Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Έξω είχε νυχτώσει. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει απ’ αυτόν τον άνδρα στο ισόγειό του, κάτω απ’ το ψυχρό φως της λάμπας. Θα τσιμπούσε κάτι πριν πέσει για ύπνο; Αναρωτιόμουν αν υπήρχε κουζίνα εκεί μέσα. Θα ’πρεπε να τον καλέσω σε δείπνο. Ίσως τότε, χωρίς να του κάνω ερωτήσεις, θα ξεστόμιζε μια λέξη, μια εξομολόγηση που θα μ’ έβαζε πιο γρήγορα στα χνάρια της Ζακλίν Ντελάνκ. Ο Μπλεμάν μού έλεγε και μου ξανάλεγε ότι έρχεται κάποια στιγμή για κάθε άτομο, ακόμα και το πιο ξεροκέφαλο, όπου «τα ξερνάει»: ήταν η συνηθισμένη του έκφραση. Εμείς πρέπει να περιμένουμε αυτή τη στιγμή με απέραντη υπομονή, προσπαθώντας, βεβαίως, να την προκαλέσουμε, αλλά σχεδόν ανεπαίσθητα ή, όπως έλεγε ο Μπλεμάν, «με μικρές σπόντες». Ο τύπος πρέπει να έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται απέναντι σ’ έναν εξομολογητή. Είναι δύσκολο. Είναι το επάγγελμα. Είχα φτάσει στην Πορτ Μαγιό κι ήθελα να περπατήσω λίγο ακόμα στο χλιαρό βράδυ. Δυστυχώς, όμως, τα καινούργια μου παπούτσια με χτυπούσαν στο κουντεπιέ. Έτσι, όταν έφτασα στη λεωφόρο, μπήκα στο πρώτο café και διάλεξα ένα τραπέζι κοντά στην τζαμαρία. Έλυσα τα παπούτσια μου κι έβγαλα το αριστερό, αυτό που με πονούσε περισσότερο. Όταν ήρθε ο σερβιτόρος, δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ στη στιγμιαία λήθη και τη στιγμιαία γλυκύτητα που θα μου χάριζε ένα πράσινο ιζαρά.

Έβγαλα απ’ την τσέπη μου το φάκελο και κοίταξα για πολλά ώρα τις δύο φωτογραφίες. Πού να ’ταν τώρα; Σε κάποιο café, όπως εγώ, καθισμένη ολομόναχη σ’ ένα τραπέζι; Το δίχως άλλο, την ιδέα μού την έδωσε μια φράση που είχε πει ο Σουρό πριν από λίγο: «Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε δεσμούς…». Γνωριμίες στο δρόμο, σ΄ένα σταθμό του μετρό σε ώρα αιχμής. Θα ’πρεπε και οι δύο ν’ αλυσοδεθούμε μ’ αυτή τη στιγμή. Ποιος δεσμός θ’ αντιστεκόταν σ’ αυτό το ρεύμα που σε παρασέρνει και σε κάνει ν’ αλλαξοδρομήσεις; Ένα ανώνυμο γραφείο όπου υπαγορεύουμε ένα γράμμα σε μια προσωρινή δακτυλογράφο, ένα ισόγειο διαμέρισμα στο Νεϊγί που οι λευκοί και άδειοι τοίχοι του φέρνουν στο νου αυτό που λέμε «διαμέρισμα μοντέλο» κι όπου δε θ’ αφήσει κανένα ίχνος απ’ το πέρασμά της… Δύο φωτογραφίες –μία ανφάς, μία προφίλ… Και μ’ αυτό περιμένουμε να δημιουργηθούν δεσμοί; Υπήρχε κάποιος που μπορούσε να με βοηθήσει στην έρευνά μου: ο Μπερνόλ. Δεν τον είχα ξαναδεί από τότε, με τον Μπλεμάν, εκτός από ένα απόγευμα πριν από τρία χρόνια. Πήγαινα να πάρω το μετρό, και διέσχιζα το προαύλιο της Παναγίας των Παρισίων. Ένας με παρουσιαστικό κλοσάρ βγήκε από το Οτέλ-Ντιέ, και διασταυρωθήκαμε. Φορούσε ένα αδιάβροχο με σκισμένα μανίκια, ένα παντελόνι μέχρι τους αστραγάλους, παλιά σανδάλια στα γυμνά του πόδια. Ήταν αξύριστος κι είχε αφήσει μακριά τα μαύρα του μαλλιά. Παρ’ όλα αυτά, τον αναγνώρισα. Ο Μπερνόλ. Τον πήρα από πίσω, με σκοπό να του μιλήσω. Αλλά εκείνος περπατούσε γρήγορα. Πέρασε την πύλη της Διεύθυνσης της Αστυνομίας. Κοντοστάθηκα. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον προλάβω. Έτσι, αποφάσισα να τον περιμένω εκεί, στο πεζοδρόμιο. Στο κάτω κάτω, υπήρξαμε μαζί νέοι.

Βγήκε από την ίδια πόρτα μ’ ένα παλτό μπλε-μαρέν, ένα φανελένιο παντελόνι και μαύρα δετά παπούτσια. Δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. Φάνηκε να ενοχλείται όταν τον πλησίασα. Ήταν φρεσκοξυρισμένος. Προχωρήσαμε κατά μήκος της όχθης χωρίς να μιλάμε. Λίγο πιο πέρα, μόλις καθίσαμε στο Soleil d’ Or, μου ανοίχτηκε. Τον χρησιμοποιούσαν ακόμα στις πληροφορίες, μπα, όχι πολλά πράγματα, μια δουλειά πληροφοριοδότη όπου έκανε τον κλοσάρ για να βλέπει και ν’ ακούει καλύτερα ό,τι συνέβαινε γύρω του: αραχτός έξω από πολυκατοικίες, σε παλιατζίδικα, στην Πιγκάλ, γύρω απ’ τους σταθμούς, ακόμα και στο Καρτιέ Λατέν. Είχε ένα θλιμμένο χαμόγελο. Έμενε σ’ ένα στούντιο, στο 16ο Διαμέρισμα. Μου ’δωσε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ούτε στιγμή δε μιλήσαμε για το παρελθόν. Είχε ακουμπήσει το σακ βουαγιάζ του στον καναπέ, δίπλα του. Θα τον εξέπληττε πολύ αν του έλεγα τι περιείχε: ένα παλιό αδιάβροχο, ένα πολύ κοντό παντελόνι, δύο σανδάλια.

Το ίδιο βράδυ που γύρισα από εκείνο το ραντεβού στο Νεϊγί, του τηλεφώνησα. Από τότε που ξανασυναντηθήκαμε, είχα προστρέξει μερικές φορές σ’ αυτόν για πληροφορίες που χρειαζόμουν. Του ζήτησα να μου βρει κάτι λεπτομέρειες που αφορούσαν την ονομαζόμενη Ζακλίν Ντελάνκ, σύζυγο Σουρό. Δεν είχα να του πω και πολλά πράγματα γι’ αυτό το πρόσωπο, παρά μόνο την ημερομηνία γεννήσεώς της και αυτήν του γάμου της με κάποιον Σουρό, Ζαν-Πιέρ, Λεωφόρος Μπρετβίλ, στο Νεϊγί, διευθυντικό στέλεχος στο μεσιτικό γραφείο Ζανετατσί. Κράτησε σημειώσεις. «Αυτό είν’ όλο;» Φαινόταν απογοητευμένος. «Να ψάξω για κοριούς στο στρώμα;» είπε με μια φωνή όλο περιφρόνηση. Στρώμα. Προσπάθησα να φανταστώ την κρεβατοκάμαρα των Σουρό στο Νεϊγί, αυτή την κάμαρα όπου θα ’πρεπε να ρίξω μια ματιά από επαγγελματική ευσυνειδησία. Μια κάμαρα άδεια για πάντα, ένα κρεβάτι όπου είχε μείνει μόνο το ΣΤΡΩΜΑ.

Τις επόμενες εβδομάδες, ο Σουρό μού τηλεφώνησε αρκετές φορές. Μιλούσε πάντα με μιαν άχρωμη φωνή, και πάντα στις επτά το βράδυ. Ίσως, την ώρα αυτή, μόνος στο ισόγειό του, είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον. Του έλεγα να κάνει υπομονή. Μου έδινε την εντύπωση ότι είχε χάσει τις ελπίδες του κι ότι, σιγά σιγά, θα συμφιλιωνόταν με την ιδέα ότι η γυναίκα του είχε εξαφανιστεί. Πήρα ένα γράμμα απ’ τον Μπερνόλ:

Αγαπητέ Κεσλέ,

Τίποτα στο στρώμα. Ούτε στο Σουρό ούτε στο Ντελάνκ.

Κοίτα, όμως, πώς τα φέρνει η τύχη: μια βαρετή στατιστική δουλειά που μου ανέθεσαν στα αρχεία των αστυνομικών Τμημάτων του 9ου και του 18ου Διαμερίσματος, μου επέτρεψε να σου βρω κάποιες πληροφορίες.

Δύο φορές έπεσα πάνω στο «Ντελάνκ, Ζακλίν, ετών 15». Την πρώτη, στα αρχεία του Τμήματος της συνοικίας Σεν-Ζορζ πριν από επτά χρόνια∙ τη δεύτερη, λίγους μήνες αργότερα, στο Τμήμα της Γκράντ-Καριέρ. Αιτιολογία: αλητεία ανηλίκου.

Ρώτησα τη Λεονί αν είχε τίποτα για τα ξενοδοχεία. Πριν από δύο χρόνια, η Ντελάνκ Ζακλίν έμεινε στο Ξενοδοχείο San Remo, οδός ντ’ Αρμαγιέ 8 (17ο) και στο Ξενοδοχείο Μétropole, οδός ντε λ’ Εκόλ 13 (17ο). Στα αρχεία της Σεν-Ζορζ και της Γκραντ-Καριέρ έγραφε ότι έμενε στις μητέρας της, Λεωφόρος Ράσελ 10 (18ο Διαμέρισμα).

Τώρα μένει στο ξενοδοχείο Savoie, οδός Σελ 8, στο 14ο Διαμέρισμα. Η μητέρα της απεβίωσε πριν από τέσσερα χρόνια. Στο πιστοποιητικό γεννήσεώς της στο Δημαρχείο του Φοντέν-αν-Σολον (Λουάρ-ε-Σερ), του οποίου σου στέλνω αντίγραφο, αναγράφεται ως αγνώστου πατρός. Η μητέρα της δούλευε ταξιθέτρια στο Moulin-Rouge κι είχε έναν φίλο, κάποιον Γκι Λαβίν, ο οποίος εργαζόταν στο Γκαράζ La Fontaine, οδός Λα Φοντέν 98 (16ο) και τη βοηθούσε οικονομικά. Η Ζακλίν Ντελάνκ δε φαίνεται να έχει κάποια σταθερή δουλειά.

Ιδού, αγαπητέ μου Κεσλέ, όλα όσα μπόρεσα να σου μαζέψω. Ελπίζω να σε ξαναδώ σύντομα, αλλά με την προϋπόθεση να μη φοράω τα ρούχα της δουλειάς μου. Ο Μπλεμάν θα γελούσε πολύ αν μ’ έβλεπε έτσι, μεταμφιεσμένο σε κλοσάρ. Εσύ, φαντάζομαι, λιγότερο. Κι εγώ, καθόλου.

Καλό κουράγιο,

ΜΠΕΡΝΟΛ

Δε μου έμενε παρά να τηλεφωνήσω στον Ζαν-Πιερ Σουρό και να του πω ότι το μυστήριο είχε λυθεί. Προσπαθώ να θυμηθώ ποια στιγμή ακριβώς αποφάσισα να μην κάνω τίποτα. Είχα σχηματίσει στο τηλέφωνο τα πρώτα ψηφία του αριθμού του, όταν το ’κλεισα απότομα. Πνιγόμουν στην ιδέα ότι θα χρειαζόταν να ξαναπάω στο ισόγειο του Νεϊγί απόγευμα, όπως την άλλη φορά, και να περιμένω μαζί του, κάτω απ’ το κόκκινο αμπαζούρ, να βραδιάσει. Άνοιξα έναν παλιό χάρτη τού Παρισιού που είναι πάντα πάνω στο γραφείο μου για να τον έχω πρόχειρο. Απ’ το πολύ να τον ανοίγω, τον έχω σκίσει λίγο στις άκρες, και κάθε φορά τού έβαζα σελοτέιπ, όπως μπαντάρουμε μια πληγή. Το Condé. Το Νεϊγί. Η περιοχή γύρω απ’ την Ετουάλ. Η Λεωφόρος Ρασέλ. Για πρώτη φορά στην επαγγελματική μου ζωή, ένιωθα την ανάγκη να κάνω τις έρευνές μου ανάποδα. Και πραγματικά, έκανα αντίστροφα τη διαδρομή που είχε ακολουθήσει η Ζακλίν Ντελάνκ. Όσο για τον Ζαν-Πιερ Σουρό, δε μετρούσε πια. Δεν υπήρξε παρά ένας κομπάρσος, και τον έβλεπα, μ’ έναν μαύρο χαρτοφύλακα στο χέρι, να τραβάει για το γραφείο Ζανετατσί και να χάνεται για πάντα. Κατά βάθος, το μόνο ενδιαφέρον πρόσωπο ήταν η Ζακλίν Ντελάνκ. Υπήρξαν πολλές Ζακλίν στη ζωή μου… Εκείνη θα ήταν η τελευταία. Πήρα το μέτρο, τη γραμμή Βορράς-Νότος, όπως τη λέγαμε, αυτήν που συνέδεε τη Λεωφόρο Ρασέλ με το Condé. Όσο περνούσαν οι σταθμοί, ανέτρεχα στο παρελθόν. Κατέβηκα Πιγκάλ. Κι εκεί, περπάτησα στη νησίδα της λεωφόρου με βήμα ανάλαφρο. Ένα ηλιόλουστο φθινοπωρινό απόγευμα, απόγευμα, απ’ αυτά που κάνεις σχέδια για το μέλλον και ξαναρχίζεις τη ζωή σου απ’ το μηδέν. Στο κάτω κάτω, σ’ αυτή τη γειτονιά είχε ξεκινήσει τη ζωή της και η Ζακλίν Ντελάνκ… Ήταν σαν να ’χα ραντεβού μαζί της. Στο ύψος της Πλατείας Μπλανς, η καρδιά μου χτυπούσε λίγο δυνατά, κι ένιωθα μια συγκίνηση και κάποιο δέος. Είχα να νιώσω έτσι πολύ καιρό. Συνέχισα να βαδίζω στη νησίδα με όλο και πιο γρήγορο βήμα. Θα μπορούσα να περπατώ με κλειστά μάτια σ’ αυτή την οικεία γειτονιά: το Moulin-Rouge, το Le Sanglier Bleu… Ποιος ξέρει; Θα ’χα διασταυρωθεί μ’ αυτή τη Ζακλίν Ντελάνκ πριν από πολύ καιρό, στο δεξί πεζοδρόμιο, όταν πήγαινε να βρει τη μητέρα της Moulin-Rouge, ή στο αριστερό, όταν σχολούσε από το Λύκειο Ζιλ-Φερί. Και ξαφνικά, έφτασα. Είχα ξεχάσει το σινεμά στη γωνία της λεωφόρου. Λεγόταν Mexico –και όχι τυχαία. Τ’ όνομά αυτό σε γέμιζε λαχτάρα να ταξιδέψεις, να φύγεις, να το σκάσεις… Είχα ξεχάσει επίσης τη σιωπή και τη γαλήνη τής Λεωφόρου Ρασέλ που οδηγεί στο νεκροταφείο, αλλά το νεκροταφείο δεν το σκεφτόμαστε, λέμε ότι ο δρόμος θα καταλήξει στην εξοχή, κι αν είμαστε και λίγο τυχεροί, σ’ έναν περίπατο στην ακροθαλασσιά.

Σταμάτησα στο 10 και, μετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό, μπήκα στην πολυκατοικία. Πήγα να χτυπήσω το τζάμι της θυρωρού, αλλά κρατήθηκα. Τι θα ωφελούσε; Σε μια πινακιδούλα κολλημένη σ’ ένα από τα τζάμια της πόρτας ήταν γραμμένα με μαύρα γράμματα τα ονόματα των ενοίκων και ο όροφος καθενός. Έβγαλα απ’ τη μέσα τσέπη του σακακιού μου το σημειωματάριο και το στιλό διαρκείας μου, και σημείωσα τα ονόματα:

Βαν Μποστερό (Ιγκέτ)
Γκραβιέ (Αλίς)
Ενό (Ιβέτ)
Ζαζανί (Οντέτ)
Μανουρί (Αλμπίν)
Μαρίσκα
Ντερλόρ (Κριστίν)
Ντιξ (Ζιζέλ)
Ντιπουί (Μαρτ)

Το επίθετο Ντελάνκ (Ζενεβιέβ) είχε διαγραφεί και αντικατασταθεί από το Βαν Μποστερό (Ιγκέτ). Μαμά και κόρη είχαν μείνει στον πέμπτο όροφο. Αλλά την ώρα που έκλεινα το σημειωματάριο, ήξερα ότι όλες αυτές οι πληροφορίες θα μου ήταν τελείως άχρηστες.

Έξω, στο πεζοδρόμιο, ένας άνδρας στεκόταν στο κατώφλι ενός καταστήματος υφασμάτων με την επιγραφή La Licorne. Όπως σήκωνα το κεφάλι προς τον πέμπτο όροφο, τον άκουσα να μου λέει με μια ψιλή φωνή:

«Ψάχνετε τίποτα, κύριε;».

Θα μπορούσα να του κάνω καμιά ερώτηση για τη Ζενεβιέβ και τη Ζακλίν Ντελάνκ, αλλά ήξερα ότι δε θα μου ’δινε παρά επιφανειακές λεπτομέρειες –«επιπόλαιες», όπως έλεγε ο Μπλεμάν-, χωρίς να μπει ποτέ στην ουσία. Σου έφτανε ν’ ακούσεις την ψιλή φωνή του και να προσέξεις το σκληρό του βλέμμα και το κεφάλι του που ήταν σαν του κουναβιού: όχι∙ τίποτα δεν μπορούσα να περιμένω απ’ αυτόν, εκτός από «πληροφορίες» που θα μου ’δινε κι ένας απλός καταδότης. Ή μπορεί και να μου ’λεγε ότι δε γνώριζε ούτε τη Ζενεβιέβ ούτε τη Ζακλίν Ντελάνκ. Μια ψυχρή οργή με κατέκλυσε μπροστά σ’ αυτόν τον τύπο με το πρόσωπο νυφίτσας. Ίσως, ξαφνικά, εκπροσωπούσε όλους εκείνους τους δήθεν μάρτυρες που είχα ρωτήσει σε όλες μου τις έρευνες και που ποτέ δεν είχαν καταλάβει τι είδαν – από βλακεία, από κακία ή από αδιαφορία. Έκανα ένα βαρύ βήμα και στήθηκα μπροστά του. Τον περνούσα καμιά εικοσαριά πόντους και ζύγιζα τα διπλά κιλά.

«Δηλαδή δεν έχουμε το δικαίωμα να κοιτάμε;»

Με κοίταξε με κάτι μάτια σκληρά και φοβισμένα. Θα ’θελα να τον κάνω να φοβηθεί ακόμα πιο πολύ.

Μετά, για να ηρεμήσω, κάθισα σ’ ένα παγκάκι τής νησίδας, στο ύψος της αρχής τής λεωφόρου, απέναντι από το σινεμά Mexico. Έβγαλα το αριστερό μου παπούτσι.

Ήλιος. Ήμουν βυθισμένος στις σκέψεις μου. Η Ζακλίν Ντελάνκ μπορούσε να υπολογίζει στην εχεμύθειά μου: ο Σουρό δε θα μάθαινε ποτέ τίποτα για το Ξενοδοχείο Savoie, για το Condé, για το Γκαράζ La Fontaine και γι’ αυτόν τον Ρολάν που δεν πρέπει να ήταν άλλος από εκείνον τον μελαχρινό με το καστόρινο σακάκι που έγραφε το τετράδιο. «Λουκί. Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου, ώρα 23. Λουκί, 28 Απριλίου, ώρα 14. Η Λουκί με τον μελαχρινό με το καστόρινο σακάκι.» Στις σελίδες εκείνου του τετραδίου, κάθε φορά που εμφανιζόταν τ’ όνομά της, το υπογράμμιζα με μπλε μολύβι και αντέγραφα σ’ ένα χαρτί όλες τις εγγραφές που την αφορούσαν. Με την ημερομηνία τους. Και με την ώρα τους. Εκείνη, όμως, δεν είχε κανένα λόγο ν’ ανησυχεί. Δε θα ξαναπήγαινα στο Condé. Στ’ αλήθεια υπήρξα τυχερός, τις δυο-τρεις φορές που την περίμενα σ’ ένα τραπέζι του café, που εκείνη τη μέρα δεν είχε έρθει. Θα μ’ ενοχλούσε ότι την κατασκόπευα εν αγνοία της, ναι, θα ντρεπόμουν για το ρόλο μου. Με ποιο δικαίωμα μπαίνουμε σαν διαρρήκτες στη ζωή των ανθρώπων, με ποιο θράσος βυθομετρούμε τα νεφρά και την καρδιά τους –και τους ζητάμε και λογαριασμό; Με ποια ιδιότητα; Είχα βγάλει την κάλτσα μου κι έτριβα το κουντεπιέ μου. Ο πόνος υποχωρούσε. Βράδιασε. Πιο παλιά, φαντάζομαι, ήταν η ώρα που Ζενεβιέβ Ντελάνκ πήγαινε να πιάσει δουλειά στο Moulin-Rouge. Η κόρη της έμενε μόνη, στον πέμπτο όροφο. Ένα βράδυ –θα ’ταν γύρω στα δεκατρία, δεκατέσσερα-, περίμενε να φύγει η μητέρα της, κι ύστερα βγήκε από την πολυκατοικία φροντίζοντας να μην τραβήξει την προσοχή του θυρωρού. Όταν βρέθηκε έξω, δεν πήγε πιο μακριά από τη γωνία. Τον πρώτο καιρό, αρκούνταν στην προβολή των δέκα στο σινεμά Mexico. Μετά, η επιστροφή στην πολυκατοικία, το ανέβασμα της σκάλας χωρίς ν’ ανάψει το φως, η πόρτα που κλείνει όσο γίνεται πιο αθόρυβα. Μια νύχτα, βγαίνοντας από το σινεμά, προχώρησε λίγο πιο πέρα, μέχρι την Πλατεία Μπλανς. Και κάθε νύχτα, όλο και πιο μακριά. Αλητεία ανηλίκου, όπως ήταν γραμμένο στα αρχεία των Τμημάτων της Σεν-Ζορζ και της Γκραντ-Καριέρ, κι αυτές οι δύο τελευταίες λέξεις μού θύμιζαν ένα λιβάδι φεγγαρόφωτο, μετά τη Γέφυρα Κολενκούρ, πίσω απ’ το νεκροταφείο – ένα λιβάδι όπου, επιτέλους, εισπνέεις καθαρό αέρα. Η μητέρα της είχε έρθει να την πάρει από το Τμήμα. Από κει και πέρα, είχε πάρει τη φόρα της, και κανείς δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Νυχτερινή αλητεία στα δυτικά, αν έκρινα από μερικές ενδείξεις που είχε συγκεντρώσει ο Μπερνόλ. Στην αρχή, η περιοχή της Ετουάλ και, ακόμα πιο δυτικά, Νεϊγί και Δάσος της Βουλόνης. Μα γιατί, τότε, παντρεύτηκε τον Σουρό; Και πάλι φυγή∙ αυτή τη φορά, όμως, προς την Αριστερή Όχθη, θαρρείς και η διάσχιση του ποταμού την προστάτευε από έναν επερχόμενο κίνδυνο. Μα ο ίδιος ο γάμος δεν ήταν κι αυτός μια προστασία; Αν είχε την υπομονή να μείνει στο Νεϊγί, κανείς με τον καιρό δε θα θυμόταν ότι πίσω από μια κυρία Ζαν-Πιερ Σουρό κρυβόταν μια Ζακλίν Ντελάνκ που τ’ όνομά της εμφανιζόταν στα αρχεία δύο φορές.

Μα την αλήθεια, ήμουν ακόμα αιχμάλωτος των παλιών μου επαγγελματικών αντανακλαστικών, αυτών που έκαναν τους συνεργάτες μου να λένε ότι συνέχιζα τις έρευνές μου και στον ύπνο μου. Ο Μπλεμάν με παρομοίαζε μ’ εκείνον τον κακοποιό, αμέσως μετά τον πόλεμο, που τον έλεγαν «Ο άνθρωπος που καπνίζει στον ύπνο του». Είχε μόνιμα στην άκρη του κομοδίνου του ένα σταχτοδοχείο, πάνω στο οποίο υπήρχε ένα αναμμένο τσιγάρο. Τον έπαιρνε αμέσως ο ύπνος, και σε κάθε του σύντομο ξύπνημα, άπλωνε το χέρι προς το σταχτοδοχείο και τραβούσε μια ρουφηξιά. Και μόλις τελείωνε αυτό το τσιγάρο, άναβε άλλο ένα με μια κίνηση υπνοβάτη. Το πρωί, όμως, δε θυμόταν τίποτα κι ήταν πεπεισμένος ότι είχε κοιμηθεί πολύ βαθιά. Κι εγώ τώρα καθισμένος στο παγκάκι, τώρα που νύχτωνε, είχα την εντύπωση ότι ήμουν μέσα σ’ ένα όνειρο όπου συνέχιζα ν’ ακολουθώ τα ίχνη της Ζακλίν Ντελάνκ.

Ή, μάλλον, ένιωθα την παρουσία της σ’ εκείνη τη λεωφόρο που τα φώτα της έλαμπαν σαν σινιάλα, χωρίς να μπορώ καλά καλά να τα αποκωδικοποιήσω και, κατά βάθος, χωρίς να ξέρω από ποιες χρονιές μού αποστέλλονταν. Κι αυτά τα φώτα μού φαίνονταν ακόμα πιο έντονα, επειδή η νησίδα ήταν μισοσκότεινη. Ταυτόχρονα έντονα και μακρινά.

Είχα ξαναφορέσει την κάλτσα μου, είχα ξαναβάλει το αριστερό μου παπούτσι κι είχα αφήσει το παγκάκι όπου θα μπορούσα κάλλιστα να περάσω όλη τη νύχτα. Και βάδιζα κατά μήκος της νησίδας όπως εκείνη, στα δεκαπέντε της, πριν την πιάσουν. Πού και ποια στιγμή είχε τραβήξει πάνω της την προσοχή;

Ο Ζαν-Πιερ Σουρό, κάποτε θα κουραζόταν. Θα του απαντούσα μερικές φορές ακόμα στο τηλέφωνο, δίνοντάς του ακαθόριστες ενδείξεις – όλες ψεύτικες, εννοείται. Είν’ εύκολο ν’ αποπροσανατολίσεις κάποιον στο Παρίσι που είναι αχανές. Όταν θα καταλάβαινα ότι τον είχα βάλει σε λάθος δρόμο, θα σταματούσα ν’ απαντώ στα τηλεφωνήματά του. Η Ζακλίν μπορούσε να βασίζεται πάνω μου. Θα της άφηνα το χρόνο να γίνει οριστικά απρόσιτη.

Αυτή την ίδια στιγμή, κάπου, σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης, θα περπατούσε κι εκείνη. Ή μπορεί να ’ταν καθισμένη σε κάποιο τραπέζι, στο Condé. Όμως δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Δε θα πήγαινα στο ραντεβού.

Μοντιανό Πατρίκ, Στο café της χαμένης νιότης, Αθήνα, Πόλις, 2008.