Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο Κουλάς, -ο ιστορικός βυζαντινός πύργος του Γαλατά, που τον κατέλαβαν οι Γενοβέζοι και τον έκαμαν φρούριο και ορμητήριο τους στον 12ο αιώνα- είναι σήμερα για ένα τουρίστ στην Πόλη ό,τι η Τουρ Εφφέλ στο Παρίσι, το Καμπανίλε στη Βενετία, το Ντουόμο στο Μιλάνο. Το καλύτερο παρατηρητήριο και το κέντρον της πανοραματικής θέας της που ξετυλίγεται από τα ύψη του σε όλη της την έκταση και το μεγαλείο. Χτισμένος με ογκολίθους σ’ ένα από τα ιστορικά υψώματα του Γαλατά στο τέρμα του ανηφορικού δρομίσκου, σ’ ένα σπίτι του οποίου γεννήθηκε ο Αντρέ Σενιέ, μαυρισμένος από τις προαιώνιες πυρκαϊές, που κατέστρεψαν κατά καιρούς όλο το εσωτερικό του μα άφησαν άθικτο τον γιγάντιο προμαχώνα του, ο Κουλάς είναι σήμερα το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της Πόλης, μαζί με τα βέλη των μιναρέδων της Σταμπούλ, ένα οικειότατο και απαραίτητο μνημείο της που προβάλλει ογκολιθικό από την κάθε της όψη. Το ύψος του είναι σχετικώς μικρό -60 μέτρα και 180 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας-, η τοπογραφική του θέσις όμως είναι μοναδική κι ασύγκριτη για την εξερεύνηση και της τελευταίας εσχατιάς της Πόλης. Κοντά στον όγκο του, οι άλλοι ιστορικοί πύργοι της Πόλης, οι τετρακόσιοι ερειπωμένοι σήμερα πύργοι των βυζαντινών τειχών, και ο πύργος του Ανεμά, ο πύργος του Μαγκανά, ο πύργος της Κόρης, ο πύργος του Σερασκεράτου, που σώζονται ακέραιοι σε τόσα επίκαιρα σημεία της, φαίνονται σαν απλά διακοσμητικά παιγνίδια. Προ πάντων όταν τους βλέπεις από τη μεγάλη περιφερειακή ταράτσα της κορυφής του, που προκαλεί τον ίλιγγο και στον τολμηρότερο επισκέπτη. Ας αρχίσωμε όμως από τη βάση του, τη γρανιτώδη κυκλική του περιφέρεια, την υγρή και ανήλια, πριν ανεβούμε στη μαγεμένη κορυφή του.
Η βάσις αυτή έχει κάτι το εφιαλτικό. Ο Κουλάς αυτός ο γιγάντιος δεν υψώνεται σε καμιά πλατεία. Είναι το τέρας των ανηφορικών δαιδάλων του Γαλατά, που κάτω από την κεντρική αρτηρία του αρχίζουν να συμπλέκονται σ’ ένα θλιβερό δίχτυ, σκαρφαλώνοντας προς το Πέραν. Καλντιρίμια απαίσια, κι αποκρουστικά στενοσόκακα πλαισιωμένα από τις δυο μεριές από στενά, άνισα και δυσανάλογα υψηλά σπίτια, σφηνωμένα το ένα κοντά στο άλλο, που η μαυρίλα τους ανιστορεί μόνο αθλιότητες και φόβους και κρυφούς καημούς, που στάζουν από κάθε τους προεξοχή την υγρασία την αποθηκευμένη μέσα στα σκοτάδια τους χιλιάδες χρόνια… Το αργό βάδισμα των λίγων διαβατών απάνω στα υγρά λιθόστρωτα ξυπνά τρομαγμένες ήχους δεσμωτηρίων… Κοπάδια ψυχές, σκλάβες αλύτρωτες απ’ τις προλήψεις και βαριές απ’ τους καημούς μιας άχαρης ζωής, επιφοιτούν εδώ τις νύχτες που δεν έχουν ξημέρωμα και τις μέρες που μοιάζουν νύχτες, και σημαδεύουν με τ’ αχνάρια τους αυτά τα θλιβερά καλντιρίμια… Η θεωρία των μαύρων σπιτιών ανεβαίνει, φθάνει στο τέρμα. Αγγίζει με τη μαυρίλα της τη μαυρίλα του Πύργου. Στη νότια πλευρά του πέτρινου θεριού, ένα φανάρι αναμμένο μέρα-νύχτα τρεμοφέγγει. Προς τη βόρεια κυκλική πλευρά βλέπεις τα περίφημα «Σκαλάκια» μυρμηκιασμένα απ’ την πλημμύρα της καθημερινής οχλοζωής. Δυτικά ένας μακρύς στενός δρόμος ξανοίγει προς κάποιο μακρινό αντιφέγγισμα του Κερατίου και καταλήγει στον κατήφορο του Κασήμ πασά. Η προοπτική του δρόμου αυτού με τον Κουλά στο βάθος είναι πολύ ιδιότυπη και χαρακτηριστική –απρόοπτη όπως το κάθε τι που ξεπροβάλλει στο γύρισμα του φιλμ της Πόλης.
Κάνοντας τον γύρο του Κουλά, του πέτρινου αυτού Εφιάλτη που πλακώνει τα σπίτια τα χτισμένα ολόγυρά του φράζοντας κάθε πνοή και κάθε θέα, ανακαλύπτομε την είσοδό του. Μια στενή αψιδωτή πόρτα ολάνοιχτη, που τα σκαλοπάτια της οδηγούν προς το εσωτερικό του Πύργου, το πνιγμένο μέσα σε πηχτό σκοτάδι. Το σκοτάδι αυτό και η φριχτή γύμνια της υγρής φυλακής δείχνουν τον Πύργο απέραντο. Μάταια το μάτι εξερευνά με αγωνία ν’ αναμετρήσει το ύψος του, να διακρίνει την περίμετρο των τοίχων του που κάθετα τούς αυλακώνουν οι σαύρες, γλιστρώντας αθόρυβα και ύπουλα σαν κολασμένοι στοχασμοί σε μαύρη συνείδηση αμαρτωλού που απαρνήθηκε το φως και τη σωτηρία. Η μόνη διέξοδος βρίσκεται δεξιά απ’ την είσοδο. Μέσα στον τοίχο, διαπερνώντας όλο το πάχος του, είναι χτισμένη ελικοειδώς η πετρένια σκάλα που φέρνει στην κορυφή του Πύργου. Το ασφυκτικό σκοτάδι περισφίγγει την ψυχή με μιαν ανείπωτη αγωνία σ’ όλη την κοπιώδη ανάβαση -281 σκαλοπάτια- κι ο απότομος κλονισμός που φέρνει στον αναβάτη η ξαφνική μετάπτωσις προς τον αέρα και το φως όταν φθάσει στο τέρμα είναι αληθινά επικίνδυνος. Τόσο περισσότερο που δοκιμάζει τον ίλιγγο ενός παράτολμου μετεωρισμού, γιατί ο κυκλικός εξώστης χωρίζεται από το κενόν ολόγυρα μόνο με σιδερένιες κιγκλίδες. Πρέπει να κλείσεις τα μάτια λίγα δευτερόλεπτα για να συνέλθεις και ύστερα ν’ αντικρύσεις το θαμπωτικό πανόραμα της Πόλης.
Η θέα από τον Κουλά του Γαλατά δεν έχει τίποτε το κοινό με τη θέα από αεροπλάνο. Το ύψος είναι τόσο μόνο, όσο χρειάζεται για να ξετυλιχθεί το πανόραμα, με όλες τις ανάγλυφες πλαστικότητες που παρουσιάζει η Επτάλοφη, χωρίς τη γεωμετρική ισοπέδωση, ούτε τη φευγαλέα εντύπωση του αεροπορικού ταξιδιού, που ψαύει επιπολής κι εξανεμίζει τις ωραιότερες εικόνες. Απ’ εκεί επάνω δεν βλέπεις τίποτε καθέτως. Απεναντίας σε περιζώνουν με τις μαγείες τους όλες οι οριζόντιες καμπύλες των θαλασσών και των λόφων. Φιδίσια κορμιά ξηράς, ηδονικά ξαπλωμένα, καθρεφτίζουν τις χαρές τους μέσα στους χρυσογάλανους καθρέφτες, νεράιδες πρασινομαλλούσες παιζογελούν λουσμένες στους αφρούς, η Πόλη στολισμένη με όλα τα χρυσαφικά και τα διαμαντικά της και τα παλάτια της στραφτοκοπά στον ήλιο, ζαφείρια και ζουμρούτια και ρουμπίνια και τοπάζια σπέρνουν τον αιθέρα ολόγυρα με τις μυριόχρωμες αναλαμπές τους, οι μιναρέδες λογχίζουν με τις αστραφτερές αιχμές τους τους ουρανούς… Γιατί η Πόλις έχει πολλούς ουρανούς κι αμέτρητους ορίζοντες, όπως έχει πολλές θάλασσες και βουνά και ηπείρους. Να τα μετρά κανείς από το ύψος του Κουλά, όλα τ’ αμέτρητα πλούτη της, που σμίγουν στο μέτρημά τους τόσους ιστορικούς καιρούς και σταθμούς και ακατάλυτα σημάδια, είναι μια θριαμβευτική χαρά και μαζί μια ανείπωτη οδύνη…

Σοφία Κ. Σπανούδη, Γράμματα από την πόλη, Αλέξιος Σαββάκης (επιμ.), Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2008, σ. 207-211.