Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ταξίδι στον Πόντο, την Πόλη, τη Σμύρνη (Σ’ Ανατολή και Δύση)

22 του Οχτώβρη. Η ημέρα μας ηύρε σήμερα μπροστά στη Σμύρνη. Ομίχλη σκεπάζει την πόλη και όλα τα περιγιάλια.

Δεν βλέπω μπροστά μου παρά ένα σταχτί αεροκάμωτο χτίριο, που μου κρύβει τον Ταύρο και της γλυκιάς Ιωνίας τα βουνά. Κατεβάζουν τη βάρκα της υπηρεσίας, δύο ναύτες και ο υποπλοίαρχος πηδούν μέσα και βάρκα κι επιβάτες χάνονται από τα μάτια μας, χωνεύουν μέσα στην ομίχλη. Οι βαρκάρηδες όμως που παραμονεύουν περίγυρα είδαν στο υγειονομείο το κατέβασμα της σημαίας, που φανερώνει το ελευθεροκοινώνισμα, κι επήδησαν απ’ όλα τα μέρη στο πλοίο, τρέχοντας απάνω κάτω και φωνάζοντας με αναμμένη όψη κουρσάρων.

Έξαφνα ο ήλιος έλαμψεν από ψηλά, έχυσε το βυσσινί του χρώμα στα πετρωτά βουνά και τα γύρω περιγιάλια, αέρας στεριανός εξέσχισε σε χίλια κομμάτια κι εσκόρπισ’ εδώθ’ εκείθε την ομίχλη κι εφάνηκεν η πόλις αμφιθεατρική, κρεμαστή στου περήφανου Τούρκου τα ριζά, ξαπλωταριά απέραντη πετρών και πρασινάδας.

Το πλοίο αργοκίνητο εμπήκε στον ασφαλή λιμένα κι έδεσε τα πρυμόσχοινα έξω στο λιθοστρωμένο ακρογιάλι, Γκιαούρ Σμύρνη, λέγουν οι Τούρκοι και δεν έχουν άδικο. Παντού ο ελληνισμός ξεχειλίζει ακράτητος. Γλώσσα παντού η ελληνική. Στα καφενεία, στις λέσχες, στα καταστήματα όπου γυρίσεις, κρέμονται εικόνες των Βασιλέων μας, εικόνες μαχών και ηρώων της επανάστασης μας. Αν ειπεί κανείς, πως η «Σμύρνη είναι μία πόλις της ελεύθερης Ελλάδος, πολύ εξευρωπαϊσμένη μάλιστα πόλις, εκεί κατά τ’ ακρογιάλια της Ιωνίας ριγμένη», δε θα ειπεί ψέματα.

Απ’ άκρη σ’ άκρη στην καμαρωτή πρόσοψη της πόλεως, απλώνεται πλατύ το Κε, ο παραλιακός δρόμος, πλακοστρωμένος όλος σε σταδίων έκταση, όπου κάνει τη συγκοινωνία το τραμβάι απ’ άκρη σ’ άκρη, έως τα λουτρά. Και πρώτα αρχίζουν από το χτιστό λιμένα στη δυτική πλευρά, οι μεγάλες αποθήκες και συγκρατητά αντίκρυ της πρύμνης των πλοίων, τα γαλατοπωλεία και καφενεία και μπακάλικα και ξενοδοχεία και μαγειρειά, μέχρι του Τελωνείου και Υγειονομείου, που προβάλλει πλατύχωρο καλοχτισμένο απάνω στην προκυμαία και κλει τον τεχνικό λιμένα. Και σ’ όλην την μεταξύ ακρογιαλιά απαντά κανείς το δουλευτή κόσμο και τον εμπορικό, αυτόν ξαπλωμένο στους καφενέδες με το μαρκούτσι του ναργιλέ στο στόμα και τον καφέ κοντά του, κι εκείνον φορτωμένον, αεικίνητον, δουλεύοντα και γκαρίζοντα.

Περνά εδώ, με το νωθρό του βήμα, συγκρατημένο καραβάνι από καμήλες φορτωμένες βαμβάκι, και διαβαίνει παρέκει άμαξα, τροχηλατούσα γοργά και παρέρχεται με κρότο πετάλων λεβένταρος καβαλάρης. Μέσα στο πολυποίκιλο αυτό πηγαινέλα προσθέτεται τώρα το πολυποίκιλο θέαμα των χρωματιστών φορεμάτων και των τύπων της μορφής. Και περνά εδώ το ταγκαλάκι, ο κάτοικος του εσωτερικού, νέος φιλάρεσκος, ψηλός, ξεραγκιανός με τις άντζες κατάγδυμνες, λιανές σαν καλάμια, με το κοντό γαλάζιο τουμάνι του, που μόλις του σκεπάζει τα σκέλια, με τη μέση περιτριγυρισμένη χιλιόδιπλα από το χρωματιστό ζωνάρι και μ’ ένα σελάχι θεόρατο, σιδεροφορτωμένο∙ με το κοντογέλεκο, μόλις να σκεπάζει τους ώμους του και με το βαρύ σαρίκι γύρω στο κεφάλι.

Εκείθεν έρχεται ο χρυσοφορεμένος, σιδεραρματωμένος γιασαξής των προξενείων, με τα μπουρνούζα του, με τις πάλες και τα μαχαίρια του. Απεδώ διαβαίνει ο ξεσχισμένος δερβίσης. Αποκεί ο πρασινοντυμένος μολάς. Αλλού σοβαρός, κύριος με ψηλό καπέλο, και αποκεί πέρα, χαρέμι ολόκληρο με τους φανταχτερούς χρωματισμούς των φορεμάτων των, κοιτάζοντας ολόγυρά του και χαχανίζοντας σαν κοπάδι τσίχλες.

Και παντού σκόρπιοι οι ναύτες των πλοίων με τα κοινά τους φορέματα και τους ποικίλους τύπους της μορφής των.

Από το Τελωνείο όμως και πέρα άλλην όψη έχει το Κε, αριστοκρατική αλήθεια κι εντελώς ευρωπαϊκή. Μεγάλες μαρμαροπελέκητες οικοδομές απλώνονται συγκρατητά σχεδόν μέχρι των λουτρών. Ξενοδοχεία και καφενεία και μπιραρίες και θέατρα και λέσχες. Κόσμος κάθεται εκεί καλός, κομψός, λάλος και πεταχτός, συζητητής κόσμος. Κόσμος, που δαπανά πολλές ώρες της ημέρας του μπροστά στον καθρέφτη. Κόσμος που μιλεί περισσότερο για το χορό της Λέσχης, για τον τρόπο που θα υποδεχθεί τον τάδε πρίγκιπα, για τα πρόσωπα που θα εκλεχθούν ως μέλη της υποδοχής των κυριών, για εκείνους που θα εκλέξουν τα κομμάτια της ορχήστρας, για εκείνους που θα επιστατήσουν στο μπουφέ, παρά για κάθε παγκόσμιο ζήτημα. Κόσμος, τέλος, που θα ήταν φυσικότερος, αληθινότερος, αν φορούσε γυναικεία.

Τότε όμως ο γυναικείος κόσμος της Σμύρνης άξιζε να φορεί ανδρίκεια. Ιδές τον στο Κε κάθε δειλινό πως προχύνεται απ’ όλα τα γύρω και όλους τους δρόμους και συμμαζώνεται εκεί καλοδέματος, στιβαρός, ανδρίκειος και κάνει με τα φανταχτερά φορέματα και τα καπελίνα του το Κε ένα μεγάλον ανθώνα, γεμάτον απ’ όλου του κόσμου τ’ άνθη και τα λουλούδια.

Τον είδα να περνοδιαβαίνει μπροστά μου ο γυναικείος κόσμος, τέλειος στη σωματική διάπλαση, τέλειος στην ομορφιά, υπερήφανος στο βάδισμα, τολμηρός στο λόγο, στην έκφραση του προσώπου ολοζώντανος, στο βλέμμα οξύς, κι είπα πως δεν είναι μόνο καταχτητής της καρδιάς των συνόμοιών μου Σμυρναίων, αλλά και αυτής της γης των.

Παντού στην Ελλάδα είναι σκορπισμένη η φήμη της Σμυρνέικης ομορφιάς. Μη νομίσει όμως κανείς πως είναι ομορφιά από εκείνες που μιλούν, με τον τέλειο και αρμονικό τους τύπο, αμέσως στην ψυχή. Η Σμυρνιά μιλεί απευθείας στα νεύρα. Κυριεύει τη σάρκα με τη σάρκα.

Φεύγουμε με το ηλιοβασίλεμα και δεν τολμώ να τραβήξω στους μέσα δρόμους, μήπως μ’ αποπλανήσουν τα θελκτικά τους θεάματα. Έτσι σ’ αυτό το ταξίδι μοιάζω με το διαβάτη, που περνά μπροστά από ένα πεντάμορφο κήπο και δεν βλέπει παρά από την κλειδαρότρυπα το σύθαμπο εσωτερικό του.

Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ταξίδι στον Πόντο, την Πόλη, τη Σμύρνη (Σ’ Ανατολή και Δύση), στο Ανδρέας Καρκαβίτσας, Άπαντα, επιμ. Γ. Βαλέτα, Γιοβάνης, Αθήνα 1973, σ. 76-78.