Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΕπιτέλους το Μπανγκόρ, έτσι ονομαζόταν αυτό το απαίσιο παλιοκάραβο, προσορμίστηκε μπροστά στην πέτρινη προκυμαία, εκτοπίζοντας ένα στολίσκο από καΐκια, και εμείς πατήσαμε το πόδι μας στην ξηρά.
Το λεγόμενο λιμάνι του Καντίκιοϊ, αν και η λέξη λιμάνι είναι κάπως πομπώδης, πλαισιώνεται από τουρκικά, αρμενικά και ελληνικά καφενεία, πάντα γεμάτα με πολυποίκιλο κόσμο. Οι κάτοικοι του Πέραν και οι Έλληνες πίνουν μεγάλα ποτήρια νερό ασπρισμένο από το ρακί, το τοπικό αψέντι· οι μουσουλμάνοι πίνουν γουλιές γουλιές θολού καφέ· Φράγκοι, Έλληνες και Τούρκοι κάνουν, εν χορώ, το ροδόνερο μες στην κρυστάλλινη καράφα των ναργιλέδων να γουργουρίζει, και η πολύγλωσση κραυγή «φωτιά!» σκεπάζει τον υπόκωφο βόμβο των συνομιλιών.
Δεν υπάρχει πιο ευχάριστη αίσθηση από το ν’ αναπνέεις τις αναθυμιάσεις από το τουμπεκί καθισμένος πάνω στο εξωτερικό ντιβάνι ενός τέτοιου καφενείου, βλέποντας λουσμένα σ’ ένα γαλαζωπό φως στο βάθος μπροστά σου, πάνω στην όχθη της Ευρώπης, τα επαλξωτά τείχη του σεραγιού, τα σπίτια των Ψωμμαθειών και τις ογκώδεις κατασκευές του Επταπυργίου· αλλά δεν ήρθα στο Καντίκιοϊ για ν’ απολαύσω αυτό το θέαμα.
Με είχε προσκαλέσει για δείπνο ο Λούντοβικ, ένας Αρμένιος στο μαγαζί του οποίου είχα ψωνίσει περσικές παντόφλες, καπνοσακούλες από τον Λίβανο, μεταξωτές εσάρπες της Προύσας με χρυσό και ασημένιο υφάδι, και κάποια από εκείνα τα ανατολίτικα κομψοτεχνήματα χωρίς τα οποία ένας ταξιδιώτης ερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη δεν είναι ευπρόσδεκτος στο Παρίσι. Ο Λούντοβικ διαθέτει ένα από τα πιο όμορφα καταστήματα αξιοπερίεργων αντικειμένων για το οποίο είχα μιλήσει αναλυτικά όταν αναφέρθηκα στο Παζάρι, και έχει χτίσει στο Καντίκιοϊ μια όμορφη κατοικία. Σαν τους εμπόρους της Σιτέ, οι έμποροι της Κωνσταντινούπολης περνούν τη μέρα τους στο μαγαζί τους και επιστρέφουν κάθε βράδυ σε κάποια εξοχική κατοικία ή αγρέπαυλη για να ζήσουν με την οικογένεια τους, αφήνοντας κάθε εμπορική σκέψη στο κατώφλι.
Ακολούθησα ως το τέρμα τον μεγάλο δρόμο του Καντίκιοϊ, σύμφωνα με τις οδηγίες που μου είχαν δώσει· είναι αρκετά γραφικός, με τα βαμμένα σπίτια του, τα χαγιάτια, τους επικλινείς ορόφους, τους μουχαριαμπέδες με τα πυκνά καφασωτά, και τις πιο μοντέρνες κατοικίες όπου γίνονται αισθητές κάποιες αδιαμόρφωτες ακόμα τάσεις αγγλικής ή ιταλικής τεχνοτροπίας. Μερικές λευκές προσόψεις διακόπτουν κάπου κάπου την αρμενική και τουρκική ποικιλοχρωμία χωρίς να προξενούν πολύ κακή εντύπωση. Στο σκαλοπάτι των ανοιχτών θυρών ήταν καθισμένες ή συγκεντρωμένες όμορφες κοπέλες που δεν το έβαζαν στα πόδια με μια ματιά· ταλίκες τραντάζονταν πάνω στο λιθόστρωτο, μεταφέροντας οικογένειες που πήγαιναν στην εξοχή· Τούρκοι ιππείς περνούσαν καβάλα στα βερβερικά άλογα τους, μ’ έναν υπηρέτη να τους ακολουθεί πεζός και με το χέρι ακουμπισμένο πάνω στα καπούλια του υποζυγίου· παπάδες, ντυμένοι μ’ ένα βιολετί χιτώνα παρόμοιο με τον χιτώνα των καθηγητών μας του γυμνασίου και μ’ ένα δικαστικό πίλο στο κεφάλι από τον οποίο κρεμόταν ένα μακρύ πέπλο από μαύρη γάζα, περπατούσαν με βαρύ βήμα χαϊδεύοντας την κατσαρή γενειάδα τους· παντού υπήρχε ζωηρή κίνηση.
Στο τέλος του μεγάλου δρόμου, τα σπίτια αραιώνουν και περιβάλλονται από πιο μεγάλους κήπους. Περπατάει κανείς κατά μήκος μακριών λευκών τοίχων ή ξύλινων φραχτών, πάνω από τους οποίους προβάλλουν σε συστάδες τα σαρκώδη φύλλα της συκιάς ή σε γιρλάντες οι κληματίδες του αμπελιού.
Μετά από λίγα λεπτά περπάτημα, διέκρινα μια λευκή πόρτα με γαλάζια ανάγλυφα στολίδια: ήταν το σπίτι του Λούντοβικ· μπήκα, και με υποδέχτηκε μια γοητευτική γυναίκα με μεγάλα μαύρα μάτια και μακρόστενο νεανικό πρόσωπο που έφερε όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της αρμενικής φυλής, μιας από τις πιο όμορφες του κόσμου, που θα προτιμούσα ίσως από την ελληνική, αν η καμπύλη της μύτης δε γινόταν πολύ γαμψή με την ηλικία.
Η κυρία Λούντοβικ μιλούσε μόνο τη μητρική της γλώσσα, και η συζήτηση μεταξύ μας σταμάτησε φυσικά μετά τους πρώτους χαιρετισμούς· […]
Η άφιξη του Λούντοβικ, που μιλάει με μεγάλη ευχέρεια τα γαλλικά, μου έδωσε πάλι τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσω τη γλωσσά μου. Πριν από το δείπνο, με ξενάγησε στο σπίτι του: δε θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τίποτα πιο δροσερό και πιο φιλάρεσκα απλό· οι τοίχοι και οι οροφές των δωματίων, με ξύλινη επένδυση, ήταν βαμμένοι με φωτεινά χρώματα, λιλά, γαλανό, αχνοκίτρινο, και ήταν διακριτικά τονισμένοι με λευκά ανάγλυφα στολίδια· λεπτές ψάθες από σπάρτο Ινδίας, που αντικαθίστανται τον χειμώνα από παχιά χαλιά του Ισπαχάν και της Σμύρνης, κάλυπταν τα πατώματα· ντιβάνια με παλιά τουρκικά υφάσματα, με πρωτότυπα και αλλόκοτα σχέδια, στολισμένα αραιά και πού με χρυσοκλωστές και ασημοκλωστές, και μαξιλαράκια από μαροκινό δέρμα, σε προκαλούσαν να ραχατέψεις σε κάθε γωνιά. Μια σκευοθήκη με πίπες, με μαρκούτσια από κερασιά και γιασεμί, με πελώρια κεχριμπαρένια επιστόμια, με λουλάδες από ροδοκόκκινο άργιλο, επισμαλτωμένο και επιχρυσωμένο, και δοχεία από πορσελάνη Κίνας γεμάτα με μεταξένιο ξανθό καπνό, έταζαν στον καπνιστή τις τέρψεις ενός απολαυστικού καπνίσματος· μερικά τραπεζάκια με ένθετο σεντέφι, χαμηλά σαν σκαμνάκια, που χρησιμεύουν για την τοποθέτηση των δίσκων με τα γλυκά και τα σερμπέτια, συμπλήρωναν την επίπλωση.
Επειδή έκανε πολλή ζέστη, δειπνήσαμε έξω, κάτω από το περιστύλιο με θέα στον κήπο, που ήταν φυτεμένος με κλήματα, συκιές και κολοκυθιές. Το γεύμα μας απαρτιζόταν από ψάρια τηγανισμένα στο λάδι, ένα ιδιαίτερο είδος που στην Κωνσταντινούπολη ονομάζουν σκορπιούς, αρνίσια παϊδάκια, αγγούρια γεμιστά με κιμά, γλυκά με μέλι, σταφύλια και φρούτα, και το συνοδέψαμε με δυο είδη ελληνικών κρασιών, το ένα γλυκό με μια ελαφριά γεύση μοσχάτου, το άλλο πικρό επειδή ήταν ανάμεικτο με εκχύλισμα κουκουναριών -ανάμνηση από την αρχαιότητα- που θύμιζε αρκετά το βερμούτ του Τορίνο.
Τα πιάτα τα έφερνε μια μικρόσωμη υπηρέτρια δεκατριών ή δεκατεσσάρων χρόνων που, μες στη βιασύνη της, έκανε τα ξύλινα τσόκαρα στα γυμνά της πόδια να κροταλίζουν πάνω στο χαλικόστρωτο μωσαϊκό της αυλής. Πήγαινε και τα έφερνε από τον φούρνο όπου μαγείρευε ένας τροφαντός Αρμένιος κοιλαράς με αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο και παπαγαλίσια μύτη, που είχε, στην ειδικότητα του, ένα μεγάλο ταλέντο· γιατί τα καλύτερα γεμιστά αγγούρια τα έφαγα από τα χέρια αυτού του Καρέμ της Ασίας, στον οποίο εκφράζω εδώ την ικανοποίηση ενός στομαχιού γεμάτου ευγνωμοσύνη. Καθώς οι γαστριμαργικές τέρψεις σπανίζουν στην Τουρκία, είναι καλό να τις αναφέρω.
Αφού τελειώσαμε το γεύμα, πήγαμε να πιούμε καφέ και να καπνίσουμε μια πίπα κάτω από τα ψηλά δέντρα που πλαισίωναν γραφικά την απόκρημνη ακτή του κόλπου· κάτι μουσικοί τραγουδούσαν κλαψουριστά ένα παράπονο με τη λαρυγγική χροιά, τον ιδιόμορφο ρυθμό, τη μελαγχολική βραχνάδα που αρχικά σου φέρνουν γέλια, και τελικά σε μαγεύουν σαν τ’ ακούς πολλή ώρα· την ορχήστρα αποτελούσαν μια ρεμπάπα, ένας δερβίσικος αυλός κι ένα ταμπούρλο. Εκείνος που έπαιζε τη ρεμπάπα, ένας παχουλός Τούρκος με ταυρίσιο λαιμό, κουνούσε ρυθμικά το κεφάλι του με ύφος άρρητης ικανοποίησης, μεθυσμένος θαρρείς από την ίδια του τη μουσική· ανάμεσα στους δυο ισχνούς ακολούθους του, είχε το ύφος ενός τετράπαχου αγαλματιδίου ανάμεσα σε δυο τερατόμορφα ειδώλια.
Αφού χορτάσαμε το τραγούδι των γενίτσαρων και τον θρύλο του Σκεντέρμπεη, μας ήρθε η όρεξη να παρακολουθήσουμε την παράσταση που έδιναν οι Αρμένιοι και Τούρκοι γελωτοποιοί στο Μοντά Μπουρνού, πολύ κοντά στο Καντίκιοϊ.
Θεόφιλος Γκωτιέ, Κωνσταντινούπολη, μτφ. Έρση Μπομπολέση, Καστανιώτης, 1998, σ. 316-320.