Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΛεωνίδας Ζησιάδης, Θεσσαλονίκη, όσα θυμάμαι
Συμβίωση
Όταν, όμως, μιλάς για γυρολόγους, μικροπωλητές και σαματά στους δρόμους, ο νους σου πάει αυτόματα και κατ’ ευθείαν στους συμπολίτες μας, τους Εβραίους, που ζούσανε αιώνες σ’ αυτή την πόλη και, ξαφνικά, ποιος να το ’λεγε, χάθηκαν όλοι τους, όταν τους βρήκε η συμφορά της Κατοχής και η ομαδική βάρβαρη εξόντωσή τους.
Οι Εβραίοι ήταν η δεύτερη σε πλήθος ράτσα στη Θεσσαλονίκη πριν το ’12. Συγκατοικούσε με Τούρκους, Έλληνες, Αρμένηδες, Βούλγαρους, Αρβανίτες, Λεβαντίνους, ώσπου με την προσφυγιά μας γέμισε η πόλη με Έλληνες, που ήρθαν συντριπτικά πρώτοι σε πληθυσμό.
Στην εποχή μας ήταν το πιο δραστήριο και ζωντανό στοιχείο της πόλης. Το σήμα κατατεθέν. Δεν υπήρχε εμπόριο, βιομηχανία, μικροεπιχείρηση, μαγαζί και παραμάγαζο, σαράφικο και συναλλαγή, χωρίς την παράλληλη και ζωντανή παρουσία των Εβραίων. Ήταν μειονότητα. Αλλά μειονότητα με κυρίαρχη οικονομική παρουσία.
Η φυλή των Σαλονικιών Εβραίων χωρίζονταν κοινωνικά σε δυο μεγάλες κατηγορίες, εκ διαμέτρου αντίθετες και ανόμοιες μεταξύ τους. Ήταν οι πλούσιοι μορφωμένοι μεγαλέμποροι, τραπεζίτες ή επιστήμονες, όλοι τους σχεδόν πολύγλωσσοι μεγαλοαστοί, μετρημένοι στα δάχτυλα. Και, παράλληλα, στους εβραιομαχαλάδες και μακριά τους ήταν η πλεμπάγια, το μεγάλο πλήθος, οι δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι της φτωχολογιάς. Οι μεροκαματιάρηδες, μικρομαγαζάτορες, μικροέμποροι, γυρολόγοι, χαμάληδες, μεταπράτες, μαουνιέρηδες, θεληματάρηδες, όλοι μικρής ή και μηδενικής μόρφωσης, που αγωνίζονταν όπως κι εμείς για τον «επιούσιον» τρέχοντας πίσω απ’ τη δραχμή και κάνοντας του κόσμου τις δουλειές, μακριά, όμως, πάντα απ’ το υπαλληλίκι.
Μόνη ομοιότητα με την άλλη τάξη των Εβραίων, την αριστοκρατική, είχαν τη θρησκεία και τη γλώσσα τους, παραφθαρμένη ισπανική, κληρονομημένη από τους προγόνους τους, τους Σεφαρντίμ, που έφτασαν σ’ αυτή την πόλη, βίαια διωγμένοι από τον Φίλιππο και την Ισαβέλα, τη χρονιά που ο Κολόμβος ανακάλυπτε την Αμερική. Ο Σουλτάνος τους παραχώρησε άσυλο εδώ στη Θεσσαλονίκη, εξήντα τρία χρόνια μετά την κατάκτησή της, και οι Εβραίοι της Ισπανίας ανταμώσανε εδώ με τους άλλους Εβραίους της διασποράς, τους Ασκεναζίμ, που ήρθαν κι αυτοί διωγμένοι τότε, πριν από είκοσι χρόνια, από τη Βαυαρία κι από άλλες γερμανόφωνες χώρες.
Εβραϊκές, όμως, κοινότητες υπήρχαν στην πόλη μας και από την αρχαιότητα, πριν από τη γέννηση του Χριστού και ξέρουμε ότι το 53 μ.Χ., η Συναγωγή των Εβραίων υποδέχθηκε τον Απόστολο Παύλο, να τον ακούσει τι έχει να τους πει για τη νέα Θρησκεία.
Μέσα σ’ όλο τον κόσμο που έτρεχε κυνηγώντας το καρβέλι, οι συντοπίτες μας οι Εβραίοι τρέχανε κι αυτοί πρώτοι και καλύτεροι, κάνοντας εκτός των άλλων πολλά χαρακτηριστικά επαγγέλματα. Ήταν οι μεταπράτες της αγοράς, που είχανε ειδικευθεί σε δουλειές του ποδαριού. Αυτοί, που δίνανε το δικό τους τόνο στην αγορά και στις γειτονιές. Μια έβλεπες τον Τζάκο να πουλάει σε καρότσι ροδάκινα «λίγο χτυπημένα, λίγο βαρεμένα», φτηνά, να φάει η φτωχολογιά, που τα διαπραγματεύθηκε από κάποιο καΐκι, πριν τα πετάξουν ανοιχτά στη θάλασσα, και την άλλη, να πουλάει ο ίδιος, υφάσματα «της πυρκαϊάς και της ασφάλειας», που τα απέσπασε από κάποιο στοκ συμπατριώτη του εμπόρου.
Άλλες φορές ο Ντανιέλ διαλαλούσε κάλτσες και φανέλες από τα κατασχεμένα και, ξαφνικά, τον έβλεπες να διαπραγματεύεται παλιά έπιπλα και σκεύη, μαζί με παντζούρια από κατεδάφιση. Πανέξυπνοι, κεφάτοι και μεταρσιωμένοι απ’ τον πυρετό για το αλισβερίσι, ήταν ατσίδες στο λογαριασμό και οι συναλλαγές τους ήταν, εδώ που τα λέμε, πιο τίμιες από των δικών μας.
Πιστεύανε ότι είναι ευφυΐα η εντιμότητα στις συναλλαγές σου, ανεξάρτητα από την έμφυτη κλίση τους στο παζάρι, που το εξασκούσαν με μαεστρία και το θεωρούσαν ότι είναι μέσα στο τίμιο εμπορικό παιχνίδι. Στα τραγουδιστά τους σλόγκαν, που τα ξεφωνίζανε πρίμο σεγκόντο οι, συνήθως, δυο συνεταίροι, κουνώντας το δάχτυλο προς την κατεύθυνση του εμπορεύματος, ξεκαθαρίζανε μια και καλή την κατάσταση και την κατηγορία του και δεν αφήνανε καμιά αμφιβολία για την ποιότητά του:
Λίγο χτυπημένα
λίγο βαρεμένα
είναι τα ρουδάκινα
πάρε κι απού μέναααα…
Σε αντίθεση με κάτι δικούς μας κουτοπόνηρους, που σου χώνουνε τα σάπια μαζί με τα καλά στη σακούλα και σε καζικώνουνε ύπουλα. Αυτή η διαφορά αντιλήψεων, έγινε αιτία να ευδοκιμήσουν στην αγορά οι Εβραίοι μικροπωλητές, όπως άλλωστε και οι έμποροι, και να πάρουν το πάνω χέρι, ενώ οι δικοί μας με τις μικροπονηριές τους, να ’ρχονται δεύτεροι. Με εξαίρεση, βέβαια, τους Καραμανλήδες, που τους είδαν οι Εβραίοι και τρόμαξε το μάτι τους. Τα καρότσια με τους δυο περιστασιακούς Εβραίους συνεταίρους, τριγυρνούσαν και στις γειτονιές, όπου ακουγότανε σε ντουέτο κεφάτο το εμπορικό τους τραγούδι, πρόδρομος των σημερινών μελωδικών σλόγκαν της τηλεόρασης:
Τζάμπα τα βάλαμε
χάρισμα τα βάλαμε
τζάμπα τα βάλαμε
για να φάτε κόσμεεε,
(ρεφραίν) Τρία δωδεκάμισυ πάρτε το χαμπάρι,
τρία δωδεκάμισυ πάρτε το χαμπάρι,
(κουπλέ) Τριλάθηκε τ’ αφεντικό
και τα δίνει τζάμπα (δις)
Είνι της πυρκαϊάς, είνι της ασφάλειας (δις).
Και δώσ’ του ξεφωνητό στις γειτονιές και τα σοκάκια κι οι γυναίκες να σταματούν τη λάτρα και να βγαίνουν με τις ρόμπες και τις μασιές των μαλλιών στο χέρι, να ψωνίσουν απ’ τον «τσιφούτη».
Η γενιά μας πρόλαβε να δει και τους ηλικιωμένους Εβραίους, ντυμένους με την εθνική τους ενδυμασία. Οι στολές αυτές με τις περιφερόμενες αρχόντισσες και τους παππούδες, ήταν καθημερινό θέαμα.
Οι σχέσεις μας με τους Εβραίους γίνανε καλές και φιλικές, μόνο αφού πέρασαν χρόνια και συνηθίσαμε ο ένας τον άλλον. Όσο να μας ενώσει η δυστυχία, ούτε εμείς ούτε αυτοί βλεπόμασταν με πολύ καλό μάτι. Τους λέγαμε «γιαχουντήδες» και «τσιφούτηδες» κι αυτοί μας λέγανε «λεμοντζήδες».
Κυρίαρχη οικονομικώς μειονότητα, όπως ήταν στην Τουρκοκρατία, ανησύχησαν με την Ελληνοποίηση της πόλης το ’12 και την αύξηση του πληθυσμού μας το ’22, τότε που κατέφθασε κατά χιλιάδες ζωντανός Ελληνισμός απ’ τη Μικρά Ασία και τη Θράκη, κυρίαρχη κι αυτή μειονότητα μέσα στην Τουρκιά και με το μάτι της γαρίδα για «δουλειές».
Οι Εβραίοι, εντυπωσιασμένοι πάντα από καθετί το Ευρωπαϊκό, ζήσανε τη συμμαχική απόβαση του ’15, τότε που η Θεσσαλονίκη γέμισε μέχρι τα μπούνια από Γάλλους, Άγγλους, Σέρβους, Αλγερινούς, Ινδούς, Μαυριτανούς, δουλέψανε τρελά μαζί τους, τους πούλησαν της Παναγιάς τα μάτια κι ό,τι σκάρτο τους βρισκότανε και γέμισαν τα κεμέρια τους με φράγκα και στερλίνες.
Ρίχνανε λοιπόν περιφρονητικά βλέμματα, συγκρίνοντας εμάς, τα νέα υποανάπτυκτα αφεντιά τους, με τους απαστράπτοντες Ευρωπαίους κι ήταν η κρίση τους όλο χολή και ειρωνεία.
Σιγά-σιγά, όμως, με τον καιρό και με την ισοπεδωτική δύναμη της ανάγκης και της φτώχειας, αποδεχθήκαμε ο ένας τον άλλο. Και τα παιδιά της δεύτερης γενιάς, γίναμε συμμαθητές και φίλοι. Πολεμήσαμε μαζί σαν αδέλφια το ’40 και το ’41. Και στην Αντίσταση, στις πόλεις και στα βουνά, είχαμε πολλούς Εβραίους που αγωνίζονταν μαζί μας, πολεμώντας τον κοινό εχθρό.
Η φυλή των Σαλονικιών Εβραίων έχασε πολλούς στον πόλεμο του ’40. Κι όταν το ’43, στην τραγική αυτή χρονιά της Κατοχής, φορτώνανε τα ναζιστικά τέρατα στα τρένα τις δεκάδες χιλιάδες Εβραίους συμπολίτες μας, κινήσαμε γη και ουρανό, κυρίως η Οργάνωσή μας, να τους αποσπάσουμε απ’ τα δόντια των δημίων τους, να τους κρύψουμε στα σπίτια μας ή να τους στείλουμε στο βουνό. Θέλεις όμως ο φόβος των αντιποίνων για τις γυναίκες και τα παιδιά τους, θέλεις η ανεξήγητη στάση του Αρχιραβίνου τους, κάτσανε αμήχανοι και παραζαλισμένοι, φορώντας το άστρο του Δαυίδ στο στήθος και αποδέχθηκαν τη μοίρα τους, ελπίζοντας ίσως, ότι θα γλιτώσουν το θάνατο…
Η παρέα μας έκλαψε πολλούς καλούς μας φίλους, που φύγανε και δε γυρίσανε, όπως δε γυρίσανε σχεδόν όλοι οι συμπολίτες μας Εβραίοι. Πολλοί δικοί μας, παίζοντας το κεφάλι τους, κρύψανε Εβραίους ως το τέλος του πολέμου, αλλάζοντας τα ονόματά τους σε χριστιανικά. Αλλά η προφορά τους ήταν έντονη και υπήρχε καθημερινά ο κίνδυνος από τους χαφιέδες και τα καθάρματα τους ταγματασφαλίτες και τους Δαγκουλαίους, που πολλοί απ’ αυτούς διετέλεσαν και στο παρελθόν εβραιοφάγοι, μέσα από την όχι και τόσο κωμική οργάνωση των Τριών Έψιλον. Αρκετοί Εβραίοι λάκισαν για το βουνό και σώθηκαν: Ήταν όμως ελάχιστοι. Ο πληθυσμός τους χάθηκε οριστικά. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, βρέφη. Κρίμα.
Λεωνίδας Ζησιάδης, «Συμβίωση», Θεσσαλονίκη, όσα θυμάμαι, Παρατηρητής, 1991, σ. 50-55.