Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Το κανονάκι του Μιχάλη Αχειλά

Μεγάλη προσωπικότητα στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής του Βόλου. Μικρασιατικής καταγωγής, γεννήθηκε το 1928 στην Κομοτηνή και δύο χρόνια αργότερα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Βόλο. Ο πατέρας του (ο μπάρμπα Μιχάλης Αχειλάς ή Αξαρλής, ψευδώνυμο βγαλμένο από τον τόπο που γεννήθηκε, το Ακσάρ, περιοχή που βρίσκεται βορειοανατολικά της Σμύνης) με μια φορητή φωτογραφική μηχανή πάνω σε ένα τρίποδο έκανε την ημέρα τον υπαίθριο φωτογράφο και τα βράδια γύριζε τις ταβέρνες της Νέας Ιωνίας με το όργανό του (κανονάκι) προσπαθώντας να ζήσει την οικογένειά του. Ο κυρ Παναγιώτης έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο 7ο και 8ο δημοτικό σχολείο της Νέας Ιωνίας. Το γυμνάσιο το τέλειωσε στο Βόλο σπουδάζοντας παράλληλα στο ωδείο του Κόντη «Ελληνικόν Ωδείον» μαθαίνοντας βιολί αλλά και θεωρία ευρωπαϊκής μουσικής. Έπαιξε με αρκετές ορχήστρες της εποχής στο «Αχίλλειο», στη «Λεύκα», στου «Αλινδρομήτη» και σε διάφορα άλλα κέντρα της περιοχής. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1974, ασχολήθηκε με τη βυζαντινή μουσική. Έμαθε πολύ γρήγορα το κανονάκι συνεχίζοντας επάξια με το ίδιο μεράκι την καλλιτεχνική πορεία του πατέρα του. Δημιούργησε δικό του συγκρότημα με πολλές καλλιτεχνικές εμφανίσεις. Αθόρυβος εργάτης της τέχνης άφησε πίσω του αξιόλογο έργο μεταδίδοντας τις γνώσεις του σε νέους οργανοπαίκτες.
Ο κυρ Παναγιώτης έφυγε πρόωρα από τη ζωή στις 8 Ιανουαρίου του 1991. Μετά το θάνατό του ιδρύθηκε προς τιμήν του ο «Σύλλογος Έρευνας, Διάσωσης, Ριζικής Αποκατάστασης της Μουσικής των Ελλήνων: Παναγιώτης Αχειλάς».

Του κυρ Παναγιώτη το μεράκι
γλύκα βάζει στο βιολάκι
και τα κέφια μας μελώνει
όταν παίζει το κανόνι

δεν μιλά ποτέ πολύ
και όταν παίζει το βιολί
μας ανοίγει την καρδιά του
και τη μέσα ομορφιά του

και τα δάχτυλα σαν παίζουν
και μαγεύουν τις χορδές
το μυαλό μας ταξιδεύουν
στης Ιωνίας τις ακτές

Ένας ωραίος άνθρωπος
Τον Παναγιώτη Αχειλά τον γνώρισα σε μικρή ηλικία, αρχές της δεκαετίας του '70 όταν πηγαίναμε τα καλοκαίρια διακοπές στο πατρικό του πατέρα μου στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, στη Νέα Ιωνία του Βόλου.
Αδελφικοί φίλοι και συνομήλικοι με τον πατέρα μου, χώρισαν προσωρινά με το φευγιό μας στην Αθήνα.
Ήταν τα πέτρινα χρόνια τότε, που ανάγκασαν τους γονείς μου το 1962 να γίνουν μετανάστες με το ζόρι, επειδή δεν ήταν «δέντρα», μα λουλούδια, που προσπάθησαν να τα μαράνουν κλείνοντας την «Παπαρούνα».
Η σχέση τους ήταν δυνατή και η απόσταση δεν στάθηκε ικανή να τους χωρίσει. Βρέθηκαν για συναυλίες στην Αθήνα και τα καλοκαίρια οργάνωναν αξέχαστα γλέντια ιδιαίτερα όταν ο κυρ Παναγιώτης, προς τα τέλη της δεκαετίας του '70, μετακόμισε στον Άνω Βόλο σε μια πολύ όμορφη τοποθεσία.
Θυμάμαι κάτι ξενύχτια με το κασετόφωνο ανά χείρας να περιμένουμε τα αηδόνια να αρχίσουν το κουβεντολόι για να τα ηχογραφήσουμε. Αξέχαστες στιγμές!
Ο κυρ Παναγιώτης το '70 έμενε στην οδό Μαιάνδρου στη Νέα Ιωνία, σε ένα προσφυγικό σπίτι που είχε μια ωραία εσωτερική αυλή με μια μεγάλη συκιά, που έκανε υπέροχα σύκα. Θυμάμαι τις συχνές επισκέψεις εκεί, τα παγωμένα σύκα και το γλυκό του κουταλιού που με τρατάριζε η πρόσχαρη φυσιογνωμία της κυρά Μαρίας, της γυναίκας του.
Τότε ζούσε ακόμα ο μπαρμπα-Μιχάλης, ο πατέρας του κυρ Παναγιώτη, εξαιρετικός άνθρωπος και μεγάλος δεξιοτέχνης στο κανονάκι.
Μαζί με τον Νίκο Στεφανίδη από την Νέα Ιωνία της Αθήνας ─που ήταν φίλοι και αλληλογραφούσαν─ και τον Λάμπρο Σαββαΐδη από την Θεσσαλονίκη, άφησαν εποχή για δεκαετίες στο χώρο της μουσικής μας παράδοσης.
Στην αυλή υπήρχε μια πόρτα που σε έμπαζε στον μαγικό κόσμο του.
Ήταν η πίσω πόρτα από το «πολυκατάστημα» του κυρ Παναγιώτη.
Μπροστά ήταν το φωτογραφείο με ένα γραφείο δεξιά για την παραλαβή των φιλμ που έρχονταν για εμφάνιση, και αριστερά ένα καθιστικό για τους φίλους, που δεν έλειπαν ποτέ, και όσους ήθελαν να βγάλουν οικογενειακές ή ατομικές φωτογραφίες.
Ο κυρ Παναγιώτης ήταν και στη φωτογραφία καλλιτέχνης.
Το εμπρός με το πίσω μέρος χωρίζονταν από μια βαριά μπορντό κουρτίνα. Στο βάθος είχε διαμορφώσει το studio και πίσω ακριβώς από την κουρτίνα υπήρχε μια καρέκλα κουρέα και ένας καθρέφτης για κούρεμα και ξύρισμα - άλλο ένα επάγγελμα που το έκανε μερακλίδικα.
Λίγο πιο πέρα μια καρέκλα είχε μόνιμα θρονιασμένο το καμάρι του, το κανονάκι, πάντα έτοιμο είτε για τη δική του μουσική ενδοσκόπηση ή για το χατίρι της παρέας.
Απέναντι ακριβώς ήταν ένα παλιό ραδιόφωνο (απ' αυτά που είχαν στην πρόσοψη τις πόλεις του κόσμου) μόνιμα συντονισμένο στη συχνότητα των βραχέων κυμάτων, σε σταθμούς που παίζανε ανατολίτικες μουσικές και τραγούδια.
Δίπλα ακριβώς το κασετόφωνο με εκατοντάδες κασέτες αρχείο.
Ηχογραφούσε συχνά εκπομπές από τα βραχέα, μα και τα δικά του παιξίματα μοναχικά ή παρεΐστικα.
Αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης με τη δυτική παιδεία αποτύπωσε την καλλιέργεια και τον πολύχρωμο κόσμο του σε χιλιόμετρα μαγνητοταινίας. Και η αγάπη του για την ανατολίτικη μουσική και το κανονάκι (ήταν αυτοδίδακτος) ένωσε μέσα του δημιουργικά δυο κόσμους, Δύση και Ανατολή.
Με αυτά τα όργανα έκανε ό,τι ήθελε∙ ήταν μια ορχήστρα μόνος του!
Έπαιζε την ελληνική παράδοση, ανατολίτικα, ρώσικα λαϊκά, κλασική μουσική και τζαζ. Ο κυρ Παναγιώτης δεν μιλούσε με το στόμα μα με τα δάκτυλα και την ψυχή.
Ήταν πραγματική εμπειρία να τον ακούς! Το παίξιμο του σε ταξίδευε…
Έχουμε να κάνουμε με έναν κοσμοπολίτη καλλιτέχνη, που γνώρισε και αγάπησε τον κόσμο χωρίς να ταξιδέψει, μα με μοναδικό όχημα τις μουσικές του.
Τον φώναζα θείο και υπήρχε μια αμοιβαία συμπάθεια από την αρχή της γνωριμίας μας. Ήμουν καλός ακροατής των μετρημένων του λόγων που δίδασκαν ήθος, και του πληθωρικού παιξίματός του που με μαγνήτισε αμέσως, αν και ήμουν σε μικρή ηλικία.
Είχε αντιληφθεί το ενδιαφέρον μου και του άρεσε. Σε κάθε μου επίσκεψη με έπαιρνε στα ενδότερα και άρχιζε με το κανόνι του τις μουσικές διαδρομές…
Είχε τον τρόπο να σου μεταδίδει μια ηρεμία που σε καθήλωνε.

Θυμάμαι πως, ενώ έπαιζε, το παιχνίδι μας ήταν, εγώ να του πειράζω τις χορδές και αυτός να μου γρατσουνίζει τα χέρια με τα δαχτυλίδια που φορούσε για να παίζει το κανονάκι.
Ο κυρ Παναγιώτης εκτός από ολοκληρωμένος καλλιτέχνης ήταν μια συγκροτημένη προσωπικότητα, άνθρωπος μειλίχιος που χαιρόταν με τις χαρές και λυπόταν με τις λύπες των ανθρώπων.
Ήθελε να δει τον τόπο του να προκόβει και τον πολιτισμό να ανθεί, το θεωρούσε βασική προϋπόθεση για να πάει μπροστά η χώρα μας.
Αγαπούσε τους νέους ανθρώπους και τους βοηθούσε με τις γνώσεις του.
Ο μεγάλος του νταλκάς ήταν να πάρει η μουσική μας παράδοση τη θέση που της ανήκει, όχι σαν μουσειακό είδος αλλά στις καρδιές των ανθρώπων.
Ονειρευόταν την αναγέννηση των παραδοσιακών ήχων στις σύγχρονες συνθήκες. Το πρόωρο φευγιό του όμως στις 8 Ιανουαρίου 1991 δεν τον άφησε να δει σημαντικούς καλλιτέχνες να το κάνουν πράξη μέσα στη δεκαετία του '90.
Η γνωριμία μου με τον κυρ Παναγιώτη με έκανε να αγαπήσω όχι μόνο τη μουσική αλλά και τους εργάτες της τέχνης, τους μουσικούς, τους ανθρώπους που έχουν καταθέσει την ψυχή τους μέσα σε ό,τι ωραίο ακούμε.

Θεολόγου Δημήτρης, Φταίνε τα τραγούδια, Μετρονόμος, Αθήνα 2011, σ. 56-62.