Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο Γκίκας με πετυχαίνει στον δρόμο της επιστροφής από το Μπέικοζ προς το Σκούταρι και μου χαλάει τη ρέμβη μου στον Βόσπορο. «Έχουμε κανένα νέο;» με ρωτάει.
Του δίνω μια σύντομη αναφορά για τις έρευνες μου από κοινού με τον Μουράτ και για τις έρευνες που έκανα πίσω από την πλάτη του Μουράτ.
«Δηλαδή, ως τώρα έχουμε δύο θύματα και οι δύο ελληνορθόδοξοι» σχολιάζει.
«Ακριβώς».
«Και τι συμπέρασμα βγάζεις;»
«Στον πρώτο φόνο το κίνητρο είναι καθαρό: ήθελε να εκδικηθεί τον αδελφό της. Αλλά, και στον δεύτερο, οι ενδείξεις μάλλον προς τα εκεί δείχνουν. Όλοι οι μάρτυρες συμφωνούν ότι οι σχέσεις της Χάμπου με την οικογένεια Αδάμογλου ήταν κακές. Φαίνεται πως τους το φύλαγε μανιάτικο και το έβγαλε στην τελευταία απόγονο». Κάνω μια μικρή παύση και προσθέτω το ερώτημα που στην ουσία με βασανίζει. «Αλλού είναι για μένα το πρόβλημα».
«Πού;»
«Πού κρύβεται η γριά; Πρώτον, δεν έχουν μείνει πια πολλοί Ρωμιοί, και δεύτερον, πόσες σχέσεις να έχουν απομείνει ακόμα από τον καιρό που ζούσε εδώ; Οι πιο πολλοί γνωστοί της θα πρέπει να έχουν πεθάνει ή να βρίσκονται στην Ελλάδα. Κανονικά, θα έπρεπε να την είχαμε εντοπίσει ως τώρα. Και όμως κυκλοφορεί σα φάντασμα».
«Ψάξατε τα ξενοδοχεία;»
Αναρωτιέμαι αν κάνει τέτοιες ερωτήσεις επειδή μούχλιασε στο γραφείο ή επειδή νομίζει ότι μόλις αποφοίτησα από τη Σχολή Αστυνομίας. «Τα είχαν ψάξει οι δικοί τους στην αρχή» του απαντώ ήρεμα. «Όπως είναι φυσικό, δε βγήκε τίποτα. Τη φαντά¬ζεστε να σκοτώνει και μετά να γυρίζει στο ξενοδοχείο για ύπνο;»
«Ο Τούρκος συνάδελφος σου τι λέει;»
«Συμφωνήσαμε να κάνει έναν κατάλογο κωνσταντινουπολίτικων οικογενειών και ν’ αρχίσει να ψάχνει, μήπως παρ’ ελπίδα έχει τρυπώσει σε καμιά απ’ αυτές».
«Με τον Τούρκο πώς τα πας;»
«Κρατάμε αποστάσεις ασφαλείας».
«Κάνε το σταυρό σου μη βρεθούμε πέραν του δέοντος μπλεγμένοι».
«Δε μου μοιάζει τόσο μεγάλη υπόθεση για να μπλέξουμε» του απαντάω με βεβαιότητα.
«Και η κατσαρίδα μικρή είναι, αλλά σου φέρνει αναγούλα» σχολιάζει σε μια σπάνια έξαρση της φιλοσοφικής σκέψης του.
Κλείνω το κινητό και αφιερώνομαι στο τοπίο. Η Μουράτογλου είχε δίκιο, όταν έλεγε πως η ασιατική πλευρά είναι πιο όμορφη. Η δόμηση θυμίζει λίγο Δροσιά, Άγιο Στέφανο ή Σταμάτα, αλλά οι ομοιότητες τελειώνουν εκεί. Γιατί εδώ ξεπετάγονται ακόμα ανάμεσα σε πενταώροφες πολυκατοικίες, στενά δρομάκια με ξύλινα σπίτια, σε διάφορα χρώματα, καφέ, μπλε ανοιχτό ή κίτρινα. Τα σπίτια φυτρώνουν μπροστά σου εκεί που δεν τα περιμένεις, σε κάποιες κρυφές γωνίες ή φάτσα σ’ έναν δρόμο με κατασκευές της φωτιάς. Κοιτάζω δεξιά μου και βλέπω ένα ανηφορικό δρομάκι, που καταλήγει σ’ έναν λοφίσκο με δέντρα. Δεξιά έχουν παραταχτεί ξύλινα συντηρημένα σπίτια, αριστερά τριώροφες και τετραώροφες πολυκατοικίες, λες κι έχουν πάρει θέσεις μάχης μετωπικά, όπως παλιά τα στρατεύματα. Νιώθω να ψυχοπλακώνομαι, γιατί ως γνήσιος Έλληνας ξέρω εκ πείρας πως το μπετόν νικάει πάντα.
Το πούλμαν σταματάει μπροστά σ’ ένα μεγάλο παραλιακό καφενείο. Είναι λιακάδα και ο κόσμος κάθεται στα τραπεζάκια με θέα τον Βόσπορο.
«Εδώ που είμαστε τώρα είναι η Κάνλιτζα» ανακοινώνει η ξεναγός. «Η Κάνλιτζα είναι γνωστή για το γιαούρτι της. Θα κάνουμε στάση μισής ώρας για να το δοκιμάσετε».

Πέτρος Μάρκαρης, Παλιά, πολύ παλιά, Γαβριηλίδης, 2008, σ. 122-124.