από έντονες συγκινήσεις με άρωμα Τουρκίας. Είχα βγει απ’ το ταξί εν μέσω μποτιλιαρίσματος και είχα διανύσει τον υπόλοιπο δρόμο με τα πόδια. Είχα με ευκολία εντοπίσει το αστυνομικό τμήμα της συνοικίας Serencebey, όπου ένας μοναχικός υπάλληλος δούλευε πίσω από μια ρεσεψιόν φωτισμένη με νέον. Είχα χτυπήσει το κουδούνι στην πόρτα της διπλανής πολυκατοικίας, εκεί όπου μια απλή ταμπέλα έγραφε: Yeniadam Apartman. Ένας φουσκωτός εφοδιασμένος με ακουστικό, του οποίου το καλώδιο κρυβόταν κάτω απ’ το κουστούμι του, μου είχε ανοίξει την πόρτα και με είχε υποβάλει σε μια γρήγορα σωματική έρευνα προτού με συνοδεύσει στο ασανσέρ, όπου είχε πληκτρολογήσει τον κωδικό πρόσβασης στους ιδιωτικούς ορόφους. Ήταν ένα παλιό μέγαρο, στα υψώματα του Beşiktąs, δύο από τους ορόφους του οποίου χρησιμοποιούνταν ως κατοικία του Yeniadam. Το υπόλοιπο στέγαζε τα γραφεία του ιδρύματός του.
Ο βιομήχανος Yeniadam την είχε βγάλει καθαρή από την τελευταία οικονομική κρίση, και η περιουσία του, απ’ ό,τι έλεγαν οι εφημερίδες, ήταν τεράστια. Αποτελούσε αντικείμενο τρελής σπέκουλας και με τις δύο σημασίες της λέξης. Επένδυε πολλά και κέρδιζε ακόμη περισσότερα και, σ’ αυτή την πόλη που αναγεννιόταν, και που ο ίδιος συνέβαλλε στον πλουτισμό της, ο πλούτος των άλλων ήταν θέμα της μόδας. Βαθιά μοιρολάτρες από τη φύση τους, βλέποντας το χρήμα να κυλά κάτω απ’ τα παράθυρά τους, αν και χωρίς την παραμικρή ελπίδα να καρπωθούν έστω και ένα ψίχουλο, οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ αρκούνταν στη δυνατότητα να επικαλούνται, με λαμπερό βλέμμα, αυτό τον ανώφελο λόγο υπερηφάνειας, το χρήμα των ισχυρών και ιδιαίτερα του Yeniadam, λες και τα πλούτη αυτού του παιδιού από τον τόπο τους θα μπορούσαν μια μέρα να τους αγγίξουν, λες και τα απολάμβαναν ήδη κατά κάποιον απροσδιόριστο τρόπο. Ο Hasan Yeniadam αποτελούσε ένα ζωντανό παράδοξο, ήταν πάμπλουτος και συγχρόνως εξαιρετικά δημοφιλής. Εκτός από το ολοκαίνουργιο πανεπιστήμιο που είχε χτίσει στα υψώματα του Sarıyer, είχε στην ιδιοκτησία του καμιά δεκαριά κτίρια στις συνοικίες του Cihangir Nişantaşı, δύο σπίτια πάνω στο νησί του Büyük Ada στη θάλασσα του Μαρμαρά, κάμποσα πολυτελή ξενοδοχεία στην Καππαδοκία και στις ακτές του Αιγαίου, έναν αμπελώνα στην Τοσκάνη και ένα πλοίο, το «The Bride of Istanbul», που σκόπευε να πουλήσει σε έναν Νορβηγό ταξιδιωτικό πράκτορα. Το πλοίο, απ’ ό,τι έλεγε, του κόστιζε πάρα πολύ και, σύμφωνα με μια φήμη που κυκλοφορούσε και που ο ενδιαφερόμενος διέψευδε κατηγορηματικά, «έμπαζε από παντού». Η αυτοκρατορία του εκτεινόταν σε όλους τους τομείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας, από την υφαντουργία και τα ναυπηγεία, μέχρι τις κατασκευαστικές εταιρείες και τη μουσική βιομηχανία. Συνήθιζε να λέει πως επένδυε «στην Τουρκία, άρα και στο μέλλον». Πως τα πλούτη που παρήγε δημιουργούσαν θέσεις εργασίας, και πως οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνταν απασχολούσαν ζωντανές δυνάμεις που αλλιώς θα παρέμεναν επικίνδυνα αδρανείς. Η απασχόληση των νέων, έλεγε ακόμη, ήταν επείγουσα υπόθεση, εθνικό έργο στο οποίο θα έπρεπε να εγκύψει όλη η χώρα.
Αυτή ήταν η ουσία όσων διάβαζε κανείς για τον Yeniadam στον Τύπο, που τόσο αγαπούσε: τα λόγια ενός πολυάσχολου καπιταλιστή, που κρατούσε τα προσχήματα. Η μέθοδός του περιλάμβανε μια ικανοποιητική δόση λαϊκισμού για να προκαλεί τον θαυμασμό των πολλών, να κρατάει τους διανοούμενους σε απόσταση και να κερδίζει την εκτίμηση και την εύνοια των πολιτικών. Αναγνώριζε κανείς το διακριτικό σήμα του δικού του «εθνικού καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» στις χορηγίες του ιδρύματός του, του Yeniadam Vakfı, που ασχολούνταν με την κουλτούρα, το περιβάλλον, την ελευθερία του τύπου, την πολεοδομία – με λίγα λόγια με ό,τι αντέκρουε άμεσα ή έμμεσα τα επιχειρήματα των επικριτών του. Αν κανείς επέκρινε την οικοδομική κληρονομιά που άφηνε, εκείνος απαντούσε πως ό,τι έχτιζε σεβόταν τα διεθνή αντισεισμικά πρότυπα, σε αντίθεση με τις συνήθεις πρακτικές της οικοδομής στην Τουρκία. Αρκούσε να επικαλεστεί τη φιλανθρωπική υποστήριξή του στις εργασίες καθαρισμού του νερού τριάντα δήμων σε όλη τη χώρα, ή τα πιλοτικά του προγράμματα επεξεργασίας απορριμμάτων σε αρκετές παραγκουπόλεις της Ιστανμπούλ, για να κλείσει τα στόματα όσων εξακολουθούσαν να του ασκούν κριτική, απ’ όποια πλευρά του πολιτικού φάσματος κι αν προέρχονταν. Τα χρήματά του τροφοδοτούσαν καινοφανείς στόχους, που υπηρετούνταν από επιχειρηματίες της φούσκας του Ίντερνετ, καλλιτέχνες, αγκιτάτορες του παγκόσμιου χωριού, τη νέα κάστα των ιντερνετοκρατών. Όταν ένα θέμα εξαντλούνταν ελλείψει επιχειρημάτων ή υποστηρικτών για κάθε άποψη, ξεπρόβαλλε κάποιο άλλο που αποκάλυπτε τον ζήλο του, ζήλο ανθρώπου σταλμένου από τη Θεία Πρόνοια – ενός άντρα που, αν και ανήκε σε μια παλιά οικογένεια καπιταλιστών, ήταν πάνω απ’ όλα παίκτης.
Ο Yeniadam ενδιαφερόταν για την τέχνη, ή μάλλον για ό,τι μπορούσε να του αποφέρει η τέχνη με τη μορφή αναγνώρισης και αγάπης από τους ομοίους του. Γι’ αυτό λοιπόν είχε μόλις υπογράψει μια επιταγή αγνώστου ποσού υπέρ του Istanbul Modern, και το κουτσομπολιό των ημερών αφορούσε το ποσό αυτό, που είχε παραμείνει μέχρι εκείνη τη στιγμή κρυφό. Ο Yeniadam ήταν εργένης και αποφασισμένος να παραμείνει εργένης, μα ακούγονταν πολλά, με την υποστήριξη και του κουτσομπολίστικου τύπου, για μια νεαρή Αμερικανίδα συντηρήτρια μουσείου που φερόταν να τον έχει πείσει για το αντίθετο, με επιχειρήματα «μη πολιτιστικά». Αυτή τη 19η Μαΐου, ημέρα εορτασμού για όλη τη χώρα, ο Hasan Yeniadam είχε αποφασίσει να οργανώσει σιωπηρή δημοπρασία σπάνιων ρολογιών. Ήταν συλλέκτης ρολογιών και κάθε αντικειμένου σχετικού με την ωρολογοποιία — μια μανία που είχε κάνει έναν δημοσιογράφο να του κολλήσει τον τίτλο του Boğaz’ ın Saatchisi, δηλαδή του «ρολογά του Βοσπόρου», πετυχημένο λογοπαίγνιο με βάση το επώνυμο ενός διάσημου Λονδρέζου συλλέκτη έργων τέχνης. Σ’ αυτό τον πλειστηριασμό πήγαινα τώρα κι εγώ, στον έβδομο όροφο των Yeniadam Apartman. Η κάρτα της πρόσκλησης εξηγούσε πως η πώληση θα γινόταν για την ενίσχυση κάποιων νέων Τούρκων καλλιτεχνών που τα έργα τους μπορούσε να τα δει κανείς σε μια γκαλερί που είχε μόλις ανοίξει, στη συνοικία του Nişantaşı. Αχ και να ’ξερε η Χάννα… Τρεις μέρες βρισκόμουν εδώ και έπαιρνα ήδη μέρος σε ό,τι πιο λαμπερό, ματαιόδοξο και αντι-εξωτικό είχε να επιδείξει το Αλλού. Το διαμέρισμα αυτό στο οποίο πήγαινα θα μπορούσε να βρίσκεται στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη. Ήταν ένα περιβάλλον χωρίς επαφή με την πόλη, αγγλόφωνο και αποστειρωμένο.
Καθώς είχε ειδοποιηθεί για την άφιξή μου, ο Yeniadam με υποδέχτηκε στην πόρτα του ασανσέρ. Φορούσε κρεμ κουστούμι και μιλούσε αγγλικά στρογγυλεύοντας τα σύμφωνα. Γεμάτος αβρότητα και διακόπτοντας κάθε τόσο για να κάνει ενθουσιώδη σχόλια στους καλεσμένους του, με πήρε απ’ το μπράτσο να με ξεναγήσει στο σπίτι του. Από τα παράθυρα των εκατόν πενήντα ανακαινισμένων τετραγωνικών μέτρων του διακρινόταν κατάφωτο το παλάτι του Dolmabahçe και ο αστερισμός της ασιατικής όχθης που τρεμόφεγγε. Μια ελαφριά ομίχλη κάλυπτε την πόλη, δίνοντάς της την όψη ενός μεγάλου, μακάριου προσώπου καλυμμένου με χρυσό πέπλο. Τη στιγμή ακριβώς που παρατηρούσαμε τη θέα αντήχησε η σειρήνα ενός πλοίου, και είδα ένα χαμόγελο ικανοποίησης να απλώνεται στα χείλη του.
Μου πρόσφερε τσιγάρο. Οι ευγενικοί, λεπτοί τρόποι του, έδειχναν ακόμη και φροντίδα. Όταν μιλούσε, το χέρι του ακουμπούσε συνεχώς στον ώμο του συνομιλητή του και, με μία παρόμοια κίνηση, τα χείλη του σχεδόν τον άγγιζαν στο μάγουλο, λες και ό,τι έλεγε ήταν προσωπικό, τρυφερό ή υποδήλωνε ιδιαίτερη οικειότητα. Αρχικά θεώρησα τη συμπεριφορά του ως εκδήλωση αυτής της βεβιασμένης φιλοφροσύνης που επιδεικνύουν προς τους ξένους καλεσμένους τους οι Τούρκοι που σπούδασαν στη Δύση — μια ακόρεστη ανάγκη της υψηλής κοινωνίας για αναγνώριση από τον πρώτο τυχόντα που έρχεται απ’ την Ευρώπη. Διαπίστωσα όμως γρήγορα πως σιγομουρμούριζε τα μελιστάλακτα λόγια του στα αυτιά του καθενός, είτε ήταν ο οικιακός βοηθός του που σέρβιρε τα ποτά, ο δημοσιογράφος με τον οποίο αστειευόταν, ο σωματοφύλακάς του, κάποιος βουλευτής, ή η περιβόητη συντηρήτρια του μουσείου του Κλήβελαντ, ένα σαγηνευτικό πλάσμα, με εμπειρία σε κάπως απλοϊκούς τρόπους άσκησης γοητείας, μα που τα γεμάτα χείλη της, τα κοντυλογραμμένα της φρύδια, τα ηδυπαθή μάτια της και το μεγαλοπρεπές στήθος της είχαν κάτι εθιστικά ακατανίκητο. Επιπλέον, μιλούσε τουρκικά με αποκαρδιωτική τελειότητα.
Ο Yeniadam χρειαζόταν τη σύμφωνη γνώμη μου (μια απλή υπογραφή στην πραγματικότητα) για τη μεταφορά ενός μέρους του προσωπικού αρχείου του πατέρα μου στο ίδρυμά του, στο αρχείο που είχε δημιουργηθεί ειδικά για τον σκοπό αυτό. Τον ρώτησα, πολύ καλοπροαίρετα, τι το ενδιαφέρον είχαν αυτά τα αρχεία, και δεν προσπάθησε να κρύψει ότι ενδιαφερόταν γι’ αυτά για τους ίδιους λόγους που ενδιαφερόταν και για όλα τα υπόλοιπα — λόγοι εθνικής υπερηφάνειας και επιθυμία αναγνώρισης. Το έργο των Τούρκων εξορίστων, μου είπε, πρέπει να αποκατασταθεί για λόγους μνήμης, όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι της εξορίας τους, φυγή ή διαφωνία με τις Αρχές. Οι καιροί εκείνοι των αποκηρύξεων και του δημόσιου εξευτελισμού είχαν παρέλθει. Παρότι ακραίες, οι απόψεις των ποιητών, των εθνολόγων, των συγγραφέων και των καλλιτεχνών ήταν ενημερωμένες, εύστοχες, διεισδυτικές, άρα ουσιαστικές. Ενδιαφερόταν για την ιστορία, μου είπε, κι όχι για τις παλιές έχθρες. Του επισήμανα πως αυτά τα δύο πήγαιναν συχνά χέρι χέρι, μα εκείνος αντιπαρήλθε το σχόλιό μου.
[…]
Έπεφτε το σκοτάδι. Σε ομάδες, στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, οι προσκεκλημένοι ανέβαζαν τις τιμές στους πλειστηριασμούς των ρολογιών που ήταν ακουμπισμένα σε ράφια, παραταγμένα και κατηγοριοποιημένα με αυτοκόλλητα διαφορετικού χρώματος ανάλογα με τον αν είχαν ήδη πουληθεί ή ήταν εν αναμονή υψηλότερης προσφοράς. Άλλοι συζητούσαν μπροστά στην μπαλκονόπορτα, στην κορυφή μιας συνηθισμένης κοσμοπολίτικης πολιτείας, όμορφης, που το χρήμα αφαιρούσε τη ζωντάνια της, και το μόνο διακριτικό της σημάδι ήταν ο ασάλευτος Βόσπορος. Η ελικοειδής παρουσία του στο βάθος, χαμηλά, έκανε τη θέα απρόσμενα εύθραυστη, ένα κρυστάλλινο τοπίο που το διέτρεχαν ποτάμια καστανής λάβας. Το χρώμα της αβύσσου έμοιαζε να ξεβάφει στην ακτή, εκεί όπου εξασθενούσε ο φωτισμός των δρόμων, και μπορούσες να παρακολουθήσεις πώς τα σοκάκια κατευθύνονταν, ανεμπόδιστα, προς τα βόρεια όπου εισχωρούσαν σε γειτονιές κυριευμένες ολόκληρες απ’ το σκοτάδι. Όμως ο Βόσπορος δεν είχε θέση στις κουβέντες των καλεσμένων του Yeniadam. Αυτοί προτιμούσαν τις ανόητες εκφράσεις θαυμασμού βλέποντας ένα ατμόπλοιο να ταξιδεύει στα γαλήνια νερά, κι αναρωτιούνταν από πού έρχονταν οι άνθρωποι αυτοί και πού να πήγαιναν άραγε. Φωτίζοντας την επιφάνεια του νερού, το πλοίο τούς θύμιζε φευγαλέα την ύπαρξη του σεισμικού ρήγματος και του λιμενοβραχίονα που το κάλυπτε, μα το ξεχνούσαν αμέσως. Μια νεαρή έδειξε με το δάχτυλο το μακρινό σημείο όπου βρισκόταν θεωρητικά το σπίτι της· μια άλλη, κοιτάζοντας ξαφνικά την αντανάκλασή της στο τζάμι, διόρθωνε μια τούφα στην κορυφή του μετώπου της.
Τέτοια πολυτέλεια, τέτοια αφθονία, ε; μου ψιθύρισε ο Yeniadam.
Η νεαρή μας έριξε μια λάγνα ματιά πίσω απ’ το μαλλί της.
Ξέρετε ποιο είναι το πρόβλημα; συνέχισε εκείνος απευθυνόμενος σε μένα, και για μια ακόμη φορά μου έπιασε το μπράτσο, τραβώντας με προς το τραπέζι με τα κοκτέιλ και ψιθυρίζοντάς μου τα σχόλιά του στο αυτί: … οι άνθρωποι που βλέπετε εδώ, οι προσκεκλημένοι μου… Η νέα φρουρά… Τα θέλουν όλα καινούργια! Καινούργια και φανταχτερά. Μόνο που, θα σας το πω… Από πρωτοτυπία, δεν έχουν ούτε ίχνος! Τίποτε, nada, yok! Πρωτόγονοι. Καμία ιδέα, καμία πρωτοβουλία, καμία προσωπικότητα. Όλη αυτή η αφθονία τους καθηλώνει. Τους διαφθείρει και τους κρατάει δέσμιους σ’ έναν αισχρό μιμητισμό της Δύσης.

David Boratav, Ψίθυροι στο Μπέγιογλου, μτφ. Αριάδνη Μοσχονά, Πόλις, 2011, σ. 182-187 & 191-192.