Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Αν ακολουθήσετε τα φιδωτά δρομάκια που οδηγούν από τη σκάλα του Γενί Τζαμί στο τζαμί του σουλτάνου Βαγιαζίτ, φτάνετε στο αιγυπτιακό παζάρι, ή παζάρι των φαρμάκων, μια μεγάλη αγορά την οποία διασχίζει από τη μια πύλη ως την άλλη ένα σοκάκι όπου κυκλοφορούν η πραμάτεια και οι αγοραστές. Μια διαπεραστική μυρωδιά, ένα μείγμα από τα αρώματα όλων των εξωτικών προϊόντων, ανεβαίνει στα ρουθούνια σας και σας μεθάει. Εδώ εκτίθενται σε σωρούς ή μέσα σε ανοιχτά τσουβάλια, η χένα, το σάνταλο, το αντιμόνιο, οι χρωματιστές σκόνες, οι χουρμάδες, η κανέλα, το μοσχολίβανο, τα φιστίκια, το γκρίζο άμπαρι, η μαστίχα, η πιπερόριζα, το μοσχοκάρυδο, το όπιο και το χασίς, υπό την επίβλεψη εμπόρων που κάθονται οκλαδόν, σε νωχελική στάση, ναρκωμένοι, θαρρείς, από αυτή τη βαριά, φορτωμένη αρώματα, ατμόσφαιρα. «Τούτα τα βουνά των μυρωδικών», που σας ξαναθυμίζουν παρομοιώσεις από το Άσμα Ασμάτων, δε θα έπρεπε να σας σταματήσουν για πολλή ώρα.
Συνεχίζετε τον δρόμο σας μέσα από το εκκωφαντικό σφυρηλάτημα των χαλκουργών και τη βαριά αποφορά των μαγειρείων που εκθέτουν στην προθήκη τους γαβάθες γεμάτες τουρκικά τουρλού, ελάχιστα δελεαστικά για ένα παριζιάνικο στομάχι, και φτάνετε στο μεγάλο Παζάρι, η εξωτερική όψη του οποίου δεν έχει τίποτα το μνημειώδες: ψηλά γκριζωπά τείχη που πάνω τους δεσπόζουν μικροί μολυβένιοι θόλοι όμοιοι με αποστήματα και στα οποία είναι αγκιστρωμένο ένα πλήθος από τρώγλες και παραπήγματα κατειλημμένα από ασήμαντες μικροβιοτεχνίες.
Το μεγάλο Παζάρι, για να κρατήσουμε το όνομα που του δίνουν οι Φράγκοι, καταλαμβάνει έναν τεράστιο χώρο, και είναι σαν μια πόλη εν πόλει, με δρόμους, σοκάκια, περάσματα, σταυροδρόμια, πλατείες και κρήνες, ένας μπερδεμένος λαβύρινθος όπου προσανατολίζεται κανείς με δυσκολία, ακόμα και μετά από πολλές επισκέψεις. Ο αχανής αυτός χώρος είναι θολωτός, και το φως πέφτει από τους μικρούς τρούλους που προεξέχουν πάνω στην επίπεδη στέγη του οικοδομήματος, φως γλυκό, αμυδρό και θολό, πιο ευνοϊκό στον έμπορο παρά στον πελάτη. Δε θα ήθελα να καταστρέψω τη φαντασίωση της ανατολίτικης μεγαλοπρέπειας που διεγείρει η φράση «Μπεζεστένι της Κωνσταντινούπολης», αλλά θα μπορούσα να το συγκρίνω καλύτερα μόνο με το Ταμπλ στο Παρίσι, με το οποίο μοιάζει πολύ ως προς τη διαρρύθμιση.
Μπήκα μέσα από μια αψίδα χωρίς κάποια αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα και βρέθηκα σ’ ένα σοκάκι αποκλειστικά κατειλημμένο από τους αρωματοπώλες: εδώ είναι που πωλούνται τα αποστάγματα του περγαμόντου και του γιασεμιού, σε μπουκαλάκια μέσα σε βελούδινες θήκες με κεντητές πούλιες, το ροδόσταγμα, τα κεριά αποτρίχωσης, τα θυμιατά για το σεράι με τους ανάγλυφους τουρκικούς χαρακτήρες, τα σακουλάκια με τον μόσχο, τα κομπολόγια από νεφρίτη, κεχριμπάρι, καρύδα, ελεφαντόδοντο, κουκούτσια φρούτων, ροδόξυλο και σανταλόξυλο, οι περσικοί καθρέφτες πλαισιωμένοι με φίνες μινιατούρες, οι τετράγωνες τσατσάρες με τα φαρδιά δόντια, όλα τα σύνεργα της τουρκικής φιλαρέσκειας. Μπροστά στα μαγαζιά στέκονται πολυάριθμες παρέες γυναικών που οι ανοιχτοπράσινοι, βαθυκόκκινοι ή γαλάζιοι φερετζέδες τους, τα κρουστά και επιμελώς κλεισμένα γιασμάκια τους και τα μποτίνια τους από κίτρινο μαροκινό φορεμένα με γαλότσες στο ίδιο χρώμα, δηλώνουν περίτρανα ότι είναι μουσουλμάνες˙ συχνά κρατούν από το χέρι όμορφα παιδάκια ντυμένα με κόκκινα ή πράσινα σακάκια με χρυσά σιρίτια, με παντελόνια σαν των Μαμελούκων από ταφτά βυσσινή, κιτρινόλευκο ή άλλου ζωηρού χρώματος, που λάμπουν σαν λουλούδια μες στο δροσερό και διάφανο απόσκιο˙ νέγρες τυλιγμένες με το ρομβωτό άσπρο και γαλάζιο χαμπάρα του Καΐρου στέκονται πίσω τους και συμπληρώνουν τη γραφική εντύπωση. Πότε πότε, πάλι, ένας μαύρος ευνούχος, με το χαρακτηριστικό κοντό πανωκόρμι, τα μακριά πόδια, το σπανό, λιπαρό και πλαδαρό κεφάλι βυθισμένο μες στους ώμους του, επιβλέπει με σκυθρωπό ύφος τη μικρή ομάδα που του εμπιστεύτηκαν και αναδεύει, για ν’ ανοίξει δρόμο μες στο πλήθος, το μαστίγιο από δέρμα ιπποπόταμου, διακριτικό σημάδι της εξουσίας του. Ο έμπορος, στηριγμένος στον αγκώνα, απαντάει με φλεγματικό ύφος στις ατέλειωτες ερωτήσεις των νεαρών γυναικών που ανακατεύουν την πραμάτεια και φέρνουν τα πάνω κάτω στο μαγαζί του, ρωτώντας πότε για το ένα και πότε για το άλλο, ζητώντας να μάθουν τις τιμές και ξεφωνίζοντας με πνιχτά δύσπιστα γελάκια.
Πίσω από τις προθήκες υπάρχουν οι εσωτερικοί χώροι του καταστήματος στους οποίους οδηγούν δύο τρία σκαλοπάτια, όπου φυλάγονται πιο πολύτιμα αντικείμενα μέσα σε σεντούκια και ερμάρια που ανοίγουν μόνο για τους σοβαρούς πελάτες. Εκεί βρίσκονται οι όμορφες ριγωτές εσάρπες της Τυνησίας, τα χαλιά και τα σάλια της Περσίας, με ξόμπλια που μιμούνται τόσο καλά τα μοτίβα του κασμιριού ώστε μπορεί να γελαστείς, οι καθρέφτες από σεντέφι, μαργαριτάρι και κοχύλι, οι λιθοκόλλητοι και σκαλιστοί σοφράδες όπου τοποθετούν τους δίσκους με τα σερμπέτια, τ’ αναλόγια για να διαβάζουν το Κοράνι, τα διάτρητα θυμιατά από χρυσό, ασήμι ή επισμαλτωμένο χαλκό με γεωμετρικά μοτίβα, τα χεράκια από ελεφαντόδοντο ή ταρταρούγα για να ξύνεις την πλάτη, τα μεταλλικά εξαρτήματα του ναργιλέ από ατσάλι του Χορασάν και φλιτζάνια της Κίνας ή της Ιαπωνίας, όλη η αξιοπερίεργη παλιατζούρα της Ανατολής.
Πάνω από τον κεντρικό δρόμο του Παζαριού δεσπόζουν αψίδες με επάλληλες σειρές από μαύρες και άσπρες πέτρες, και ο θόλος έχει ασπρόμαυρα μισοσβησμένα αραβουργήματα τουρκο-ροκοκό τεχνοτροπίας, που μοιάζει, περισσότερο απ’ όσο φανταζόμαστε, με το είδος του διάκοσμου που συνηθιζόταν επί Λουδοβίκου ΙΕ΄. Ο δρόμος αυτός καταλήγει σ’ ένα σταυροδρόμι όπου ορθώνεται μια κρήνη κοσμημένη και βαμμένη με κραυγαλέα χρώματα, που το νερό της χρησιμεύει για καθαρμούς, γιατί οι Τούρκοι δεν ξεχνούν ποτέ τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, και σταματούν ήρεμα στη μέση μιας αγοραπωλησίας, αφήνοντας τον πελάτη μετέωρο, για να γονατίσουν πάνω στο χαλί τους, στραμμένοι προς τη Μέκκα, και να κάνουν την προσευχή τους με την ίδια προσήλωση που θα έδειχναν αν βρίσκονταν κάτω από τον θόλο της Αγίας Σοφίας ή στο τζαμί του σουλτάνου Αχμέτ.
[…]
Κάτι αξιοσημείωτο όσον αφορά τη μουσουλμανική απάθεια: το παζάρι αυτό θεωρείται τόσο πολύτιμο, που απαγορεύεται να καπνίζεις όσο βρίσκεσαι εκεί — αυτό τα λέει όλα, γιατί ο μοιρολάτρης Τούρκος θα άναβε την πίπα του ακόμα και μέσα σε μια πυριτιδαποθήκη.
Για να δώσουμε και την άλλη όψη του νομίσματος, ας μιλήσουμε λίγο για το παζάρι των Ψύλλων. Είναι ο νεκροθάλαμος, το οστεοφυλάκιο, το σφαγείο όπου πρόκειται να καταλήξουν όλα αυτά τα όμορφα πράγματα, αφού υποστούν τις διάφορες φάσεις της παρακμής. Το καφτάνι που έλαμψε πάνω στους ώμους του βεζίρη ή του πασά τελειώνει τη σταδιοδρομία του πάνω στην πλάτη ενός χαμάλη ή ενός καλαφάτη˙ το γιλέκο που διέγραφε τις πλούσιες καμπύλες μιας Γεωργιανής του χαρεμιού τυλίγει, λεκιασμένο και ξεθωριασμένο, το καύκαλο μιας γριάς ζητιάνας. Παλιοκούρελα, πατσαβούρια, ράκη, σε μια απίστευτη αταξία, όπου ό,τι δεν είναι τρύπα είναι λεκές, ανεμίζουν χαλαρά, δυσοίωνα, σε σκουριασμένα καρφιά, μ’ εκείνο το αόριστο ανθρώπινο σουλούπι που διατηρούν τα πολυφορεμένα ρούχα, και σαλεύουν αόριστα από τους ψύλλους που περπατάνε πάνω τους. Οι καταφαγωμένες πτυχές των απερίγραπτων αυτών αποφοριών, με τις κηλίδες από το πύον των βουβώνων, έκρυβαν άλλοτε την πανούκλα, που έμενε εκεί καταχωνιασμένη σαν μαύρη αράχνη στα βάθη του σκονισμένου ιστού της, σε κάποια βρομερή γωνιά.
Το Ράστρο της Μαδρίτης, το Ταμπλ του Παρισιού, η παλιά Αλσατία του Λονδίνου, δεν είναι τίποτα πλάι σ’ αυτό το Μονφωκόν της ανατολίτικης κουρελαρίας, που χαρακτηρίζεται από το ενδεικτικό όνομα που δε θα επαναλάβω και που ανέφερα παραπάνω.

Θεόφιλος Γκωτιέ, Κωνσταντινούπολη, μτφ. Έρση Μπομπολέση, Καστανιώτης, 1998, σ. 122-125 & 132-133.