Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων
Την ίδια ώρα, από μια άλλη άκρη της Πόλης, ξεκινούσε ο Δήμης με μια είδηση εξίσου συνταραχτική. Δεν μπορούσε να την κρατήσει, έπρεπε να την ξεφωνίσει. Τον βάραινε αυτή η είδηση, τον εμπόδιζε να συλλογιστεί οτιδήποτε άλλο, του έσφιγγε τον λαιμό. Έπρεπε να την πετάξει από πάνω του, να ανασάνει.
Έφτασε στον Κήπο, τον γύρισε όλον με μια αναπνοή, λαχανιασμένος, κάθιδρος, έξαλλος. Δεν βρήκε κανέναν. Κανείς δεν ήταν εκεί για να πάρει την είδηση, να γίνει έξαλλος κι αυτός και να αρχίσει να τρέχει να τη μεταδώσει αλλού, ώστε να ελευθερωθεί ο Δήμης. Ούτε στις αλέες ούτε στα τραπεζάκια ούτε στις πιο απόκρυφες γωνιές, κανείς!
Βγήκε από τον Κήπο τρέχοντας, ρίχτηκε στο Πεδίο του Άρη, γύρισε με την ίδια φόρα τις παράγκες των Ρώσων –κανείς! Ήτανε κάτι φοβερό να μην μπορεί να βρει άνθρωπο. Δε ζητούσε τίποτα παράλογο. Έναν άνθρωπο ζητούσε για να του μιλήσει, έναν άνθρωπο που να ξέρει τι ήταν η Ελένη Φωκά, τι σήμαινε στον κόσμο το όνομα Ελένη Φωκά. Κι η Ομάδα δε θα συναζότανε στην έδρα της πριν από ώρες.
Ο Δήμης περπάτησε γοργά όλο τον Ίσιο-Δρόμο ίσαμε το Τούνελ, προχώρησε στα Σκαλάκια. Μηχανικά άρχισε να κατεβαίνει τα μεγάλα λιθόστρωτα σκαλοπάτια, που οδηγούσαν από το Πέρα στο Γαλατά, ανάμεσα από σπίτια ετοιμόρροπα και ανάστατες προθήκες.
Εκεί, λίγα χρόνια πριν, ανεβοκατέβαινε με τον Λεωνή ώρες ολόκληρες, οπότε είχανε μερικά γρόσια περισσευάμενα κι αποφασίζανε να κάμουνε σπατάλες. Ήταν ένα μέρος παραμυθένιο, το πιο πολυσύχναστο ίσως μέρος των χριστιανικών συνοικιών της Πόλης και, συνάμα, η μόνιμη έδρα της πιο λαμπρής κοσμοπολιτικής αγοράς ψιλικατζήδων που μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου. Ήτανε το σημείο όπου συναντιότανε τα ψιλικατζίδικα δαιμόνια της Τουρκιάς, του Ελληνισμού, της Ρωσίας, της λατινικής Ευρώπης, του Ισραήλ, των Βαλκανίων, του Καυκάσου, και γινότανε ακατάπαυστα μια πλημμύρα από ξεχαρβαλωμένα παιχνίδια και μουσικά όργανα όλων των κατηγοριών, από ζωγραφιές και ταχυδρομικά δελτάρια όλων των τόπων του κόσμου, από χάρτινους αγγέλους, χριστουγεννιάτικες φάτνες, λαϊκά ντυσίματα, κεντήματα, φλουριά και μπιχλιμπίδια της Δύσης και της Ανατολής, στολές μασκαράδων, μουτσούνες, ψεύτικες μύτες και γενειάδες, παλιά βιβλία με πολύτιμα εξώφυλλα, μεγάλα πορτραίτα του Ναπολέοντα, της βασίλισσας Βικτωρίας ή των σουλτάνων της Αυτοκρατορίας, συλλογές γραμματοσήμων, χαλκομανίες, φωτογραφίες γυμνών γυναικών σε αφάνταστες ποσότητες και μπουρέκια, μπουγάτσες, χαλβάδες, παστέλια σε τέτοια αφθονία και τέτοια ποικιλία, που ποτέ δεν ήτανε δυνατό να ξέρεις όλες τις αποχρώσεις και τις ποιότητες το κάθε είδους όση πείρα και σοφία κι αν είχες αποκτήσει στα ζητήματα αυτά. Από τις δυο άκρες των Σκαλακιών, οι πουλητάδες διαλαλούσανε την πραμάτεια τους, ο καθένας στη γλώσσα του, ανακατώνοντας, στο τέλος, όλες τις γλώσσες. Στήνανε στη μέση του δρόμου και κάτι πελώρια κοφίνια γεμάτα εμπόρευμα που ξεπουλούσανε όσα-όσα. Είχες το δικαίωμα να γονατίσεις και να χώσεις τα δυο χέρια μες στα κοφίνια, να ψάχνεις όση ώρα ήθελες, να διαλέγεις με το κέφι σου, να δοκιμάζεις παιχνίδια καταγής. Οι πουλητάδες τραγουδούσανε ρυθμικά: «Φαλιμέντο πράμα! Φαλιμέντο πράμα!» Αυτό ήτανε έκφραση διεθνική, που είχε διαμορφωθεί από το ανακάτωμα των γλωσσών. Ο Λεωνής και ο Δήμης γονατιστοί μες στην πυκνή σκόνη του δρόμου, με τα χέρια βουτηγμένα ως τον αγκώνα στα παιχνίδια και τις ζωγραφιές, ενθουσιασμένοι και συγκινημένοι, τραγουδούσανε κι αυτοί στον ίδιο τόνο: «Φαλιμέντο πράμα!…»
Πού εκείνα τα χρόνια!
Τα Σκαλάκια είχαν τελειώσει. Τώρα ο Δήμης περιδιάβαζε στις προκυμαίες του Γαλατά σαν χαζός. Έξαφνα, το συλλογίστηκε πως αυτό που έκανε δεν μπορούσε να έχει νόημα απολύτως. Κανένας λόγος δεν υπήρχε να συναντήσει κάποιον από τους φίλους του εκεί. Μια βίδα θα του είχε στρίψει ή καμιά αλλιώτικη μυίγα θα τον είχε τσιμπήσει, για να κάμει όλον εκείνο τον δρόμο με τέτοια φούρια και χωρίς αιτία. Κοίταξε τα αναρίθμητα πλοία που λικνιζόντανε ελαφριά, μες στις τελευταίες ζωηρές αχτίνες του ήλιου που κόντευε να βασιλέψει. Μελαγχόλησε. Πάντα αυτό το μεγάλο θέαμα του λιμανιού τον έκανε να μελαγχολεί, δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί.
Ήτανε κουρασμένος, άβουλος, εμβρόντητος. Δεν καταλάβαινε. Εκεί, στις γκρίζες προκυμαίες, τελείωνε ο κόσμος του και άρχιζε το άγνωστο, το κενό. Δεν καταλάβαινε το κενό. Ούτε καταλάβαινε καθόλου τη μεγάλη είδηση που κουβαλούσε μέσα του. Συνέβαιναν πράματα άνω – ποταμών κι αυτός τα ακολουθούσε, αστόχαστα, κι έτρεχε στους δρόμους, σαν παλαβός, κι ύστερα ρωτούσε τον εαυτό του τι γύρευε και δεν ήξερε να απαντήσει. Τι διάβολο ήτανε δυνατό να γυρεύει εκείνη την ώρα εκεί, στην άκρη του κενού, μόνος με τη μελαγχολία του και μ’ αυτή τη μεγάλη, αχρησιμοποίητη είδηση που τον τυραννούσε;
Και τα Σκαλάκια τι νόημα είχαν τώρα πια, που ο Δήμης κι ο Λεωνής δεν είχαν όρεξη να τραγουδήσουν μαζί με τους πουλητάδες; Τι σήμαινε τώρα όλη εκείνη η παραζάλη κι η τρελή βοή;
Ο κόσμος γύριζε σαν σβούρα, κανείς δεν ήξερε πού πήγαινε και τι ήθελε. Ένα μικρό βαπόρι με ελληνική σημαία ξανοιγότανε πέρα από τον Πύργο του Λεάνδρου, έστρεφε προς τον Νοτιά. Άλλα βαπόρια ερχόντανε από τον Νοτιά, από τον Βόσπορο, από την όχθη της Ασίας. Η απέραντη Πόλη ρουφούσε καράβια απ’ όλες τις μεριές, μέσα σ’ όλους τους κόλπους της, ρουφούσε και ξέβραζε ακατάπαυστα φορτία κι ανθρώπους. Ήτανε κάτι πολύ μεγάλο και λυπητερό, ο Δήμης βαρέθηκε να στέκεται εκεί, δεν του άρεζε να μελαγχολεί. Πήδησε σ’ ένα τραμ αφαιρεμένος και γύρισε, σιγά-σιγά, στο Πέρα.
Γιώργος Θεοτόκης, Λεωνής, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, (1940) 292009, σ. 141-144.