Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η νυχτερινή «μοντέρνα» Κωνσταντινούπολη έξυνε με τα περιποιημένα νύχια της τις ισλαμικές αναστολές. Εκείνη την ώρα ο Προφήτης αποκαθηλωνόταν. Προβολείς ακριβών αυτοκινήτων, γυναίκες συνώνυμες κάθε ακραίας κοκεταρίας, κορίτσια κι αγόρια με αψεγάδιαστη απομίμηση μιας διεθνούς «ροκιάς» απολάμβαναν τη νύχτα. Και οι τραγουδιστές, απειράριθμοι σαν τα γλαροπούλια, έκρωζαν στη διαπασών τον έρωτα με μια απίθανη γκάμα λυγμών, προσαρμοσμένων στο αίσθημα των καιρών. Μακριά απ’ την αισθητική της μοδίστρας της μπαγιάν Ερντογάν, εννοείται…
«Ποια Ιστανμπούλ να πιστέψεις; Ποια είναι η αληθινή;» Η Αλέβ έδειχνε να συνέρχεται καθώς διασχίζαμε την προβληματική παραλιακή λεωφόρο. Ίσως γιατί είχε ανάγκη από τη διάχυτη πολύχρωμη αδρεναλίνη του Ορτάκιοϊ, του Μπεσίκτας ή των καινούργιων πόλων διασκέδασης στο Καράκιοϊ. Απέναντί μας η Πόλη των δημοφιλών καρτ-ποστάλ, με τους φημισμένους μιναρέδες της Αγια-Σοφιάς, του Σουλεϊμανιγιέ και του Γενί τζαμιού, η Πόλη των Κωνσταντίνων και των τρελών Πατισάχ, η Πόλη των θρύλων, των θρήνων και της ασεβούς ευσέβειας. Η μεταποιημένη βυζαντινή ελκυστική κόλαση, η αλωμένη οσμανλίδικη αφέλεια μιας στάσιμης αιωνιότητας, ο τουριστικός βόρβορος που, τις μικρές πρωινές ώρες, καταλάγιαζε μέσα στην ταπεινή σιωπή της ήττας. Μιας πρόσκαιρης παρηγορητικής ήττας απ’ το περίσσευμα των ψυχών, που έγιναν πληγωμένη σιωπή και σκιές πολεμικές στους ύπνους των φτωχών και των χιλιάδων παρανόμων που κουρνιάζουν ανάμεσα στα τείχη του Θεοδοσίου: Κούρδοι, αντικαθεστωτικοί, κομμουνιστές ιδιότυπα απελπισμένοι, θρήσκοι πεπεισμένοι για τον αμαρτωλό θόρυβο του Βοσπόρου με τις ακάλυπτες γυναίκες που τραγουδούν στις τηλεοράσεις νύχτα και μέρα.
«Δεν είναι τυχαίο που πολλοί αποφεύγουν να μένουν στα ωραία ξενοδοχεία της παλιάς Πόλης».
Η Αλέβ μου εξηγούσε πως ο «καλός τουρισμός» αποστρέφεται το βράδυ τα ζωτικά μνημεία της Κωνσταντινούπολης. Ακόμα και το ανυπέρβλητης αισθητικής ξενοδοχείο «Four Seasons», στις παλιές φυλακές, δίπλα στο Τοπ Καπού, δεν μπορεί να ξεπεράσει την προκατάληψη του βαριοΐσκιωτου. Φυσικά δεν είναι λίγοι εκείνοι που αρέσκονται να κοιμούνται σε δωμάτια-πρώην κελιά φυλακισμένων, διαποτισμένα απ’ την αγωνία και το άλγος των κρατουμένων. Να έχουν την Ιστορία παρέα την ώρα που βουρτσίζουν τα δόντια τους. Γελάσαμε. Κι όταν γελούσε η Αλέβ, άνοιγε σαν τριαντάφυλλο της καλής εποχής του Γκιουλ-χανέ. Γελάσαμε και συμφωνήσαμε πως το «Four Seasons» ήταν το αξεπέραστο σε αρχοντιά και ομορφιά ξενοδοχείο της Πόλης, ασχέτως αν οι «πρωτεϊνούχοι» ζητούσαν τη θάλασσα του Βοσπόρου σε απόσταση μικρότερη των είκοσι μέτρων. Ήδη η αλυσίδα των «Τεσσάρων Εποχών» ετοίμαζε μια «γεπγενί», μια ολοκαίνουργη παραθαλάσσια νοστιμιά στη χλιδάτου κορεσμού παραλία, κοντά στο «Τσιραγάν» της αλυσίδας Κεπίνσκι. Απ’ τον καιρό που οι Βεδουίνοι έμαθαν να φορούν Gucci και να καπνίζουν πούρα Kohiba, άλλαξαν τα πάντα…

Γιάννης Ξανθούλης, Κωνσταντινούπολη. Των ασεβών μου φόβων, Μεταίχμιο, 2008, σ. 110-113