Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΝίκος Μπακόλας, Η μεγάλη πλατεία
Η μεγάλη πλατεία
(απόσπασμα)Και θρηνούσαν «δεν αφήσαν ούτε έναν» κι είχανε παγώσει όλοι, κοκαλώσαν στα παράθυρα, σαν ακίνητες φωτογραφίες, όταν είδαν να κατηφορίζει η πομπή, να σέρνεται, να μην έχει τελειωμό ή έλεος, και να λέει η Αμαλία «που τους πάνε;» κλαίγοντας, γιατί σίγουρα θα ’ταν ανάμεσά τους φίλοι –περπατούσανε οι άντρες κι οι γυναίκες κι είχαν φορτωμένος μπόγους, άλλοι τα μωρά τους πάνω απ΄ το σβέρκο τους, κι απ’ ανάμεσα σερνόταν αμαξάκια ή αραμπαδάκια, όπου είχανε θαφτεί οι γέροι κάτω από ρούχα κι από μπατανίες. Και πετάχτηκε ο Χρίστος, αισθανόταν πως δεν έπρεπε να λείψει, και σε λίγο βρέθηκε κοντά στη λεωφόρο, όπου είχε φτάσει το κεφάλι της πομπής, με τους Γερμανούς μπροστά αμίλητους και πάνοπλους• μια στιγμή ακούμπησε σε μια εξώπορτα κι ένιωσε πως από μέσα πάλλονταν φωνές και κλάματα και γυρνώντας πάνω στο κεφάλι του, είδε που κρεμόταν ένα ξερό στεφάνι, πιο πολύ κλαριά και λίγα φύλλα, και θυμήθηκε το ξέρω αυτό το σπίτι, ήτανε εβραίικο απρόσιτο, με την πόρτα πάντοτε κλειστή, τις κουρτίνες του κατεβασμένες, κι όπως βάρυνε επάνω στην εξώπορτα είδε τώρα πως υποχωρούσε και ανέβαινε μια σκάλα βυσσινιά που γυάλιζε, που ντυνόταν μ’ ένα γκριζωπό ταπέτο, όλα καθαρά. Τώρα ακουγόταν ένα χαμηλόφωνο κλαψούρισμα, σαν μια ψαλμωδία ακατανόητη, κι ανεβαίνοντας ακόμη μέσα στο μισόφωτο, είδε που στεκόντανε τρεις άντρες και γυναίκες, που δεν βγάζαν άχνα, και αναρωτιότανε ο Χρίστος ποιος θρηνεί, και την ίδια ώρα άκουσε που λέγανε, «περιμένετε τουλάχιστο να φύγουμε», έμοιαζε να ήταν γέρος, να ικέτευε• κι ανεβαίνοντας τα τελευταία σκαλοπάτια, βρέθηκε ο Χρίστος με τους άλλους, όπου βλέπαν όλοι μέσα σε μια πόρτα, ήταν τρίφυλλη και ανοιγμένη, στα μεγάλα κρύσταλλά της είχε ζωγραφιές, κάτι σαν τα κρίνα ή πουλιά μακρόλαιμα, σ’ ένα σύμπλεγμα παράξενο, και στη μέση απ’ τη σάλα καθισμένη μια γριούλα που έκλαιγε (τώρα πια ούτε ακουγόταν) και επάνω της ολόρθος ένας γέρος άρχοντας, με το μαύρο του καπέλο, τα χρυσά γυαλιά του, το πλατό του κι ένα μπαστουνάκι σαν βεργούλα καφετιά, που σηκώνονταν σαν παιδικό παιχνίδι και παρακαλούσε «περιμένετε λοιπόν να φύγουμε» και κατόπι «λυπηθείτε την κυρία μου», που ορθωνότανε κι εκείνη και τη στήριζε ο γέροντας, τότε έσκυψε στη μια μεριά ο Χρίστος, ήταν σαν να άπλωνε το χέρι, να τραβούσε την τζαμόπορτα πιο άκρη και να νιώθει ότι καίγονταν το πίσω του κρανίο, τα μαλλιά και πιο κάτω ο λαιμός του, που δενόταν και που του στραγγάλιζε φωνή κι ανάσα, αλλά φώναζε η καρδιά του, όχι, κι άπλωνε τα χέρια του.
Γιατί στον κρυμμένο τοίχο, στην κρυμμένη τους ντουλάπα είχαν κιόλας ανοιχτεί συρτάρια, όπου δυο γυναίκες βγάζανε λευκά σεντόνια και κουβέρτες και λινά και τα ρίχναν κάτω σε δυο στοίβες, λες και τα μοιράζανε• τότε κίνησαν ο γέροντας και η κυρά του, βάδιζε ολόστητος εκείνος και κοιτούσε πέρα, και κρεμόταν απ’ το μπράτσο του η γυναίκα, κι όπως φτάνανε στο κεφαλόσκαλο, όρμησαν αυτοί που περιμέναν, προς τη σάλα, και ακούστηκε να σπάζει τζάμι, τέλος πόδια όπου τρέχαν πέρα δώθε (είχαν ξεχυθεί στις κάμαρες) και κατέβηκε ο Χρίστος απ’ τις σκάλες, μια στιγμή σταμάτησε πιο πίσω απ’ το ζεύγος, τώρα έβλεπε το φως του δρόμου, σαν να τους προϋπαντούσε. Μα εκεί σταμάτησε η κυρία, έμοιαζε σαν να ’θελε να ξαπλωθεί στα σκαλοπάτια, και την έπιασε ο Χρίστος απ’ τις δυο μασχάλες, της ψιθύρισε «κουράγιο», και την ίδια ώρα ακουστήκανε που βρίζονταν επάνω –«κλέφτες, λιμασμένοι» τσίριζε κάποια γυναίκα, μα της απαντήσανε «ρουφιάνα»– ήταν πια στο κάτω σκαλοπάτι, κι ένιωθε ο Χρίστος πάει τέλειωσε, όπου γύρισε ο γέροντας τον κοίταξε, έβγαλε το μαύρο του καπέλο κι είπε «είμαι ο Αλμπέρτο Ματαλόν», σαν να είχε κάποια σημασία, και σκεφτότανε ο Χρίστος, τι θα του χρησίμευε το όνομά μου; γιατί ήτανε τα χέρια του που πρόσφεραν, ότι στήριζαν εκείνη την κυρία και τη βοηθούσαν να κατέβει απ’ το πεζοδρόμιο στο δρόμο, στο γυαλιστερό το καλντιρίμι, όπου τώρα κατεβαίνανε μυριάδες από τη φυλή τους, πιο πολύ από τη φτώχεια, απ’ τα παραπήγματα του «έξι», και σταθήκανε οι γέροντες σαν να ’λεγαν, πως να μπούμε στο ποτάμι; όμως ήρθε ένας στρατιώτης και τους πρόσταξε ξερά, είχε μια βραχνή φωνή αγουροξυπνημένη, και την ίδια ώρα σπάσαν τζάμια και θρυψαλιστήκανε στο πεζοδρόμιο, τότε όρμησε ο Γερμανός με το αυτόματο στο σπίτι. Όμως το ποτάμι έφευγε, η γυναίκα και ο Ματαλόν της είχαν πια παρασυρθεί, και προχώρησε για λίγο ο Χρίστος, μέχρι που κατάλαβε πως είναι αχρείαστος, στάθηκε και έβλεπε το λιγερό το γέρο, όσο που ξεχώριζε το μαύρο του καπέλο, είχαν βγει στη λεωφόρο, στις γραμμές του τραμ, μια στιγμή του φάνηκε πως είδε το Δημήτρη, μα αισθάνθηκε πως το στομάχι του ανέβαινε, σαν να έβγαινε από το λαρύγγι του, και σωριάστηκε σ’ ένα πεζούλι, πίσω ένιωσε τα κάγκελα, άνοιξε τα χέρια του και χούφτωσε τα σίδερα και είπε τι δροσιά –το ποτάμι όλο προχωρούσε.
Και φοβήθηκε πως θα πνιγεί, ένιωσε σαν να του είχαν δέσει το λαιμό τον σφίγγανε, και ανακουφίστηκε που είδε ένα χέρι μπρος στα μάτια του, το αναγνώρισε που του μιλούσε και του έλεγε «μπαμπά, τι έπαθες;» και αισθανότανε πιο σίγουρος, είναι όντως ο Δημήτρης σκέφτηκε, κι είπε «τίποτα, κουράστηκα» και σηκώθηκε σαν κουρντισμένος, έπιασε το γιο του απ’ τον ώμο και του μίλησε πιο ήρεμα, «πάμε, δεν μπορούμε πια να βοηθήσουμε». Κι ανεβήκανε τον πρώτο δρόμο που συνάντησαν, θα ξετυλιγόταν ένας τοίχος όλο πέτρα κι υγρασία, που το πάνω μέρος πνίγονταν στις φυλλωσιές, μα θυμήθηκε, κι εδώ καθόντανε Εβραίοι, λέγονταν Μαλάχ και δε μιλούσαν σε κανέναν, τόση περηφάνεια, κι απέναντί τους ήταν το λευκό τριώροφο, και αυτό είναι Εβραίων, συλλογιόταν, λέγαν πως τους έξι μήνες ζούσαν στο Παρίσι, το υπόλοιπο σε τούτο το παλάτι, κι όλο ψιθυρίζαν ότι η κυρία τα ’χε ταιριασμένα μ’ ένα χριστιανό μηχανικό κι όλο τρέχανε στις ερημιές, με άμαξες ή αυτοκίνητα. Και χωρίς να καταλάβει –έτσι που πνιγότανε στις θύμησες– είδε ότι είχαν φτάσει στο τρελοκομείο, μια στιγμή τον κράτησε ο Δημήτρης, είπε «να ο Άγγελος», ότι όντως στέκονταν ένας λευκοντυμένος έφηβος, έμοιαζε ότι σκεφτόταν κι ότι θλίβονταν, κι όταν τον ρώτησαν είχε τη φωνή σπασμένη, κι είπε μόνο «δείτε τι τους κάνανε», ότι γύρω τους κυλιόντανε χαρτιά, βιβλία που τα είχαν σκίσει, και σπασμένες πλάκες μαύρες από το γραμμόφωνο, «πάει κι η Μπετίνη και η αδερφή της» θρήνησε ο Άγγελος, όμως τον κοιτάζανε απορημένοι, και δικαιολογήθηκε ο Δημήτρης «δεν τις ξέραμε», και δεν τους εξήγησε ο φίλος, ίσως να σκεφτόταν πως δεν είχε σημασία, «τι τους κάνανε τους φουκαράδες» μίλησε ο Χρίστος, κι άπλωσε το χέρι, χάιδεψε τον Άγγελο, «δεν μπορείς να κάνεις τίποτε» τον παρηγόρησε, κι έλεγε τ’ αγόρι πως «μπορούσαμε», κι είχε όλο πείσμα η φωνή του πίκρα.
Αλλά θα ’τανε χαμένος κόπος, έκλαιγε η φωνή του και αδυνατούσε να τους εξηγήσει, ούτε θ’ άκουγαν εκείνοι, ότι κίνησε ο Χρίστος όλως ανεξήγητα, κι υποσχέθηκε ο Δημήτρης «θα βρεθούμε το βραδάκι», που δεν είχαν γίνει τα δυσάρεστα ακόμη. Όμως περπατούσε ο πατέρας του πυρετικά, μια στιγμή τον ρώτησε «μα πού τον ξέρω;» κι εννοούσε το λευκοντυμένο έφηβο, και του εξήγησε ο Δημήτρης, κι «είναι εντάξει» θα κατέληγε, κι έμενε σιωπηλός ο Χρίστος όλος επιφύλαξη, αλλά προχωρούσε πάντα βιαστικά, θα το καταλάβαινε σε λίγο και θα δικαιολογιόταν, «θα ανησυχεί η μάνα σου». Κι όπως σπρώξαν την αυλόπορτα, είδαν που καθότανε συλλογισμένη, έδειχνε πως είχε πληγωθεί, πως τρόμαξε, και μιλούσε σαν να ήτανε μονάχη, «είχα κάποτε μια φίλη που τη λέγανε Ραχήλ, μεγαλώναμε μαζί και παίζαμε, που να την πηγαίνουν τώρα;» κι έλεγε ο Δημήτρης «θα μπορούσαν να κρυφτούνε στα βουνά», αλλά τον αγριοκοίταξε ο Χρίστος, «τους ξεπούλησε ο Κόρετς», κάποτε γνωρίζανε το γιο του, ήτανε ένα κατάξανθο αγόρι μ’ ακριβό ποδήλατο, είχαν έρθει από την Αυστρία και του λέγανε «βρε Μπούμπι, δώσε μία βόλτα», όμως το ’βρισκε αδύνατο –«ο αρχιραβίνος τους ξεπούλησε», είχαν φύγει όλοι και απόμεινε εκείνος, κλείστηκε στο δίπατό του σπίτι κι ούτε που τον βλέπαν τώρα, ούτε το ποδήλατο του Μπούμπι, το ξανθό τσουλούφι που κατέβαινε στο μάτι, ίδια με των Γερμανών.
Κι έτσι που τα κουβεντιάζανε στο μπαλκονάκι τους, είδαν την Τσιμόνενα που έμπαινε στο σπίτι τους, είχε ένα μπόγο ρούχα, όλο άσπρα, και σε λίγο ο χοντρός της γιος, φορτωμένος δύο καρέκλες μπήκαν, ξαναβγήκανε φουριόζοι, και μουρμούρισε ο Χρίστος «κλέβουνε οι άτιμοι», γιατί κάναν γιάγμα στα εβραίικα σπίτια και αρπάζανε ό,τι βρίσκαν ό,τι είχε απομείνει απ’ τους άλλους, κι είπε η Αμαλία «είναι η δεύτερη φορά», που δε θα στεκότανε κι η τελευταία, γιατί ως το βράδυ πήγαιναν κι ερχόντανε, κι είχαν πάρει και τα δυο μικρότερα αδέλφια, όπου τρέχαν και ξαναγυρνούσαν κι όλο φορτωμένοι, σαν μερμήγκια που γεμίζανε την τρύπα τους, και δεν είχαν τελειωμό• κι έλεγε η Αμαλία «είναι όλα τους κλαμένα και θα φέρουν γρουσουζιά» –που όντως χάσαν το χοντρό τον άλλο χρόνο.