Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Δ. Ν. Μαρωνίτη, «Η Νύμφη του Θερμαϊκού»

Είναι ντροπή κάθε άπρακτη γραμμή για το σεισμό. Άκυρος λόγος που τον στηρίζουν, σα δεκανίκια, ο φόβος κι η οργή. Φόβος που χαλαρώνει άσχημα τα πρόσωπα, και τα κάνει να δείχνουν πιο καθαρά τη μελαγχολία και τη ματαιότητά τους. Οργή, γιατί κάθε βαριά συμφορά βρίσκει πάντα το κέντρο της, κι αφήνει γύρω άλλους να φλυαρούν την ανακούφισή τους, που το κακό και τη φορά αυτή έπεσε αλλού. Λίγοι συμπονούν, όπως και όσο τους πάει· οι πολλοί εφαρμόζουν τη λογοκρισία που επέβαλαν η απανικόβλητη πρωτεύουσα και οι φιλάνθρωπες αρχές της. Και λοιπόν; Θα αφήσουμε να μας λερώσει η διάρροια του φόβου. Είναι ντροπή, αλλά είναι ανάγκη.
Άλλαξε η πόλη άσχημα. Πέταξε τους αρρώστους της στο δρόμο και ξάπλωσε βαριά. Είτε πας να φύγεις, είτε ξαναγυρνάς στα κέντρα της, μυρίζεις τρόμο ανακατεμένο με έπαρση. Λες «χρειάζομαι βοήθεια»· και σκέφτεσαι «χρειάζεται στήριγμα το ξένο σπίτι, για να μην πέσει στο κεφάλι μου». Τα άσχημα σπίτια πέταξαν έξω τους ανθρώπους κι έμειναν μόνα: έρημα, ανάπηρα, τυφλά.
Τρομοκρατώντας προστατεύει η άχτιστη γη: ο φλοιός της κι άλλες λέξεις πολλές που βγάζουν στις εφημερίδες ακατάσχετα τα σωθικά της. Άγρια παραμύθια κι άρρωστη περιέργεια για σεισμολόγους, σεισμογράφους και σεισμούς: χάρτες, φωτογραφίες και στατιστικές. Λαϊκό ανάγνωσμα. Κι από ψηλά νομάρχης κι υπουργοί πετούν, συσκέπτονται, συγχαίρουν, απειλούν, απομονώνουν τους μάγους της επιστήμης. Άντε να τα βγάλεις πέρα με την κοινή σου λογική και τη λειψή σου γνώση.
Στους ιδιωτικούς καιρούς που ζούμε πλήρωσαν πιο ακριβά τα δημόσια κτίρια: το αεροδρόμιο, τα παλιά δικαστήρια, η αγορά, το Μουσείο, η Μητρόπολη, η Αχειροποίητος, η Αγία Σοφία, η Ροτόντα, ο μιναρές της, και το πιο πικρό: το παλιό κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου, που άντεξε σχεδόν εκατό χρόνια, ράγισε τώρα, σα γέρος που κουράστηκε να λέει και να λέει, και να μην τον ακούν.
Κάποιος ψευδός φίλος, ζωγράφος και ποιητής, αρχιτέκτονας έξυπνος, πρακτικός και νευρωτικός, είπε: μου ξέφυγαν χίλιες λέξεις στο λεπτό. Και για να πάρει ο λόγος το δρόμο του, πρόσθεσε άλλος: κοίτα πώς μας εξευτελίζει η φύση· για να γίνεις ειλικρινής, πρέπει, καλά και σώνει, να ξομολογηθείς· παπαδαριό κι εδώ.
Πενήντα, όπως λεν, καταυλισμοί άλλαξαν κάθε ανοιχτωσιά της πόλης σε υπαίθριο θέατρο. Σκηνές και τσαντήρια, οδηγίες, διανομές, μεγάφωνα. Φοβισμένη πειθαρχία. Όσοι συντρέχουν κι όσοι λεν ευχαριστώ. Κι από κοντά: όρεξη για φαΐ, όρεξη για σμίξη, λίγη ψυχαγωγία και διαφώτιση. Και μέρα ή νύχτα: ύπνος δημόσιος, έκθετος στα μάτια καθενός. Βλέπεις, ακούς, ιδρώνεις και κρυώνεις. Αν ξεσπούσε νεροποντή, θα χώριζε ίσως τους ερασιτέχνες από τους χαρισματικούς της συμφοράς.

Ιούλιος 1978

Δημήτρης Μαρωνίτης, «Η Νύμφη του Θερμαϊκού», Αθήνα, εφημερίδα Το Βήμα, 1η Ιανουαρίου 1978.