Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ιζμύρ

Ο Τούρκικος μαχαλάς εις την Σμύρνην είναι κάτι εντελώς ξεχωριστό από την ζωήν και την κίνησιν της πόλεως ό,τι περίπου δια την Κωνσταντινούπολιν η Σταμπούλ. Δεν είναι εύκολον ν’ αποκαλύψει κανείς το Ιζμύρ, ερχόμενος και ζων εις την Σμύρνην. Όχι πως είμαστε Έλληνες, αλλά είναι αλήθεια αντιπροσωπεύουσα πιστότατα την πραγματικότητα, ότι το χρώμα της Σμύρνης είναι και διά τον τυφλόν ακόμη Ελληνικότατον. Οι Τούρκοι κατείχον επί πεντακόσια και πλέον χρόνια την ωραίαν αυτήν νύμφην της Μικρασιατικής ακτής εφήρμοσαν όλα τα φοβερά μέσα της τρομοκρατίας και της εξοντώσεως του Ελληνικού στοιχείου, αλλά δεν κατόρθωσαν να την κατακτήσουν πραγματικώς, να γίνουν αυτοί η κοινωνία της, να πάρουν στα χέρια τους το εμπόριον και να ρυθμίζουν την δράσιν και την ζωήν της […]

Επί του όρους φέροντος και αυτού το αρχαιοπρεπές Ελληνικόν όνομα «Πάγος», είναι χτισμένος κι εκτείνεται ο «Τουρκομαχαλάς». Απόκοσμα εντελώς και σχεδόν χώρια κανένα σύνδεσμον με την πόλιν της Σμύρνης, ζει εκεί ο Τουρκικός πληθυσμός της Ιωνικής Μητροπόλεως, αποτελούμενος, ως επί το πλείστον, από Τουρκοκρήτας, εγκατεστημένους εκεί προ δέκα περίπου ετών.

Ο Τουρκικός μαχαλάς καταλήγει προς την θάλασσαν, όπου είναι το περίφημον Κονάκι, η έδρα της διοικήσεως του βιλαετίου, μέγαρον κατάλευκον, αραβικού ρυθμού, με πολυτέλειαν και χλιδήν οθωμανικήν, μέσα εις το οποίον ο απεχθής Ραχμή εσυνέχισε το μυσαρόν έργον των προκατόχων του βαλήδων προς εξαφάνισιν του χριστιανικού κόσμου της εκπνεούσης Αυτοκρατορίας. Απέναντι από το Κονάκι εγείρεται μουσουλμανικότερον εις σχέδιον το μέγαρον του Στρατιωτικού Διοικητηρίου, η έδρα του τρομερού στρατηγού Ναντίρ πασά με απέραντους στρατώνας, ικανούς να χωρέσουν εν ανέσει όλους τους άνδρας, του Σώματος Στρατού της περιφερείας. Μεταξύ των δύο αυτών οικημάτων υψούται εν είδει περιποιημένου μιναρέ το «Ωρολόγιον», με αισθητήν την παραφωνίαν των λατινικών αριθμών εις τας ώρας του. Ολόγυρα από το ωρολόγιον υπάρχει πρασινάδα περιβόλου και αναβλύζουν νερά από ένα Τουρκικόν συντριβάνι. Την πλατείαν αυτήν οι μαρτυρικοί ομογενείς μας επρότεινον τώρα να μετονομασθεί εις «κήπον του κλαυθμώνος», διά τα χριστιανικά δάκρυα που την έχουν ποτίσει κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, και τους στεναγμούς του πόνου που έχουν γεμίσει τον αέρα της. Ο μικρός ανηφορικός δρόμος που οδηγεί εις το Κονάκι, κατά την ίδιαν επιτυχή έμπνευσιν, θα λάβει το όνομα «οδός Γολγοθά», ώστε να μη σβήσει ποτέ η απαισία ανάμνησις του τραγικού τοπίου. Οι τοίχοι των κτιρίων, κατάστικτοι από σφαίρες είναι η απάντησις που έδωσαν τα μάνλιχερ των τσολιάδων μας εις την ενέδραν κατά την πρώτην ημέραν της Ελληνικής κατοχής. Επάνω και κάτω, σε παράθυρα και σε μπαλκόνια βομβούν χιλιάδες οι κρατούμενοι Τούρκοι αξιωματικοί, ενώ εις τας σκοπιές με τα Σουλτανικά στέμματα καμαρώνουν με την μπαγιονέτα εφ’ όπλου τα φανταράκια μας, ευσταλή παλληκάρια της Αμύνης Κρητικοί και Νησιώτες, με το σιδηρούν κράνος του Μετώπου στο κεφάλι. Πιο πέρα λίγο οι φυλακές, που τας άνοιξαν οι Τούρκοι την ημέρα εκείνη, για να προσθέσουν και τους εγκληματίας του κοινού δικαίου εις το πραξικόπημά των. Παραπάνω, πολλά κυπαρίσσια και ανάμεσα στα «μεζάρια» χιλιάδες «ταφιά», μαρμάρινες παραστάσεις σαρικιών και σειρές σκαλιστά αραβικά γράμματα «ινμεμόριαμ» αγάδων και μπέηδων κι εφέντηδων και πασάδων. Εις το μεταξύ οι δρόμοι και τα σοκάκια κοκκινίζουν από το φέσι.

Μέσα εις το βάθος ενός «καλντιριμιού» είναι τα γραφεία και τυπογραφεία της διαβοήτου Ανατολού, της οποίας ο φανατικός εκδότης Χαϊντάρ Ρουστή επήρε τα βουνά εις την εμφάνισιν του πρώτου τσολιά. Ένα ημιτελές γιαπί με θεμέλια από χρωματιστό μάρμαρο, παραπλεύρως ακριβώς εις τις φυλακές, δείχνει την τοποθεσίαν όπου επρόκειτο να αναγερθεί το Τουρκικόν Πανεπιστήμιον. Οι πολιτισμένοι πιστοί του Μωάμεθ θα εδιδάσκοντο εκεί μέσα το ποινικόν δίκαιον θεωρητικώς, κι ύστερα, φαίνεται, θα περνούσαν από δίπλα εις το γκιζντάνι δια την πρακτικήν! Τουρκιά, ξυποληταριά, χαμάληδες φορτωμένοι τσουβάλια και μαδέρια, περιφέρονται αγκομαχούντες υπό το βάρος του φορτίου των, αραμπάδες συρόμενοι από βόδια, παιδόπουλα φεσοφορούντα ουρλιάζουν, γριές χανούμισσες με τριμμένα πρασινωπά ντόμινα κρύβουν επιμελώς τας ρυτίδες των με τον φερετζέ, και κάπου-κάπου μεσ’ από τα μυστηριώδη δικτυωτά καφάσια μας κοιτάζουν αθέατες αι ωραίες φυλακισμένες των χαρεμιών. Το μόνιππο τραμ, που τρέχει αλαφρά στις γραμμές του, δεν έχει από’ δω κι απάνω τίποτε από την κομψότητα του «Και», αλλά πηγαίνει σχεδόν καταχρηστικώς έως το τέρμα, μεταφέρον την γενειάδα κανενός Χότζα. Σε κάθε γωνιά, σε κάθε τρίστρατο κι από ένα Καρακόλι, ιδιόρρυθμος αστυνομικός σταθμός, που εις την μέτωπον του κυματίζει καμαρωτή κι υπερήφανη η σημαία μας, και εις την είσοδόν του έχουν στήσει λημέρι μερικά ευζωνάκια με τον αξιωματικό τους.

Προς την κορυφή του μαχαλά στέκει βουβόν και άδοξον το Τόπ-αλτί, κανόνι που αναγγέλλει κατά την Τουρκικήν συνήθειαν το Γιαγκίνβαρ, όταν πιάνει πουθενά πυρκαϊά. Από δω πάνω οι Τούρκοι της Σμύρνης, συγκεντρωμένοι μακριά από την πραγματικότητα σαν άρρωστοι αποκλεισμένοι σε λοιμοκαθαρτήριον, ετοποθετούσαν την παλάμην στον μέτωπον ως γείσον, κι αγνάντευαν επί πεντακόσια χρόνια την ωραίαν πόλιν που έσφυζεν από ζωήν, λουσμένη στο χρυσάφι του Ηλίου:

-Γκιαούρ Ιζμύρ!…

Κώστας Καραμούζης (Αθάνατος), Περπατώντας η δόξα… : Εντυπώσεις από τη Σμύρνη, εκδόσεις Τύπος, Αθήναι 1920. σ. 30-34.