Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΓεωργούλης λεγότανε ο καφετζής που είχε ανακαλύψει και εκμεταλλευτεί πρώτος την αμμουδιά που βρίσκεται πλάι στη Γλώσσα της Πριγκίπου, μες στο δάσος των πεύκων. Η αμμουδιά είχε πάρει το όνομά του, είχε γίνει το Γιωργούλι και μ’ αυτό το όνομα είχε δοξαστεί, γιατί εκεί, στον πόλεμο, οι Γερμανοί αξιωματικοί είχαν οργανώσει τα πρώτα μικτά λουτρά που είχε δει η Πόλη. Το ζήτημα αυτό είχε συνταράξει κάποτε την κωνσταντινουπολίτικη κοινωνία. Ερχόντανε πλήθος άνθρωποι στην Πρίγκιπο ειδικά για να δούνε αυτό το πρωτάκουστο θέαμα, κουβαλιόντανε σωρηδόν στο Γιωργούλι με τα αμάξια, με τις βάρκες, με τις ατμάκατες. Ήτανε κάτι πάρα πολύ παράξενο, μα και ανησυχητικό, να βλέπει κανείς πελώριους άντρες μουστακαλήδες και τριχωτούς να μπαίνουνε στη θάλασσα μαζί με γυναίκες ντυμένες πολύπλοκα και ποικιλόχρωμα μπανιόρουχα, να πιάνονται χέρι-χέρι και να τσαλαβουτούνε και να παίζουνε, σαν τα μικρά παιδιά, και να πιτσιλά ο ένας τον άλλον και να βάζουνε τις φωνές. Κι ύστερα να ξαπλώνονται στον ήλιο και να μην τους μέλλει που τα ρούχα κολνούσαν απάνω τους και φαινόντανε όλες οι γραμμές τους, και να αραδιάζουνε στη σειρά τα γυμνά τους ποδάρια, σαν να ήτανε τα ποδάρια ένα πράμα για να το επιδεικνύει κανείς. Πολλοί από τους θεατές έπαιρναν ύφος θυμωμένο και καταδίκαζαν τα νέα ήθη, έλεγαν πως όλα αυτά είναι μεγάλη διαφθορά και διάλυση της κοινωνίας, κατά βάθος όμως δε θα τους δυσαρεστούσε και τόσο πολύ το σεριάνι, γιατί δεν το κουνούσαν από κει παρά μονάχα όταν συμμαζευόντανε οι κολυμβητές. Ήταν άλλωστε λουτρά περιωπής, συναντούσε κανείς εκεί μεγάλα πρόσωπα και γυναίκες διάσημες για τα λούσα τους και την ομορφιά τους. Εκεί η μητέρα της Ελένης Φωκά είχε πάρει τον αέρα των στρατηγών.
Τώρα τα πράματα είχαν εκλαϊκευτεί. Οι Σύμμαχοι είχαν διαδώσει τα μικτά λουτρά σ’ όλες τις παραλίες των Πριγκιπονήσων και του Βοσπόρου, άρχιζε κι ο πολύς ο κόσμος να τα συνηθίζει. Τα πλήθη των Ρώσων προσφύγων είχαν καταργήσει και το μπανιόρουχο. Έβλεπες τις αριστοκράτισσες σερβιτόρες να βουτάνε θεόγυμνες σ’ όλες τις απόμερες ακροθαλασσιές, χωρίς να σκοτίζονται αν στεκόντανε οι διαβάτες και τις παρακολουθούσαν. Οι στρατοί κι οι στόλοι καλοπερνούσαν, το καλοκαίρι ήτανε μια ατέλειωτη, πάνδημη εορτή. Το Γεωργούλι, ωστόσο, διατηρούσε από τα περασμένα μεγαλεία του κάποια ιδιαίτερη αίγλη.
Γιώργος Θεοτόκης, Λεωνής, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, (1940) 292009, σ. 121-122.