Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΜία των ημερών λοιπόν με ζητά σε γάμο ένας κύριος, και τι κύριος, πολύ ευκατάστατος και τζέντλεμαν. Ο Θεοφάνης Καλογεράκης απόγονος παλαιάς χανιώτικης οικογένειας με αριστοκρατικά μάλιστα εύσημα. Από τις αρχές του 18ου αιώνα, επί Μαχμούτ του Β', οπότε εγκαταστάθηκε ο έμπορος πρόγονός τους στην Πόλη, είχαν πολιτογραφηθεί ως μελή της ομογένειας. Σαν τέκνο ευφυών πραματευτάδων είχε επαυξήσει τα βαρβάτα προικώα του αναπτύσσοντας αξιοζήλευτη δραστηριότητα στη μεταπώληση των περίφημων κιλιμιών και ταπήτων πολυτελείας από την περιοχή Χέρεκε. Έμενε στα Θεραπειά με τη χήρα μητέρα του που τα μιλούσε βαριά τα κρητικά. Σ’ ένα διώροφο σεράι αγορασμένο από έναν Οθωμανό μπέη. Με το είχε περιγράψει καταλεπτώς. Από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια του επάνω πατώματος, λέγει, μπορούσες να κάνεις σεργιάνι τον μισό Βόσπορο. Από τα δασωμένα υψώματα του Μπέικοζ, της αρχαίας Φιάλης, μέχρι το πυκνοκατοικημένο Μπεηλέρμπεη, τον αρχαίο Σταυρό. Πολύ με το παίνεψε. -Είμαι εξαιρετικά υπερήφανος μ’ αυτό το ανάκτορο. Τρία σαλόνια έχει, Μαρίκα μου, στο μεγαλύτερο χωρούν μετ’ ανέσεως έως εκατόν πενήντα καλεσμένοι -εν ή περιπτώσει οργανωθεί δεξίωσις-, διαθέτει δε και είκοσι κάμαρες. Από καιρό σε μελετώ, Μαρίκα μου, να εύρεις την ευκαιρία, σε παρακαλώ, να επισκεφτούμε μαζί τη μητέρα μου. Η αδελφή του ήταν σύζυγος του εν Κωνσταντινουπόλει γάλλου προξένου. Μεγάλα πράματα! Ήταν τότε σαράντα επτά ετών και γύρευε να ξαναφτιάξει το σπιτικό του έπειτα από το ναυάγιο του γάμου του με την Τερψιθέα Καπλάνη, μια βαθύπλουτη Ρωμιά, την οποία το διαταραγμένο νευρικό της σύστημα την είχε οδηγήσει νεότατη σε μια κλινική νευροπαθών στην Ελβετία. Ο Καλογεράκης, ο όποιος είχε διατηρήσει κι εκείνος αρκετά το κρητικό αξάν, εύρισκε στο πρόσωπό μου την ιδανική σύζυγο. Δεν ήμουν πλούσια, είχα όμως πρόσωπο στην ομογένεια. Ήμουν και λεβεντογυναίκα, γλεντζού, ανοιχτομάτα, κοσμοπολίτισσα. Με συνόδευε και η φήμη μιας από τις λαμπρότερες περιπτώσεις διδασκάλισσας στους ομογενειακούς κύκλους. Φαινόταν και ερωτευμένος κομμάτι. Διαφωνήσαμε λίγο επάνω στο θέμα της επιλογής του τόπου συναντήσεώς μας. Προσωπικά είχα προτίμηση στο καφενείο «Ήπειρος» του Χότζη στο Πέρα. Ή εκεί που βρισκόμασταν κάπου κάπου κατ’ επιλογήν της με τη φίλη μου την Κάθριν την Εγγλέζα, την προξενικιά, στο καφενείο «Αίγυπτος» του Εμφιετζόγλου, στα Μνηματάκια. Η αφεντιά μου και ο επίδοξος μελλόνυμφος συνοδευόμενος από την αδελφή του και τον γαμβρό του τον πρόξενο, κλείσαμε εν τέλει απογευματινό ραντεβού στο καφέ του «Πέρα Παλάς Οτέλ» στο Τεπέμπασι, ουσιαστικά για να δώσουμε λόγο επίσημα. Σ’ αυτό το ξενοδοχείο διέμεναν κατά παράδοσιν υψηλές προσωπικότητες του εξωτερικού και στις σάλες του έδιναν τα σουαρέ τους οι αριστοκράτες της Σταμπούλ. Τα λαχταρούσε τα μεγαλεία ο Θεοφάνης! Μπορεί η γνωριμία μας να είχε προηγηθεί μα δεν είχαμε αρκούντως γνωριστεί. Ευχάριστο ένα περιβάλλον, πολύ όμορφα περάσαμε, ήπιαμε τον καφέ μας, πήραμε και την πάστα μας, και αφού μας ευχήθηκε το ζεύγος απεχώρησε και μας άφησαν πλέον μόνους.
— Θέλεις να περπατήσουμε στην Ιστικλάλ τζαντεσί, Μαρίκα μου; με πρότεινε τρυφερά ο Θεοφάνης. Και ποιος μπορεί να πει όχι σ’ έναν απογευματινό περίπατο στην καρδιά του κοσμοπολίτικου Πέρα και μάλιστα στη Μεγάλη Οδό, την ξακουστή σε όλη την Ευρώπη Grande rue du Péra; — Θα σε παρακαλούσα, αγαπητή μου, να συζητήσουμε και περί ημερομηνίας της επισημοποιήσεως της μνηστείας μας, αν είσαι έτοιμη. — Λέγω, εντάξει, Φάνη μου, ταμάμ. Σχεδόν τον είχα αποφασίσει με τον εαυτό μου τον αρραβώνα, ας το δοκιμάσουμε κι αυτό το ρεβανί, είπα, να δούμε τι σόι είναι το σιρόπι του.
Όπως βγαίνουμε απ’ το ξενοδοχείο και βαδίζουμε αλά μπρατσέτα προς τον Μεγάλο Δρόμο, ανηφορίζοντας το Γκιονούλ σοκάκ, και τι όνομα, άκουε, είναι αυτό που έχει, ο Δρόμος της καρδιάς, στενούτσικη ανηφορίτσα είναι, μας πλησιάζει κάποιος κακοντυμένος τύπος. Δεν τον αναγνώρισα, σουρούπωνε κιόλας. — Καλησπέρα σας, λέγει στα ελληνικά και πλησιάζοντας με αρπάζει το χέρι και το φιλάει με ευγνωμοσύνη. — Μαμαζέλ Μαρίκα, αδελφούλα μου Μαρίκα, σας χρεωστώ πολλά, ποτέ δεν θα σας λησμονήσω, να σας δίνει μπερεκέτια ο Πανάγαθος. Έβγαλα από το πορτοφόλι μου καλούτσικο ένα ποσό σε λίρες και του το έδωσα. Κάνει μια κίνηση ευχαρίστησης και φεύγει σιωπηλός. Ήταν ο Αριστομένης, ο Μένης που τον λέγαμε, αγαθότατο πλάσμα, αμνός του Κυρίου, φτωχόπαιδο της ομογένειας, που τον βοηθούσαμε από καμιά φορά με τις φίλες μου. Με το χειροφίλημα βλέπω έναν Θεοφάνη και αλλάζει χίλια χρώματα. Και σφίγγοντας με κάπως βίαια -ή έτσι με φάνηκε- το χέρι, με αποτείνεται: — Α, Μαρίκα, εδώ θα τα χαλάσουμε. Επιτρέπεται εσύ, μια κοκόνα Ταταυλιανή, πρώτη μια κυρία της ομογένειας, που είθισται να σε κοιτούν από απόσταση δέκα μέτρων και να μην τολμούν να σε πλησιάσουν, να συναλλάσσεσαι, με τύπους τοιούτου φυράματος; Αύριο θα λέγεσαι κυρία Καλογεράκη! Καλογεράκη δεν είπε, μάλλον στα κρητικά το πρόφερε, σαν Καλοζεράτση ακούστηκε, και με χτύπησε σαν καμπάνα στ’ αυτιά μου. — Πού να με έβλεπες με κάτι άλλους τύπους να νταλαβερίζομαι, λέγω μέσα μου. Και στρεφόμενη προς τον παρ’ ολίγον μνηστήρα μου: — Δεν κατάλαβες τίποτε, Φάνη μου, τίποτε δεν κατάλαβες, τον λέγω, εγώ είμαι καπετάνιος στο καΐκι μου, στη ζωή μου το δικό μου μπαϊράκι σηκώνω. Να εύρεις μια γυναίκα υποτακτική να σε κάνει τα χουσμέτια. Τέτοια χατίρια εγώ δεν κάνω, καρντεσίμ. Σε χαρίζω και το Καλοζεράτση και τα καλοζεράτσια σου, εγώ σκλάβος κανενός δεν γίνομαι! Ελβεντά! Καλό δρόμο! Και χωρίς να περιμένω να δω καν την αντίδραση του παίρνω την κατηφόρα για την Ταρλάμπασι, σταματώ απ’ την κάτω πλευρά του εγγλέζικου προξενείου ένα ταξί και εξαφανίζομαι. Ο Θεοφάνης εκείνο το «έλβεντα» ακόμη θα το θυμάται. Αυτός ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος αρραβώνας μου, που κράτησε δύο ακριβώς λεπτά από το καφέ του «Περά Πάλας» μέχρι τα μισά περίπου του Γκιονούλ σοκάκι.