Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΚωνσταντινούπολη. Των ασεβών μου φόβων
Το σπίτι των φίλων της φίλης του φίλου βρισκόταν στο βάθος ενός αδιεξόδου. Ήταν ένα βαθύσκιωτο αδιέξοδο, με πλατάνια και φλαμουριές. Μια ψηλή ξύλινη πόρτα, με κάτι σαν αραβούργημα από μέταλλο στο πάνω μέρος, όπως μπόρεσα να διακρίνω στο μισοσκόταδο, οδηγούσε σ’ ένα μεγάλο κήπο, κατάφυτο από τριανταφυλλιές, που μοσχομύριζαν όπως εκείνες οι παλιές ράτσες, που σήμερα σπάνια συναντάς σε κάποιους επαρχιακούς κήπους. Περπατήσαμε σ’ ένα ανηφορικό λιθόστρωτο μονοπάτι, περιστοιχισμένο από πεζούλες πέτρινες, για να βρεθούμε σε μια μαρμάρινη, όπως μου φάνηκε, βεράντα, που την τύλιγε μια άναρχη κληματαριά. Οι κληματσίδες της σέρνονταν παντού, μπλεγμένες με τρυφερά πλοκάμια γλυσίνας και κισσού.
«Πρόσεξε μη σου αρπάξουν το πόδι» είπε η Αλέβ. «Είναι χειρότερες κι από χταπόδια…»
Πρόσεξα να μην πέσω θύμα όλων εκείνων των απειλητικών κλαδιών που με γοήτευαν από παιδί, αφού οι «κήποι της ζωής μου» ήταν εγκλωβισμένοι σε αναρριχητικά, που ύφαιναν παραμυθένιες μυστικοπαθείς καταστάσεις.
Ύστερα, σαν να πέσαμε ξαφνικά πάνω σε ένα φωτισμένο καράβι από κρύσταλλο και ξύλο, πρόβαλε το σπίτι.
«Μπροστά είναι ο κήπος και πίσω η θάλασσα. Εξαρτάται αν η διάθεσή σου ζητάει το μπλε ή το πράσινο».
Η Αλέβ έδειχνε να γνωρίζει τα κατατόπια του σπιτιού. Ήταν ένα σπίτι με την ψευδαίσθηση του πλωτού, όπως όλα τα «γιαλιά», δηλαδή αυτά τα ξύλινα μικρά παλάτια, που οι προύχοντες της Πόλης έστηναν στις όχθες του Βοσπόρου σαν θερινές κατοικίες ή σαν ερωτικά καταφύγια, για να ξοδέψουν τον χρόνο με την ασυνάρτητη γεύση της ανασφαλούς εξουσίας. Συνήθως αξιωματούχοι ανώτεροι, πρίγκιπες, αδερφές σουλτάνων με πάθη, πλούσιοι άνθρωποι κι άλλοι εξαρτώμενοι άμεσα απ’ την κυκλοθυμία του εκάστοτε Πατισάχ. Τέτοιοι ήταν οι κάτοχοι των «γιαλιών». Άραγε η ονομασία τους να προέρχεται απ’ τον ελληνικό γιαλό; αναρωτήθηκα.
Ο Βόσπορος έγινε μόδα κυρίως μετά τη φαινομενικά διασκεδαστική «περίοδο της τουλίπας», όταν η φανερά εξασθενημένη αυτοκρατορία του Οσμάν θέλησε να διασκεδάσει την παρακμή της. Αργότερα τα παλατάκια αυτά πέρασαν στα χέρια Ευρωπαίων εγκατεστημένων στην Πόλη, σε διπλωμάτες και αρπακτικά της νέας πολιτικής τάξης.
Και τώρα να με σε ένα «γιαλί», να σφίγγω τα χέρια ετερόκλητων ανθρώπων που με αντιμετώπιζαν φιλικά αδιάφορα, λες και ήμουν ανάμεσά τους πριν από λίγες μέρες, λες και με ήξεραν από πάντα.
Η Αλέβ φίλησε κάποιες ηλικιωμένες κυρίως με μαλλιά σε χρώμα ανεμώνας και, βέβαια, με παρουσίασε ως φίλο του Νεντίμ, που δυστυχώς έλειπε στην κηδεία της πριγκίπισσας θείας του, στην Ιορδανία. Αφού ήμουν «κολλητός» του Νεντίμ, δεν χρειάζονταν περαιτέρω συστάσεις.
Εμφανίστηκαν δύο χλωμές νεαρές υπηρέτριες με παγωμένη λεμονάδα για τις κυρίες και ρακί για τους κυρίους, ενώ μια ψηλή γυναίκα με αυστηρό πρόσωπο και, όπως μου είπε η Αλέβ, «στραμπουλισμένη γλώσσα απ’ τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα αραβικά», ανακοίνωσε σε τουρκικά, όπου περίσσευαν τα «οσμανλιτσά» στοιχεία, πως σε μισή ώρα θα καθόμασταν στο τραπέζι.
«Είναι η οικοδέσποινα, η Φεριντέ Ζιγιά, που πριν από καιρό δίδασκε καλλιγραφία στην Αρχιτεκτονική Μιμάρ Σινάν».
Πιάστηκα απ’ τις διευκρινίσεις της Αλέβ για να νιώσω στοιχειωδώς άνετα και, ρουφώντας το ρακί, που το σέρβιραν σε μικρά παγωμένα ποτήρια με μεζέ ξερά βερίκοκα, γεμιστά με ένα πιπεράτο λευκό τυρί, περιπλανήθηκα στο ευρύχωρο καθιστικό. Υπέθεσα πως όλοι οι καλεσμένοι προέρχονταν από μια «εξάστερη» τάξη, έχοντας ως μέτρο σύγκρισης τα αστέρια των ξενοδοχείων της Πόλης, που συνήθως ανταποκρίνονται με συνέπεια στους αστερισμούς τους. Μιλούσαν χαμηλόφωνα και είχαν αποχρώσεις ανθρώπων εσωτερικών χώρων και διεργασιών.
[…]
Το «γιαλί» της Φεριντέ Ζιγιά είχε άφθονα στοιχεία αρ-νουβό και μουσειακής ξυλογλυπτικής, ιδίως στο κλιμακοστάσιο, που παρέπεμπαν σε ένα χορταστικό ζαχαροπλαστικό υπερθέαμα. Παντού ήταν κρεμασμένες γκραβούρες με αναπαραστάσεις απ’ τη ζωή της παλιάς Κωνσταντινούπολης, μινιατούρες που απεικόνιζαν σκηνές απ’ τις τελετές του παλατιού, με καλά μελετημένες ποσότητες χρυσού ανάμεσα στα μπλε ζαμπάκια, στους κρίνους, στις φιγούρες με τα μογγολικά μάτια και στα τουρμπάνια των ανδρών που υποκλίνονταν στο ερωτικό κάλεσμα μιας προκλητικής θηλυκής σεμνοτυφίας. Γυναίκες με μάτια μαύρα σαν κέλυφος μυδιών και στήθη γυμνά, με θηλές από τουρκουάζ. Και παντού γύρω οι τουλίπες να υπενθυμίζουν τον Προφήτη, μια και ήταν οι αγαπημένες του, πολύ πριν τις ανακαλύψουν και τις εμπορευτούν οι Ολλανδοί.
Στο πάτωμα χαλιά λεπτά, με σχέδια ατελών σωμάτων που θάφτηκαν για να ανθίσουν βαριά μπουκέτα λυπημένων λουλουδιών, ή κιλίμια σε χρώμα αίματος, ξεθωριασμένα απ’ το θράσος του ήλιου. Αιμάτινες γεωμετρικές διαδρομές, πλαισιωμένες από ειρηνικούς ρόμβους στον πιο δραματικό τόνο του ξερού χόρτου. Ζαλίστηκα περπατώντας προσεκτικά, αποφεύγοντας να πατήσω πάνω στην ιστορία, που τη διηγούνταν σε μια μάταιη γλώσσα λησμονιάς… Τόσα χαλιά, τόσα κιλίμια και ποιος ξέρει πόσα σαράκια μες στα φρυγανισμένα ξύλα του «γιαλιού».
Ο Βόσπορος, με τους νανουριστικούς κυματισμούς του, διάβρωνε τα θεμέλια του σπιτιού. Με χτύπησε η αρμύρα στο πρόσωπο μόλις βγήκα στο μπαλκόνι να φανταστώ πως ταξίδευα πέρα απ’ τη φαντασία. Το ξύλινο πάτωμα, με τα μεγάλα αραλίκια που άφηναν τα σανίδια, έτριζε σε κάθε μου βήμα. Ένα κερί έλιωνε στο οξειδωμένο φανάρι της οροφής, μεγιστοποιώντας κάθε υποψία σκιάς. Κι ύστερα, καθώς έστριβα από ένα μισοσκότεινο διάδρομο, πίσω από λεπτές κουρτίνες, στο βάθος, είδα τα σώματα να έρχονται κοντά: η σιλουέτα της Αλέβ κι ενός άντρα. Ίσα που χωρούσε μια χούφτα άνεμος ανάμεσά τους. Παρ’ όλη την ελαττωματική ακοή μου, ένιωσα τους ψιθύρους να χαϊδεύουν τους τοίχους του διαδρόμου. Ήχοι από ανήσυχα κύματα πάθους…
Γιάννης Ξανθούλης, Κωνσταντινούπολη. Των ασεβών μου φόβων, Μεταίχμιο, 2008, σ. 86-89 & 93-94.