Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων
«Θα πάμε στο χαμάμ» της είπε ένα πρωί και ξεκίνησαν για το Τσααλόγλου χαμάμ, ένα από τα παλαιότερα της πόλης.
Η Λούλα είχε πάει στο χαμάμ στην Αθήνα, που ήταν όμως ένα μικρό συνοικιακό χαμάμ. Αυτό ήταν κάτι άλλο! Με κίονες, μάρμαρα, κρήνες γύρω γύρω. Ήρθε μια Τουρκάλα και τους έτριψε και δε σταματούσε να μιλάει με την Αγνές, ήθελε να μάθει τα πάντα για τη νεοφερμένη. Μετά τη φώναξε κοντά στην κρήνη, κάθισε χάμω, έβαλε τη Λούλα ανάμεσα στα πόδια της και της έλουσε τα μαλλιά. Η Λούλα αισθάνθηκε σαν παιδί και αφέθηκε στις περιποιήσεις τής Εμινέ.
Η Αγνές της έδειξε το παζάρι, τη σκεπαστή αγορά, η Λούλα μαγεύτηκε με τον λαβύρινθο των στοών του, με τα μπακίρια, με τα κοσμήματα, με τα κεντήματα, τις παντούφλες. Σεργιάνισαν στο παζάρι των όπλων, στο παζάρι των σαράφηδων, όπου άκουγες τον μεταλλικό ήχο από τα κέρματα που ζύγιζαν, στο παζάρι των μπαχαρικών, όπου αγόρασε τις προμήθειες για την κουζίνα, στο παζάρι των γλυκών, όπου αγόρασαν το απαραίτητο καϊμάκι, που ήταν η ανακάλυψη της Λούλας. Δεν είχε φάει ποτέ τόσο ωραίο πράγμα. Αυτό το καϊμάκι, που γινόταν από το γάλα του βουβαλιού, έδινε γεύση στο καθετί. Η τουρκάλα μαγείρισσά της έβαζε μια κουταλιά καϊμάκι στο κάθε φαγητό στο τέλος που ψηνόταν και τα πιάτα μεταμορφώνονταν. Ένα απλό λαδερό λαχανικό γινόταν κάτι απίστευτο με μια κουταλιά καϊμάκι. Βέβαια, αυτό σήμαινε πως άρχισε να μοιάζει με τις Οθωμανές και τα φουστάνια της άρχισαν να τη σφίγγουν.
Νίκη Μαραγκού, Γεζούλ, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2010, σ. 130.