Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Το πλοίο αράζει στη γέφυρα, προς την πλευρά του Εμίνονου.
— Πρέπει να βιαστούμε, λέει ο Αρίν.
Την πιάνει απ’ το χέρι και την τραβάει. Τρέχοντας φτάνουν στην αποβάθρα των Νησιών. Πηδούν στο πλοίο των νησιών χωρίς να έχουν προλάβει να πάρουν εισιτήριο. Δεν τον ρωτάει πού πάνε. Ξέρει ότι θα μείνουν μαζί, θ’ αγκαλιαστούν, θα κάνουν έρωτα, ίσως για τελευταία φορά.
Φτάνουν στην Πρίγκιπο κατά το σούρουπο. Στο πλοίο δεν υπάρχει πολύς κόσμος, οι παραθεριστές δεν έχουν έρθει ακόμα, λίγος ο κόσμος που αποβιβάζεται. Διασχίζουν την αποβάθρα και προχωρούν πιασμένοι χέρι χέρι. Οι μιμόζες και τα ζουμπούλια σκορπούν το άρωμα τους, ανάμεικτο με τη μυρωδιά της καβαλίνας και του σαπισμένου άχυρου. Νιώθει την ανάγκη ενός αναψυκτικού, όμως δεν το λέει, σωπαίνει. Ανηφορίζουν ένα καλντερίμι - φυσάει ελαφρύς νοτιάς. Το άρωμα της μιμόζας τώρα είναι πιο κοντινό, πιο καθαρό.
Μπαίνουν απ’ την πόρτα του κήπου ενός παλιού αρχοντικού. Φαίνεται πως στο παρελθόν το κατοικούσαν Ρωμιοί. Έχει μαρμάρινες κολόνες, μαρμάρινες σκάλες και το μπρούντζινο ρόπτρο της πόρτας έχει σχήμα κεφαλής λιονταριού. Ο Αρίν χτυπάει την πόρτα. Περιμένουν. Στην αρχή ακούγεται ένα φιλικό γάβγισμα απ’ την πλευρά του κήπου. Ένα λευκό σκυλί με μαύρα στίγματα έρχεται τρεχάτο, σηκώνεται στα πίσω πόδια και τυλίγεται με πολλή αγάπη στον Αρίν. Μετά, ένας ηλικιωμένος κύριος που είναι φανερό πως έχει ντυθεί πολύ βιαστικά -θα πρέπει να ήταν ο φύλακας του σπιτιού- ανοίγει την πόρτα. Στο πρόσωπο του διαγράφεται στην αρχή έκπληξη, μετά όμως χαρά που δεν είναι καθόλου προσποιητή.
— Τυχερή μου μέρα η σημερινή, νεαρέ κύριε! Ποιος άνεμος σας έφερε κατά δω; Ελάτε αμέσως μέσα, φυσάει για τα καλά ο νοτιάς. Περάστε, μικρή μου κυρία.
Προτρέχει αναστατωμένος.
— Μετά τον θάνατο του θείου σας δεν ήρθατε καθόλου. Το ξέρω, η μητέρα σας δεν αγαπάει το νησί. Του κακοφαινόταν του κυρίου. Δεν ξεχνάω ποτέ τα παιδικά σας χρόνια, πώς τρέχατε πάνω κάτω εδώ γύρω.
— Έχεις δίκιο, Σαλίχ εφέντη, έχουμε πολύ καιρό να ’ρθουμε. Το ξέρεις όμως, δεν ήμουν στην Τουρκία. Σήμερα το πρωί μιλούσα με τη μητέρα μου· θυμηθήκαμε αυτό το σπίτι και έτσι πήρα τη φίλη μου και ήρθα. Τώρα λοιπόν, εμπρός! άναψε το τζάκι. Τις νύχτες κάνει κρύο.
Η Ουλκιού έχει την εντύπωση ότι ο φύλακας την παρατηρεί με προσοχή και σκέφτεται ενδόμυχα: «Πριν από σένα πέρασαν κι άλλες απ’ εδώ - να δούμε, εσύ τι πράγμα είσαι;» Προσπαθεί να χαμογελάσει, με το στανιό όμως.
— Μάσαλλαχ! Και η κοπελίτσα μας είναι πολύ όμορφη. Τρέχω να φέρω ξύλα. Είστε τυχεροί, το πρόβλεψε φαίνεται η γριά μου. Κάθισε σήμερα κι έκανε μπουρέκι. Πόσο το αγαπούσατε στα μικράτα σας.
Ο Αρίν της ψιθυρίζει, προσπαθώντας να μην τον ακούσει ο γέρος:
— Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω φάει μπουρέκι εδώ.
Πόσο φυσικά, πόσο χαρούμενα είναι τα πάντα. Η σκηνή της ταινίας που ο μικρός κύριος της οικογένειας επισκέπτεται το αρχοντικό τους, το οποίο εδώ και πολύ καιρό δεν είχε επισκεφθεί, κι έρχεται τη μέρα εκείνη με την αρραβωνιαστικιά του, την ερωμένη του ή τη σύζυγο του…
Περνούν στο χειμερινό δωμάτιο όπου βρίσκεται και το τζάκι.
— Εδώ δεν έχει αλλάξει τίποτα, λέει ο Αρίν. Έχω σχεδόν τέσσερα χρόνια να πατήσω το πόδι μου· τα πάντα είναι όπως τα είχε αφήσει ο μακαρίτης ο θείος μου. Ακόμα κι ο Σαλίχ εφέντης έχει παραμείνει ίδιος.
Ο σκύλος βρίσκει την ευκαιρία να ορμήσει μες στο σπίτι και γεμάτος χαρά τρέχει δεξιά αριστερά, ξαπλώνει και σηκώνεται. Ο Αρίν βγάζει ένα μπουκάλι μέσα απ’ τον κομψό αγγλικό μπουφέ που βρίσκεται σε μια γωνιά.
— Ο θείος μου ήταν πολύ μερακλής, του άρεσε το καλό πιοτό, ιδιαίτερα το κρασί. Δεν του άρεσε πολύ το ρακί. Δεν του πήγαινε η κουλτούρα του καπηλειού. Θύμωνε με τον πατέρα μου επειδή έπινε ρακί. Για να δούμε πώς είναι αυτό το παλιό γαλλικό κρασί! Αν δεν έχει ξινίσει θα το πιούμε μια χαρά.
— Δεν μου είχες μιλήσει ποτέ γι’ αυτό το σπίτι.
Μόλις τελειώνει τη φράση της μετανιώνει. Αισθάνεται σαν να του ζήτησε να πληροφορηθεί τα περιουσιακά του στοιχεία. Κοκκινίζει, σωπαίνει.
— Δεν ξέρω. Ίσως επειδή δεν ερχόμουν συχνά. Όταν ήμουν μικρός ο θείος μου περνούσε τα καλοκαίρια του εδώ. Κι εμείς ερχόμασταν κάθε καλοκαίρι και μέναμε στη «Λέσχη Αναντολού». Βέβαια, εδώ στο αρχοντικό υπήρχε χώρος για όλους μας, όμως η μητέρα μου ήθελε να μένει στη Λέσχη. «Εκεί υπάρχει άλλη ατμόσφαιρα», έλεγε. Τα χρόνια εκείνα το νησί ήταν πανέμορφο.
Ο Σαλίχ εφέντης καταφθάνει με τα πιάτα με τα μπουρέκια στο χέρι και στρώνει το τραπέζι για δύο άτομα.
— Αχ, κύριε μου, το νησί έπαψε να είναι εκείνο που ξέρατε. Ούτε η Λέσχη είναι ίδια. Οι Ρωμιοί φεύγουν ένας ένας. Πού εκείνες οι πανέμορφες ταβέρνες των Ρωμιών. Αντικαταστάθηκαν με μαγαζιά που πουλάνε λαχματζούν. Ακόμα κι οι επιβάτες των πλοίων άλλαξαν. Αν πεις οι κήποι, είναι άνω κάτω. Αύριο ρίξε μια ματιά εδώ γύρω με το φως της μέρας. Πού να βρεις εκείνα τα πανέμορφα λουλούδια που σκορπούσαν το άρωμα τους, τα τριαντάφυλλα, τα ζουμπούλια, τα μπρισίμια. Ακόμα και τις πανέμορφες μιμόζες ξηλώνουνε για να χτίσουν οικοδομές. Να το θυμάσαι, αύριο θα λες, ο Σαλίχ εφέντης μού το είχε πει, σε λίγα χρόνια δεν θα μείνει κανένα αρχοντικό, όλα θα γίνουν πολυκατοικίες. Άντε να δεις τους αμαξάδες. Πού εκείνοι οι παλιοί, που ήταν κύριοι. Οι τωρινοί, όλοι τους, πλιατσικολόγοι - άγνωστο από πού έχουν ξεφυτρώσει. Σας πονοκεφαλιάζω, κοπέλα μου, αλλά εσείς έπρεπε να δείτε το νησί είκοσι χρόνια πριν. Ακόμα και δέκα χρόνια πριν η κατάσταση ήταν υποφερτή. Αν με ρωτήσετε…
Ο Αρίν τον διακόπτει γελώντας:
— Δεν σε ρωτήσαμε κι είπες τόσα, φαντάσου να σε ρωτούσαμε.
— Με συγχωρείτε, μικρέ μου κύριε, σας πονοκεφάλιασα. Όμως ο άνθρωπος, όταν θυμάται εκείνες τις παλιές καλές μέρες, δεν κρατιέται. Άντε να σας αφήσω μόνους. Αν χρειαστείτε κάτι χτυπήστε το κουδούνι. Οι κρεβατοκάμαρες στον πάνω όροφο είναι έτοιμες. Τις έχουμε πάντα έτοιμες. Αν πάλι χρειαστείτε κάτι…
— Να ’σαι καλά, αν θέλω κάτι, θα σε φωνάξω…

Ογιά Μπαϊντάρ, Απόμειναν μόνο οι καυτές τους στάχτες, μτφ. Στέλιος Ροΐδης, Καστανιώτης, 2003, σ. 172-174.