Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΤραπεζούντα-Κωνσταντινούπολη-Σμύρνη, τρία κέντρα του μικρασιατικού ελληνισμού, 1800-1923
ΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΜΥΡΝΗ
Paul Lindau, «Στις δυτικές ακτές της Μ. Ασίας: Σμύρνη»
Ο Πρώσσος συγγραφέας, Paul Lindau (1839-1919), επισκέπτεται την πρώτη χρονιά του αιώνα μας τη νύφη της Ιωνίας και της αφιερώνει σχεδόν 60 σελίδες και ολοσέλιδες ωραιότατες φωτογραφίες στο βιβλίο του: Στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας, Βερολίνο, 1900. […] Τα όσα γράφει για τη Σμύρνη και το νομό της αποτελούν μια πραγματική εγκυκλοπαίδεια της ζωής και της κίνησης στην ιωνική μητρόπολη του Ελληνισμού με την ανατολή του αιώνα μας. Γι’ αυτό κι αξίζει να τα γνωρίσουμε. Γράφει λοιπόν ο Λίνταου:
Η Σμύρνη παίρνει τον μεσημεριανό της υπνάκο. Και είναι αυτός κατά τους μήνες του καλοκαιριού που αρχίζει νωρίς και κρατάει πολύ., από τις τακτικές συνήθειες της Σμύρνης. Ανάμεσα στις δέκα και ένδεκα η ώρα αρχίζουν οι δρόμοι ν’ αδειάζουν, κατά το μεσημέρι τα πάντα είναι σαν να έχουν νεκρωθεί, και μόλις μεταξύ τέσσερις και πέντε, όταν ο «μπάτης» (imbato, «εμβάτης»), ο δροσερός ευεργετικός αέρας κυματίζει στα νερά του κόλπου και φέρνει στην καιόμενη πόλη δροσιά, τότε διώχνει η Σμύρνη τον ύπνο από τα μάτια κι ανασηκώνεται σιγά από το χουζουρλίδικό της στρώμα. Και τότε ξυπνάει η ζωή στο δρόμο που όσο ο ήλιος βυθίζεται βαθύτερα τόσο η κίνηση γίνεται ζωηρότερη και λίγο πριν και μετά το ηλιοβασίλεμα, που στήνει σα μάγισσα στα τρεμουλιαστά νερά του κόλπου παιγνίδια πολύχρωμα και θαυμαστά τονίζοντας έτσι της κοσμόπολης το μπρίο και τα μεγαλεία.
Μεγαλόπρεπη είναι μόνο η πρόσοψη. Τα κτίρια, επίσης και τα σπίτια των πιο πλούσιων και έγκριτων οικογενειών είναι λιτά στις εσωτερικές τους συνθήκες και χωρίς αξιώσεις στην αρχιτεκτονική τους. Μερικά είναι αρκετά ευχάριστα και ωραία –αλλά τίποτε περισσότερο. Έχουν περίπου το μέγεθος μιας μέσης αγρέπαυλης αλλ’ ακριβώς επειδή βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο συνέχεια στο δρόμο, έχουν συνήθως μόνο μια στενή πρόσοψη, με πλάτος τρία-τέσσερα παράθυρα χωρίς τη χαρακτηριστική χάρη της αρχιτεκτονικής μιας έπαυλης, δηλαδή την ανοικτή θέα και τους κήπους τριγύρω. Πολύ λίγο πράσινο βλέπει κανείς. Με πολύ λίγες εξαιρέσεις επικρατεί πλήρης έλλειψη από μνημειώδη κτίρια. Τα πολυάριθμα καφενεία και τα κέντρα διασκεδάσεως δίνουν όλα μαζί χωρίς εξαίρεση την εντύπωση μιας συγκινητικής ασημαντότητας. Δεν θέλω να πω πως η Σμύρνη με απογοήτευσε από την πρώτη στιγμή κιόλας, αλλά φανταζόμουν τη φυσιογνωμία της ασύγκριτα μεγαλύτερης και σπουδαιότερης πόλης της Μικράς Ασίας, της δεύτερης κατά σειράν της μεγάλης αυτοκρατορίας των Οθωμανών, εντελώς αλλιώτικη, πολύ πιο επιβλητική.
Αλλά η ζωή του δρόμου στη Σμύρνη δεν έχει στην Τουρκία παρόμοιό της, ούτε και σ΄ αυτήν την Κωνσταντινούπολη, γιατί οι αντιθέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ακόμη και στη νέα γέφυρα που ενώνει τον Γαλατά με τη Σταμπούλ, δεν είναι τόσο έντονες και τόσο αισθητές όπως ανάμεσα στο μακρύ δρόμο της προκυμαίας της Σμύρνης και τις συνεχόμενες συγκοινωνιακές οδούς.
Εδώ συγκρούονται η Ανατολή και η Δύση απότομα και απροειδοποίητα. Κατά την ώρα του βραδινού περιπάτου μεταμορφώνεται το αρχοντικό τμήμα της «μαρίνας» μεταξύ του κτιρίου της Ρεζί και του λιμανιού σ’ ένα είδος παραθαλάσσιου βουλεβάρτου που θυμίζει αρκετά την «digue» της Οστάνδης με εντελώς κοσμοπολίτικο κομψό χαρακτήρα δυτικού πολιτισμού. Εδώ κάνουν τον περίπατό τους στο φρέσκο δροσερό αεράκι που φυσάει μακριά από το βάθος του όρμου εκατοντάδες πολίτες, οι κυρίες με μια φροντισμένη και πολυτελή τουαλέτα και που ο αριθμός τους θα μπορούσε να προϋποθέσει πολλές εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους, με ανοικτού χρώματος θερινά φορέματα γεμάτα καλό γούστο, με καπέλα κατά τα πιο εκκεντρικά μοντέλα της τελευταίας παριζιάνικης μόδας. Οι νεαροί κύριοι ντυμένοι σαν δανδήδες με ντεκολτέ παπούτσια και με πλουμιστές μεταξένιες κάλτσες.
Ο δυσανάλογος αριθμός των πολύτιμων φορεμάτων των κυριών και η οφθαλμοφανής δυσαναλογία μεταξύ του μεγάλου αριθμού των νέων κυριών και κοριτσιών που είναι ντυμένες κομψά και εν μέρει με πολυτέλεια μάλιστα, και του σχετικού ποσοστού που θα μπορούσε να παρουσιάσει ο πληθυσμός κατά μια λογική στατιστική, οδηγεί σε ορισμένες σκέψεις. Θα μπορούσε δηλαδή αν υποθέσει κανείς –και ευχόμαστε, χάριν της τιμής των ωραίων γυναικών της Σμύρνης πως η υπόθεση αυτή είναι αδικαιολόγητη- ότι οι Μικρασιάτισσες που στο παρουσιαστικό τους συναγωνίζονται τις κυρίες της υψηλής ευρωπαϊκής μόδας τελικά καταλήγουν στο ίδιο κόλπο όπως και οι «mondaines» της Ρουμανίας οι οποίες για να ικανοποιήσουν τη μανία του λούσου δεν ορρωδούν προ ουδεμιάς, αλλά κυριολεκτικά προ ουδεμιάς απολύτου θυσίας. Γιατί δεν μπορεί πράγματι να καταλάβει κανείς πώς είναι δυνατόν να συμβαδίζει τέτοιο λούσο με την «έντιμον πενίαν». Η «μοδιστρούλα» που εργάζεται στο σπίτι και τα «ρούχα της περασμένης χρονιάς», που κι αυτά βέβαια παίζουν κι εδώ ένα ρόλο, δεν αρκούν φυσικά να εξηγήσουν το φαινόμενο.
Jacob Bartholdy, «Η Σμύρνη στις αρχές του 20ου αιώνα»
«Η πρώτη πόλη της Ανατολής, όπου πάτησα το πόδι μου ήταν η Σμύρνη, της Ασίας ο πρώτος πυρσός και κατά τον Φιλόστρατο η ομορφότερη απ’ όλες τις πόλεις που φωτίζει ο ήλιος. Είναι η αφέντισσα της θάλασσας, ενώ οι ζέφυροι φυσούν απαλά γύρω από τις πηγές της… Απαλή σιλουέτα, γαλάζια θάλασσα, καθαρός ουρανός, χαϊδευτικό αεράκι. Τα καλύτερα φρούτα και τα πιο νόστιμα λαχανικά σε αφάνταστη αφθονία… Εδώ στη Σμύρνη σπαταλά η φύση την πολυτέλειά της: χαρούμενες κοιλάδες και αλλεπάλληλα βουνά που ο Πλίνιος τα ονομάζει τα ομορφότερα της περιοχής αυτής του κόσμου, βουνά που δεν τρομάζουν αλλά που προσφέρουν προστασία ενάντια στις καταιγίδες τον χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι. Έτσι ήταν πάντοτε η Σμύρνη και τα περίχωρά της, κι έτσι είναι ως σήμερα γενικά».
Αυτό είναι το απόσπασμα, […] από το βιβλίο του Πρώσσου συγγραφέα Ιάκωβου Bartholdy (1779-1825) που είχε επισκεφθεί την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία στα χρόνια 1803-1804. Επιτιμητικός ο Μπαρντόλντυ όπως σχεδόν όλοι οι συμπατριώτες του, για την άθλια κατάσταση των Ελλήνων της εποχής του προκαλεί με τις υπερβολές του τη δίκαια οργή του ευαίσθητου γέροντα στο Παρίσι Αδαμάντιου Κοραή, σε μια πύρινη αντικριτική που δημοσιεύεται χωρίς παραλήψεις σε έγκριτο γερμανικό περιοδικό. Και μόνο στην περίπτωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού και της εύθυμης καρδιάς του που είναι η Σμύρνη, συμφιλιώνεται ο αυστηρός Πρώσος με τις αρετές των Ελλήνων και την τραγική του ιστορική μοίρα.
Carl Jacob Burckhardt, «Σμύρνη 1924»
Ο ελβετός Carl Jacob Burckhardt (γεννήθηκε στη Βασιλεία το 1891), ιστορικός, διπλωμάτης, απεσταλμένος της Κοινωνίας των Εθνών στο Ντάντσιγκ το 1937-’39 και πρόεδρος του διεθνούς Ερυθρού Σταυρού 1939-1948, βρέθηκε το 1924 στη Σμύρνη για να ζήσει το μακάβριο θέαμα της ολοκληρωμένης καταστροφής της. Σ’ ένα τομίδιο γραμμένο με πολύ ευαισθησία (Kleinasia-tische Reise, Βασιλεία, 1948) μας γράφει τις εντυπώσεις του –μια πραγματική εικόνα της Αποκαλύψεως- με βαθυστόχαστες σκέψεις για το νόημα της συμφοράς και το άσχημο παιγνίδι της μοίρας. Μ’ αυτό το ωραίο κείμενο κλείνουμε τη σειρά των ξένων μαρτυριών για τη Σμύρνη.
«Ο δρόμος της καταστροφής περνάει από το Ικόνιο στη θάλασσα, η Σμύρνη είναι ο τελευταίος σταθμός του ολέθρου. Από το κατάφορτο με εμπορεύματα λιμάνι δείχνει η πόλη σαν να είναι η πύλη της ευδαιμονίας που οδηγεί σε μια πλούσια, καρποφόρα χώρα. Ωστόσο οι λαμπερές φάτσες των καμένων σπιτιών που ζώνουν σε ημικύκλιο τον ευρύ όρμο της Σμύρνης έχουν, όσο τις πλησιάζει κανείς, κάτι από τη φρίκη του στολισμένου θανάτου. Σχεδόν όλα τα σπίτια υψώνονται ακόμη σκελετωμένα, με τις στουκαδούρες τους, με τις κολόνες των εισόδων τους και τις καμένες πόρτες απ’ όπου οι πλούσιοι ένοικοι όρμησαν προς τα έξω με κραυγές τη μέρα της καταστροφής καθώς ο άνεμος της στεριάς έσπρωχνε τα κύματα της φωτιάς προς τα σπίτια τους. Κι έτρεχαν, έτρεχαν από το Και, ανάμεσα κι απ’ του πολέμου τη φωτιά, και πίσω τους της πυρκαγιάς το κύμα κι εμπρός η θάλασσα. Σ’ αυτής τα νερά πηδούσαν αρχόντοι και πραματευτάδες με τις λουσάτες γυναίκες τους και τα παιδιά τους με τα μεγάλα τρομαγμένα μάτια. Πηδούσαν στη θάλασσα σαν τα ζώα που τα κυνηγάει η φωτιά και ζητούν σωτηρία και πνίγονται στο νερό, η μάνα μακριά από το παιδί, απελπισμένοι κι οι δυο, χαμένοι μέσα στου κακού την κόλαση, έχοντας από πίσω το τουφεκίδι και μπροστά τ’ ασάλευτα θωρηκτά που αρνιόντουσαν σχεδόν πάντα να τους τραβήξουν πάνω, ενώ από μερικά καταστρώματα ακούγονταν χορευτική μουσική.
[…] Νικητές είναι και πάλι οι Τούρκοι. Γύρω τριγύρω ερείπια σαν πτώματα φαγωμένα από τσακάλια και γύπες. Τίποτε δεν έχτισαν οι καταχτητές δικό τους. Όλα τα πήραν από τους Έλληνες, τους Πέρσες και τους Άραβες, και κάθε φορά που ήθελαν να τους τα πάρουν οι δικαιούχοι πίσω, άφηναν το ραχάτι τους και με φωτιά και με σπαθί κρατούσαν το παρμένο πάλι. Κι έβγαιναν πάλι νικητές και ραχάτευαν πάλι στα χαλιά τους με τη θολή ματιά του γέρου του πολύξερου. Σα να κατέχει το μυστικό το νόμο που είναι ο ρήγας του κόσμου και το είναι του. Και άνθρωπος άλλος κανείς δεν μπορεί να τον χαλάσει».