Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΝίκου Μπακόλα, «Η μεγάλη πλατεία»
Κι όταν ανέβηκαν στο βαπόρι, έλεγε ο Φώτης πως αρρώστησε, κλείστηκε μες στην καμπίνα στο σκοτάδι κι ούτε ξεμυτούσε, και παραπονιόταν ότι «το ’χει η μοίρα μου να μη χαρώ ταξίδι» που θυμόταν τα ανδραγαθήματα και τη λιποταξία, το κρυφτούλι μες στ’ αμπάρια και την πείνα και τη δίψα —και παράγγειλε του καμαρώτου «φέρε μου πιλάφι και κοτόπουλο» και κατόπι μια σαμπάνια παγωμένη, που αποδείχτηκε μια δίαιτα περίεργη, κι απορούσαν με αυτόν τον άρρωστο και την όμορφη γυναίκα, που το τρίτο βράδυ είπαν «φτάνουμε στη Σαλονίκη» κι εννοούσαν το επόμενο πρωί. Και εκεί πάνω κλείστηκε το ζεύγος στην καμπίνα, να φυλάξουν τις πιο δύσκολες τις ώρες, ένα θησαυρό στη νύχτα, που τον είχαν κρυμμένο σκορπισμένο μέσα σ’ ένα καμινέτο, σε δυο ζώνες, σε ποδόγυρους. Και ξημέρωσε Σεπτέμβρης με μια θάλασσα γαλήνια, έναν ουρανό κατάλευκο, και στο βάθος μια λουρίδα με ξηρά σκουρόχρωμη, ύστερα η πόλη πιο πολύ στο άσπρο και στο καφετί, και στα δεξιά το πιο ψηλό βουνό της, που σκιαζόταν κι ήταν τώρα μαυροπράσινο, πίσω τους γαλατερή η θάλασσα, ένα πέλαγος σχεδόν γαλήνιο και στ’ αριστερά τους πάλι τα βουνά, όπου είπε ο Φώτης «είναι χιονισμένη η κορφή του Όλυμπου». Και σε λίγη ώρα ήταν μες στην αγκαλιά του κόλπου, όπου άπλωνε η γης το χέρι της κι ήταν σαν να τους μηνούσε, τώρα είσαστε δικοί μου, γιατί όντως άρχισαν να φαίνονται τα σπίτια, δυο καΐκια διασχίζανε νωχελικά τη θάλασσα και πιο πέρα λάμναν δυο κουρήτες, φαίνονταν οι κωπηλάτες που αγωνίζονταν, τώρα λέγαν «να ο Λευκός Πύργος», και λαχτάρησε ο Φώτης, ένιωθε λιγούρα, ένα είδος πόνου πάνω από τη ζώνη, στα αριστερά, και σκεφτόταν μοιάζει σαν να με τσιμπάει η καρδιά μου, και ξεσφίχτηκε.