Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο Φραγκομαχαλάς της Σμύρνης (1804)

Ένας Άγγλος έμπορος, ο Thomas MacGill, πραγματοποίησε μεταξύ 1804 και 1806 μια σειρά ταξιδιών στην Οθωμανική Ανατολή και στη Μαύρη Θάλασσα. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε στο χρονικό του που κυκλοφόρησε το 1808 σε μορφή επιστολών.

Η Σμύρνη απογοήτεψε τον περιηγητή μας. Άθλια αρχιτεκτονική, σπίτια από ξύλο και πλιθιά, δρόμοι στενοί και κακοστρωμένοι. Τα αμάξια ήταν άγνωστα και οι μεταφορές γίνονταν με καμήλες και με χαμάληδες.

Τον Όμηρο διεκδικούσε και η Σμύρνη. Υπήρχε το σπήλαιο του Ομήρου σε απόσταση μιας ώρας από το χωριό Μπουρνόβα, όπου ο ποιητής «έγραψε την Ιλιάδα» και ο κήπος του Ομήρου, έξω από τη Σμύρνη. Αλλά ο MacGill υποθέτει ότι επειδή το όνομα αυτό είναι συνηθισμένο στη Μ. Ασία κάποιος παλιός περιβολάρης που λεγόταν Όμηρος έδωσε το όνομά του στον μπαξέ.

Ο Άγγλος περιηγητής πληροφορήθηκε ότι στα γειτονικά βουνά υπήρχαν λέοντες και τίγρεις.

Ο πληθυσμός της Σμύρνης είχε αυξηθεί σε 130.000 ψυχές (70.000) Τούρκοι, 30.000 Έλληνες, 15.000 Αρμένιοι, 10.000 Εβραίοι και 5.000 ξένοι). Κατά την τελευταία πενταετία δεν είχε σημειωθεί καμιά επιδημία στην πόλη κι αυτό είχε συντείνει στη διατήρηση του πληθυσμού σε υψηλά επίπεδα. Οι περισσότεροι έμποροι ήταν Χιώτες ενώ οι τεχνίτες και οι υπηρέτες κυρίως Τηνιακοί.

Η κίνηση του λιμανιού ήταν μεγάλη. Σπάνια βρίσκονταν αραγμένα λιγότερα από 15-18 καράβια διαφόρων χωρών. Μερικά φόρτωναν εμπορεύματα για την Αμερική. Πληροφορήθηκε από αρμόδια πηγή ότι μέσα σ’ ένα χρόνο (1 Σεπτεμβρίου-31 Αυγούστου) κατέπλευσαν στη Σμύρνη εξήντα καράβια από το εξωτερικό: από Λονδίνο 7, από Τριέστι 18, από Βενετία 4, από Λιβόρνο 15, από Ολλανδία 3, από Μασσαλία 8 και από την Αμερική 5. Στο ίδιο διάστημα φορτώθηκαν 93 καράβια για διάφορα λιμάνια της Ευρώπης και της Αμερικής: για Λονδίνο 12, για Τριέστι 41, για Λιβόρνο 7, για Βενετία 5, για Ολλανδία7, για Μασσαλία 18, για Αμερική 3. Αυτά τα τελευταία μετέφεραν αποκλειστικά νομίσματα και όπιο.

Η πανούκλα και ο κίτρινος πυρετός αποτελούσαν τους μεγάλους εφιάλτες της Σμύρνης. Σπάνια ωστόσο η επιδημία έφτανε στο Φραγκομαχαλά γιατί με τα πρώτα κρούσματα οι κάτοικοι απομονώνονταν εντελώς από την υπόλοιπη πολιτεία.

Τα σπίτια των Φράγκων, γράφει ο MacGill, είναι σαν φρούρια και γενικά καλύπτουν το χώρο που εκτείνεται από τον εσωτερικό δρόμο ως τη θάλασσα. Προς την πλευρά του δρόμου κάθε σπίτι είχε μια σιδερένια πύλη για να μη κινδυνεύει από την πυρκαγιά και μπροστά απ’ αυτή, προς το δρόμο, υπήρχαν δυο άλλες πόρτες καγκελόφραχτες.

Στη Μ. Ασία ο λαός πίστευε πως δυο θεομηνίες δεν έρχονται ποτέ μαζί. Όταν λ.χ. πέφτει ακρίδα αποκλείεται η πανούκλα. Τον Ιούλιο του 1805 ο περιηγητής βρισκόταν στο χωριό Μπουτζά. Όλα γύρω ήταν καταπράσινα. Τη νύχτα έπεσε ένα σύννεφο ακρίδες. Το πρωί δεν είχε μείνει ούτε ένα φύλλο σ’ ολόκληρη την περιοχή.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1810, ταξίδεψε στη Σμύρνη ο Άγγλος περιηγητής John Hobhouse, ο συνοδοιπόρος του Byron. Ο Φραγκομαχαλάς, γράφει ο Hobhouse, η ευρωπαϊκή συνοικία που απλωνόταν στην προνομιούχα παραλιακή ζώνη, αποτελούσε ένα ξεχωριστό, ολότελα απομονωμένο κόσμο.

«Εκεί βρίσκονταν τα σπίτια των προξένων και των κυριοτέρων Ευρωπαίων εμπόρων». Κομψά, όμορφα, με κήπο και αυλή στις τρεις πλευρές, ήταν χτισμένα με πυρίμαχα τούβλα και σκελετούς από πατερά. Οι αποθήκες, οι στάβλοι, τα γραφεία βρίσκονταν στο ισόγειο, οι κατοικίες στο επάνω πάτωμα».

Στο μουράγιο υπήρχε μια πέτρινη αποβάθρα που εκτεινόταν σ’ ολόκληρη την ευρωπαϊκή συνοικία. Εκεί γίνονταν οι φορτώσει και οι εκφορτώσεις των καραβιών. Η έπαυλη του Άγγλου γενικού προξένου δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα μέγαρα των κεντρικών δρόμων του Λονδίνου. Υπήρχαν ακόμα ξενοδοχείο, καθώς και πολλές ταβέρνες και πανδοχεία για τους ταξιδιώτες.

Η ζωή στη Σμύρνη είναι ευχάριστη, γράφει ο Άγγλος περιηγητής. Και για τους ξένους και για τους μόνιμα εγκατεστημένους. Λέσχες μεγαλοπρεπείς, Καζίνο με αναγνωστήριο –όπου βρίσκει κανείς όλα τα ευρωπαϊκά έντυπα, εκτός από τα αγγλικά-, δυο αίθουσες με μπιλιάρδα κ. ά. Στις Αποκριές οι συνδρομητές έδιναν χορούς στους οποίους καλούσαν τους πιο αξιοσέβαστους Έλληνες με τις οικογένειές τους.

Το πιο αξιοπερίεργο για τον ξένο που ταξίδευε στην Αμερική ήταν τα προξενεία. «Οι Τούρκοι, μ’ όλη την υπεροψία και το δεσποτισμό τους, μ’ όλο το μίσος τους για κάθε τι χριστιανικό, τα ανέχθηκαν και τα ανέχονται σ’ όλες τις μεγάλες πολιτείες της αυτοκρατορίας».

Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1800-1810, Τόμ. Γ1, Στάχυ, Αθήνα 1975, σ. 226-232.