Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Του Σπουργίτη μπόμπα πρώτη Μποναμάς του «Πατριώτη»

Να ζω σα ζώο ή να μη ζω; Να ζω σα λωποδύτης
Βρώμιος, ταρκάσης, άτιμος, και συ σαν τραπεζίτης;
Να ζω και συ να με τρυγάς, να ζω να μ’ ινφαμάρης,
Να ζω και με το αίμα μου να παίζεις, να σπασάρεις;
Ή δυναμίτης να γενώ, μπόμπα, Βαγιάν, μπουρλότο,
Να κάψω Αυλαίς σου και Βουλαίς κι’ αφ’ το στερνό ως τον πρώτο;
Η Ελλάδα μας, μωρές σκυλιά, φαλίδα να ψοφήσει;
Έως τα προχτές, μπιρμπάντιδες, δε λέατε πως ΘΑ ΖΗΣΕΙ;
Φόρους ε; …φόρους! κ’ έπειτα πούντο ντι φαλιμέντο!_
Είσαι ή δεν είσαι, λόρδε κρουπ, παντιέρα ντι όνι βέντο;
Τι θες μωρέ τα ηλεκτρικά, τση στόλους, τση μπαράταις,
αφού οι εβραίοι θα πάρουνε και τση στερνές μας πλάτες;
Ας λείπανε αφ’ τη ράχη μας οι Ορνστάϊνδες και οι τόκοι
και ας μη μας ξεβαρβάριζες, σορ κόντε Θεοτόκη!
Ω! ας έλειωνα στα ‘ρείπια σου, νησί μου γκρεμισμένο,
να μην ιδώ το Έθνος μου φαλίδο, ντροπιασμένο!
Μαράζι τώχα να σε ιδώ από κοντά, Πατρίδα,
μα κάλλιο ας ήθε’ τσακιστώ, παρά όπως τώρα σ’ είδα!
Ο Θεός σχωρέ σε Σολωμέ’ είδες εκεί εξυπνάδα!
πονούσε, μα δεν ήθελε να ιδεί ποτέ του Ελλάδα!
«Έλα, του λέγανε, να ιδείς τους άντρας μας, τ’ αρχαία’
κ’ εκείνος έλεε: νο σινιόρ, θα χάσω την ιδέα!
Ακούς μυστήριο;…μάνα του την ήθελε απ’ αλάργα’
πρόβλεπε πως θα πουληθεί κ’ η Ελλάς του σαν την Πάργα!
Δε θα φαντάσθει όμως ποτέ, όσο και αν ήτο αλούπι,
πως αφ’ το γιο θα πουληθεί του Σπύρου του Τρικούπη.
Κ’ ινσόμα είν’ αληθινό! Δεν είν’ αλάργα η μέρα
που θε να ιδήτε ινφάμηδες, μ’ Αυστριακιά παντιέρα
η Ελλάς μας να σαβανωθεί! – Ω, ας ήθε βάρτε αγκάρια,
νοβέλα, κεφαλιάτικα, δασμούς στα ντόπια ψάρια,
ας παίρνατε προγονικά, μετόχια, κλαδευτήρια,
σπιτάλια και καλύβες μας, σχολειά και μοναστήρια,
μύλους, σανούς και αξίνες μας, σβουνιές μας και σπαρτά μας,
ας ήθελ’ ινκιαντάρετε και τα παλιόκομμά μας!
Ας δίνατε το λάδι μας, τση μούστους, τη σταφίδα,
ακόντο για τα χρίγια μας και τη στερνή μας γίδα!
Ας πίνατε το αίμα μας, λύκοι , για να χορτάστε,
κι όχι ποτέ τση Ελλάδας μας τα μούτρα να ντροπιάστε!
Μη, αγύρτες, δεν πλερώσαμε τόσα τραμπούκα ως τώρα
για γάμους, φέστες, για κλεψιές, για ηλεκτρικά και φιόρα;
Εσείς παλάτια και χορούς, κ’ εμείς ελιά, κρεμμύδι…
μας φάατε, μας βουλιάξατε και στο στερνό …φαλίδοι!
Μ΄ όσα ξοδιάζω για καφέ, καπνό και φώσφορά μου,
επί Αγγλίας, κανάγηδες, περνούσε η φαμελιά μου.
Και κλειε τ’ αυτιά, σορ Βασιλιά, να σ’ έχουνε σπαλέγγιο,
και ας μου κουστίζει το σχολειό του γιού μου για κολέγιο!
Κι΄ ας βάλει το έρμο ΄ρείπιο μου εις το ινκάντο η μπάνκα
Ματών, εσείς, Λιζιέ, Λουμπιέ κ’ εκατομμύρια φράγκα!
Σεις μετοχές, χρεώγραφα, τσιφλίκια, λαχειοφόρους,
κ’ εμείς σημαδευόμαστε για δυο λιμοκοντόρους!
Για μας οι πόρτες του Μπολή, για μας του Μόντε οι σκάλες!
για σας λε νταμ ντε κομπανί και τση Ελβετίας δασκάλες!
Φτώχεια για μας και μαρασμός, για σας μπουφέ, σοτέ,
για μας σεισμοί, για σας κανκάν, σαντάν και Βαριετέ!
Ω, κάλλιο ας άσουν, μάνα μου, με λιάρα και λαγούτα,
παρά λουσόζα και άτιμη του Χάμπρο μαντενούτα!
Να, τράβα τώρα όσα τραβάς!…κι’ αβάντι αρλεκίνοι,
γκιόστρες, βελοσιπέ, και κουρς, φεσάτοι παριγγίνοι!
Και βάστα!…κι όρσ’ εκεί στρατός, κι’ ορίστ’ εκεί Βουλή…
όπου να πάω λαμόριδες, κατσάμπες, ρεβελί!
Εδώ χαραμοψώμηδες τση Κούτρας μας σπαθάτοι,
εκεί μιλόρδοι, μπέηδες μοσκοτσιβιλιτζάτοι
παντού λοντόν, κουπέ, μονόκλ και μόσκος και φτιασίδι,
παντού αλουπούδες, Φάληρα, και μόνοι εμείς φαλίδοι!
Λαίδες παντού και δούκισσες! δε βρίσκω εδώ ρωμιά,
τη γλώσσα του πατέρα τση δεν τη μιλεί καμμιά!
Ακούς που α δεν του πεις γκαρσόν του δούλου στη μποτέγα,
είσ’ επαρχιώτης, πρόστυχος;…Ακούς μυστήριο μέγα,
Μονσέρ σου λέει και μαδμαζέλ!… και η ψείρα παιρνοδίνει…
κι’ έπειτα λέει γελούν μ’ εμάς οι κλέφτες, οι αστασίνοι!
Κόπιασε τώρα Λισγαρά, έλα σορ Κολοδούκα,
να ιδείτε για ποίους δούλευε η πένα κ’ η ματσούκα!
Μέτρα παλάτια Θων, Συγγρού, Σκουλούδη, Στρέιτ, και Σγούτα,
΄δές λούσο, κοίτα μάρμαρα, δαμάσκα και βελούτα!
Για ιδές στη μπόρτσα μέσα εκεί εβρέικα μπουλούκια,
γι’ αυτούς μπορντό , και φασιανοί, για μας φτυσιές, χαστούκια!
Γιοτ, μπάλους, μπάνκες, μέγαρα, του Χάμπρο οι χαλδαίοι 
γι’ αυτούς ΄ματοχυλίστηκαν οι Διάκοι κ΄ οι Φεραίοι!
Γι’ αυτούς σταυροί και κάρικες, γι’ αυτούς τση Αυλής το δόρυ,
για μας η πείνα, οι φυλακές, εισπράχτορες και οι φόροι!
Γι’ αυτούς ο Ράλλης, Φαίντιγκ , Σπριπ, και ο λόρδος Κρουπ κουπόνια
γι’ αυτούς δουλεύαμε κι εμείς το κόμμα τόσα χρόνια.
Γι’ αυτούς Ζολή πετροβολιές κουνουπιδίες Χαριάτη,
γι’ αυτούς ματσούκισα κι εγώ Σκουρδούλη και Τζουλάτη!
Γι’ αυτούς θρασύμια ψεσινά και κλεφτοτσαρλατάνοι
γινήκανε μπανκέρηδες και Γενικοί Σκριβάνοι
Μισολογγιού κι΄ Αιτωλικού ζαγάρια, διβαράδες,
βλέπεις και σού’ νε σύνεδροι, υφυπουργοί, πασάδες.
Κι’ εγώ κλητήρας γύρεψα να πάω να κάνω ρόντα.
κι’ είπε ο Σωτήρας: νο, τσεβόφ, δεν έχεις τα προσόντα!
Και κάνει ως τόσο τον ψαρά τση Βόνιτσας δεκάρχην,
ταμία το γύφτο τ’ Αστακού και το τραγί Νομάρχη!
Δεν βρίσκουνε στον τόπο μας ούτ’ ένα γαλαντόμο,
να κάμουν έναν Έφορο, μισόν υγειονόμο.
Με δύο ζευγάρια βουλευτές «προσόντα, λέει, κυρ – Κώστα»
κ’ οι Παξινοί μ’ ένα Μακρή σου παίρνουν χίλια πόστα!
Και δος του η λιάρα προαγωγές, και ας βουβαθεί ο Σπουργίτης,
και να ο φεσάς διαχειριστής, ρεγγέντες, τραπεζίτης!
Και δος του εκεί τον ψεσινό λαθρέμπορο Τελώνη,
και δος του δάνεια, δος του λόντς και …βάιδα το κανόνι!
Προσόντα ε; …μωρ’ μπράβο σας, χαλάλι σου Πατρίδα 
εγώ ραγιάς σου ε; και συ, πού μ’ είδες και πού σ’ είδα.
Προσόντα ε, κι ας πάλευα με Σάκκα, και Ντραγώνα,
κι’ ας πλέρωνα ως τα προχτές για να βαρεί η κανόνα!
Κι ας σ’ έχω εγώ Πρωθυπουργό…Πόστο για με κανένα…
θες να σου πάω για δίπλωμα στην Πάντοβα, στη Σιένα!
Έτσι, καλά μας κάνετε, μπράβο πατέρες, γεια σας
δε φταίτε εσείς, μα φταίμ’ εμείς, οι μούμιες, τα τραγιά σας!
Ε κι αν ξυπνούσες να ΄βλεπες, Λομπάρδε μακαρίτη!
τι φάσκελα που θα ΄δινες στον κάθε σου σπουργίτη,
πώς με τση τόσες συφορές μνέσκει ραγιάς ακόμα,
σαν την Αννέτα σταθερός στ’ αρφανεμένο κόμμα!
Ζόριος, ταρκάσης μα πιστός, και άλλοι ζωή και κότα…
Δε βλάφτει γνώση μου στερνή να σ’ είχα, λέει πρώτα.
Ξύπνα και τώρα σορ Μανιά… Θυμάσαι στην καλύβα
Τα υπέρ σιδήρου και πυρός συσσίτια μας κ’ εβίβα;
Έλα κ’ εσύ, σορ Φαραέ, Πομόνη, εμέ και Ρόγια
Για την Αγία μας Σοφιά να μας διαβάζεις φόγια.
Έλα σορ Νιόνιο Κολυβά με τσ’ άλλους φιτσιαλέους
«για τη Κωνσταντινούπολη να φάμε τση λιουραίους;»
Παπά – Σαράντη κόπιασε, έλα Σιγούρο Αντρέα,
να με ξαναορκίσετε για τη μεγάλ’ Ιδέα!
Γιάννο, Καμίλο, Κούμπουλα, Σπύρο Κουλέ, ξυπνάτε,
Μπαμπότσο, Τζίμη, Κλαδιανέ, Κλαπατσαραίοι, ελάτε!
Σόλο, Νερούλη, Κακκαβά, Κατσίδη, Μπακουβέλα,
Νοβάκο, Ντράγα, Κόκιαρη και Μιχαλόπουλ’ έλα.
Ξύπνα παλιά και αδερφική του κόμματος παρέα,
κ’ όσοι πιστοί εργαστήκατε για τη μεγάλ’ ιδέα.
Ιδρώτους, κόπους, μόχθους μας ελάτ’ εδώ να κλαύτε,
και μια λαμπάδα νεκρική στο κόμμα μας ν’ ανάφτε.
Αφ’ τα μικρά τα χρόνια μας πιστοί στο αίσθημά μας,
ελέαμε πως θα πάρουμε την Πόλη…φάσκελά μας.
Και πού να ξέραμε οι κουτοί –μαύρη κακή μας μοίρα-
τι ξαφνικά μας φύλαε το κρουπ του νέου Σωτήρα!
Την Πόλη ε;…και ζήτω εδώ, και γιούχα εκεί οπλίται,
και μπάντες και τρεχάματα, και σμπάρα, και κλειστείτε!
και δος του λόγους κ’ εκλογές, και να με το στυλιάρι,
Και όρσε μες τα μάτια σου, Σπουργίτη ξεκουτιάρη.
Άφηνα σπίτι και δουλειά και κάθε νιτερέσο,
στου τόπου τση περίστασες πρώτος εγώ να πέσω.
Εδώ Γαΐτα χρίσματα, εκεί Χαριάτη άλλα,
πετροβολιές Καλλίνικου, στραπάτσα του Κρεμάλα.
εκεί ο Ντισύλλας «τρώει ελιές»  στη Βερυκαίους κυνήγι,
εδώ νευρόζα, εκεί φωνές κ’ αλλού που φύγει φύγει.
Πρώτος εγώ δεν έδειρα με Σάββα και με Τσίτσα
ο Νιόνιο Τσερετόπουλο απ’ όξω αφ’ του Ζωνίτσα;
Και εις το σορ Κουλούμπαρδο, δεν είπα, το σπετόρο,
πως αν δε κάμει ό,τι του πω δεν ξαναβλέπει φόρο;
Κι ο μαύρος –Θεός σχωρέστονε- του λέει με μία σβερκιά:
«Εμέθαες κ’ εξαγλίστρησες …δεν έφαες ματσουκιά.»
Μες στου Τσουρλή το μπαρμπεριό μ’ αυτά τα δυο μου χέρια,
ανάμεσα σε τρομπονιές, σε κάμες σε μαχαίρια,
σαν κλούβιο αυγό δε σήκωσα γιομάτο το πλιθάρι
και στον Καρούμπα τό ΄ριξα το τίμιο παλικάρι;
Κ’ ετότες που εμπαρκάραμε το μακαρίτη, σκύλος
πιστός του εγώ δεν έμεινα και στο πλευρό του στύλος;
κ’ έγινε εκείνο που έγινε απ’ όξω από του Χλούμπα
με Λάλλο, Μπούρτσο, Μεσσαλά, Λοϊζο και Καρούμπα;
Μόνος μου εγώ δε στάθηκα στου Μόντε το καντούνι,
που αν ήθε’ πέσει ένα τσα, δε θα ΄μνεσκε ρουθούνι;
Μεγάλη Πέφτη ανήμερα, στο κάζο τ’ άϊ Νικόλα,
εγώ δεν εποστάρησα με μια σκουροπιστόλα.
Μπούρτσο και Πιέρο Μεσσαλά – με ούλο του το στόκο!-
και δε μου πήραν το παρντό μπροστά στον παπα-Τσόκο;
Με Τρούπια και με Ζωσιμά και κάποιον άλλο ακόμα,
δε σήκωσα σε μια νυχτιά το υπέρ πολέμου κόμμα;
Στην εκλογή του Μάργαρη, με Ντίρλι με Μαυρούλια
δε μπλέξαμε στην κάνεβα του Πέτρου του Μωρούλια;
Σ’ όποια δεινή περίσταση, σ’ όποια κακή μας μπόρα,
εστάθηκ’ άντρας, κι ας το πουν και τα χωριά κι η χώρα;
Και μη, να πεις, είχα σκοπούς ή και για θέση ορπίδα;
εγώ συντσιέρα δούλευα για Πίστη και Πατρίδα.
Μα πες τα τση καταστροφές και του Αφεντός του Ντρίτου,
που βιαγγιατόρους Κρητικούς, μας κάμαν οι σεισμοί Του.
Πες τα Εκεινού που μ’ έκαμε, τον παρακακομοίρη,
να κάνω τουρ και μπαλανσέ σ’ εγγλέζικο τσατήρι,
Και μη, τα πεις, πήρα κ’ εγώ μια ταύλα, ένα καδρόνι;
Κόμμα κ΄ εδώ κ΄ εδώ Πατρίς!… Και σκίστε τα μπαρόνοι.
Μια κουραμάνα ο λόρδος – Κρουπ μας έστειλε σα φίλος,
και τη χρυσοπλερώθηκε, για παντεσπάνια, ο σκύλος.
Κ΄ ινσόμα, σορ Χαρίλαε, η γκρεμισμένη χώρα
σου έστειλε τετράδιπλη, χρυσή κανονοφόρα!
Χαλάλι σου κ’ εσέ κι αυτής, κ’ εγώ καλά να πάθω
έπρεπε να ’ρθη ο συντριμμός, τση φίλους μου να μάθω!
Φινίδος απ’ αναδουλειές, από σεισμούς και πείνα:
εμπρός για ομπρός! είπα κ’ εγώ, και να με στην Αθήνα!
Σε τόσες, είπα, δούλεψες, θυσίες και παίλεψαίς μου,
θαύρω σπαλέγιο μια φορά κ’ εγώ τση βουλευτές μου…
Και δος του τραμ και βιζαβί, και δος του σύρε κ’ έλα.
και δος του οι φίλοι απόπολο… και αλ φιν …αντίο μαστέλα.
Και αντίο μεγάλ’ ιδέα μου! Κι αντίο σορ γκραν γαλιότο.-
Την Πόλη ε; ..Και τώρα Κρουπ. – Κ’ εγώ Βαγιάν, μπουρλότο