Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Όταν ξαναβγαίνουμε στο «Πέρα», όπως το λέει η Μουράτογλου χωρίς το «οδός», κοντεύουν μεσάνυχτα, αλλά η κίνηση είναι όπως την είχαμε αφήσει στην κάθοδό μας, στις οχτώ. Ο κόσμος εξακολουθεί να μπαινοβγαίνει στα καταστήματα, που είναι ακόμα ανοιχτά, όχι μόνο τα φαγάδικα αλλά και τα βιβλιοπωλεία, τα δισκάδικα και τα είδη ένδυσης.
«Καλέ, τι ατέλειωτη λαοθάλασσα είναι αυτή!» αναφωνεί η Αδριανή και προσθέτει μια από τις φράσεις που ανήκουν στο τακτικό αποθεματικό της: «Η κάθοδος των μυρίων!».
Τέτοια κοσμοσυρροή, όπως αυτή που συνωστίζεται στη Μεγάλη Οδό του Πέρα πέντε λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, δεν τη συναντάς ούτε στην Πανεπιστημίου ούτε στην πλατεία Ομονοίας σε ώρες αιχμής. Το πλήθος σκεπάζει όλο το πλάτος του πεζόδρομου και περιορίζει την ορατότητα στις πλάτες αυτών που προπορεύονται. Τουλάχιστον δέκα άνθρωποι στο λεπτό εισβάλλουν από τους κάθετους δρόμους στον πεζόδρομο, αλλά είναι τόσο πολλοί, που περισσεύουν και για τις καφετέριες και τα μπαράκια.
«Ήταν πάντα έτσι;» ρωτάει η Αδριανή τη Μουράτογλου.
Η Μουράτογλου χαμογελάει. «Όταν φύγαμε εμείς, η Πόλη ήταν μόλις ένα εκατομμύριο, κυρία Χαρίτου μου. Τώρα είναι επισήμως δεκατέσσερα, ανεπισήμως δεκαέξι και ψιθυριστά δεκαεπτά εκατομμύρια. Αλλά εδώ χτυπούσε πάντα η καρδιά της Πόλης. Και τότε και τώρα».
«Εσείς ερχόσαστε συχνά;» τη ρωτάει η Αδριανή.
«Εμείς μέναμε στο Φερίκιοϊ, από την άλλη πλευρά του Ταξίμ, κοντά στα Ταταύλα. Και σχολείο δεν πήγα στο Ζάππειο αλλά στις καλόγριες, στη Νοτρ Νταμ ντε Σιόν. Για ψώνια όμως ερχόμαστε πάντα στο Πέρα». Ρίχνει ένα βλέμμα γύρω της και λέει με κάποια πίκρα. «Μην κοιτάτε, τώρα έχει ξεπέσει, γιατί κάθε συνοικία απέκτησε την αγορά της. Όπως και στην Αθήνα».
Ένα στα δύο μαγαζιά, δεξιά κι αριστερά, είναι φαγάδικα. Όχι πως εμείς πάμε πίσω, αλλά εδώ δε βρίσκεις φαστφουντάδικα και σουβλατζήδικα. Είναι όλα εστιατόρια σελφ σέρβις, με τα φαγητά εκτεθειμένα στις βιτρίνες και πίσω τους στέκονται άντρες με κάτασπρες ποδιές και σκούφο μάγειρα στο κεφάλι.
[…]
Συνεχίζουμε να ανεβαίνουμε το Πέρα με κατεύθυνση προς την πλατεία του Ταξίμ, ενώ χρειάζεται συχνά ν’ ανοίξουμε δρόμο μέσα στο πλήθος.
«Οι συνάδελφοί σας, κύριε αστυνόμε» μου ψιθυρίζει η Μουράτογλου και μου δείχνει έναν δρόμο αριστερά μου.
Βλέπω τουλάχιστον μια διμοιρία αστυνομικών με κράνη, ασπίδες και γκλομπ, που έχουν κλείσει όλο το πλάτος του δρόμου και είναι έτοιμοι να εφορμήσουν μόλις γίνει το παραμικρό. Σκέφτομαι τι θ’ ακούγαμε εμείς, ο υπουργός και σύσσωμη η κυβέρνηση, αν παρατάσσαμε κάθε βράδυ μια διμοιρία ΜΑΤ στη Σανταρόζα ή στη Χαριλάου Τρικούπη. Όλη την γκάμα, από το χαϊδευτικό «μπασκίνες» ως το περιφρονητικό «φασίστες» και την ιαχή «αστυνομικό κράτος».
«Είναι κάθε βράδυ εδώ ή μήπως υπάρχει σήμερα κάτι έκτακτο;» ρωτάω τη Μουράτογλου.
«Εγώ δεν είμαι κάθε βράδυ εδώ, όπως ξέρετε. Αλλά τους βλέπω κάθε φορά που τυχαίνει να περάσω».
Στην πλατεία Ταξίμ το πλήθος αραιώνει, επειδή διαχέεται, ακριβώς όπως και στο Σύνταγμα. Διασχίζουμε την πλατεία και στρίβουμε αριστερά για να πάμε στο Οτέλ Ερεσίν, το ξενοδοχείο μας.

Πέτρος Μάρκαρης, Παλιά, πολύ παλιά, Γαβριηλίδης, 2008, σ. 34-37.