Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΤα παιδιά της Νιόβης
|
ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ
Εκείνο το ηλιόλουστο οκτωβριάτικο πρωί, οι φίλοι είχαν μαζευτεί στο σταθμό για να καταβοδώσουν τη μικρή οικογένεια του Κωστή Στεφανόπουλου. Πήγαινε να εγκατασταθεί στη Σμύρνη. Μ’ όλες τις προσπάθειές τους, ούτε ο χαλέμπορος, ούτε η γυναίκα του είχαν μπορέσει να συνηθίσουν τη ζωή στο Σαλιχλί. Κάθε μέρα τους θύμιζε το σκοτωμένο γιο τους. Τα πράγματά τους ταξίδευαν κιόλας με το βραδινό φορτηγό. Η ταχεία που περίμεναν απ’ τη Φιλαδέλφεια, θα ’κανε διασταύρωση με κείνη που θα ’ρχόταν απ’ την Σμύρνη. Και οι δυο είχαν καθυστέρηση. Οι Σοφιανόπουλοι φεύγανε απ’ το Σαλιχλί σε μέρες που κυκλοφορούσαν επίμονα φήμες, πως ύστερα απ’ την πανωλεθρία των γερμανοαυστριακών στο Μάρνη, το τέλος του πολέμου πλησίαζε. Οι προύχοντες είχαν κάνει ένα κύκλο γύρω απ’ τον άξιο δημογέροντα∙ οι κυρίες γύρω απ’ τη δραστήρια πρόεδρό τους στον «Εκπολιτιστικό Σύλλογο Γυναικών»∙ οι νεαρές γύρω απ’ την καλόκαρδη κόρη τους. Λέγανε αποχαιρετιστήρια λόγια με βουρκωμένα μάτια. Υπόσχονταν να ανταλλάζουν τα νέα τους – να μην ξεχαστούνε…
Απ’ την ταχεία, που έφτασε πρώτη απ’ τη Σμύρνη, είδαν ξαφνικά το μητροπολίτη Φιλαδελφείας να προβάλλει στο παράθυρο του βαγονιού του. Τρέξανε όλοι να τον χαιρετήσουν. Ο άγιος, βλέποντας τόση συνάθροιση από πρόκριτους, κατέβηκε με ένα δρασκελισμό στην αποβάθρα. Τον κύκλωσαν διψώντας για νέα. Ερχόταν απ’ την Πόλη. Είχε πάρει μέρος στη σύνοδο για την εκλογή τοποτηρητή του πατριαρχικού θρόνου, ύστερα απ’ την παραίτηση του πατριάρχη Γερμανού του Ε’. Έτσι, είχε την ευκαιρία, είπε, να δει και τον εξόριστο στο Φανάρι μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο. Είχε ακούσει πως ήταν άρρωστος. Τον βρήκε ευτυχώς καλά; «Τα ευχάριστα νέα τον είχαν ωφελήσει περισσότερο απ’ τα φάρμακα…», συνόδευσε με χαμόγελο τις διφορούμενες φράσεις του αναμερίζοντας το επανoκαλύμαυχο για να μιλήσει πιο ρητά: Είχε αφήσει, είπε, την Πόλη σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Περιμένουν όλοι, από μέρα σε μέρα – σύμφωνα με πληροφορίες από πρεσβείες ουδετέρων- να καταθέσει η Τουρκία τα όπλα. Η πανωλεθρία των γερμανοαυστριακών στο Μάρνη υπήρξε αποφασιστική. Άνθρωποι, μάλιστα της σουηδικής πρεσβείας, επληροφόρησαν το Φανάρι, ότι η τουρκική κυβέρνηση έχει στείλει εκπρόσωπό της στο γάλλο αρχιστράτηγο Φρανσαί ντ’ Εσπεραί για να διαπραγματευθεί ανακωχή. Οι παροικίες των Καθολικών και των Ρωμιών δεν κρύβουν τον ενθουσιασμό τους. θεωρούν βέβαια ότι το τέλος του πολέμου θα ’ναι ζήτημα ημερών. Η Αυστρία έχει ήδη διαχωρίσει τη θέση της απ’ τη Γερμανία. Το ίδιο και η Βουλγαρία. Τα σφυρίγματα του τραίνου απ’ τη Φιλαδέλφεια τον διέκοψαν. Απ’ το βαγόνι του ο άγιος του έκανε το σχήμα της ευλογίας του: «Ες αύριον, αδελφοί, τα σπουδαία…». Το φιλντισένιο του πρόσωπο φωτιζόταν από χαρούμενη προσδοκία…
Κάποια στιγμή πρόσεξαν, καθώς αντάλλαζαν τα τελευταία αποχαιρετιστήρια λόγια με τους Σοφιανόπουλους μπρος απ’ το βαγόνι τους, πως η αμαξοστοιχία τους αργούσε να ξεκινήσει. Οι υπάλληλοι του σταθμού πηγαινοέρχονταν νευρικοί δείχνοντας πως περίμεναν κάποιον που αργοπορούσε. Ξαφνικά, είδαν τον καϊμακάμη να τρέχει απ’ το βάθος της αποβάθρας. Του υποκλίθηκαν. Οι τζαντάρμες, που φρουρούσαν το σταθμό τού παρουσίασαν όπλα. Ο μπουλούκος ανέβηκε στο βαγόνι καταϊδρωμένος. Στην σκαλίτσα τον αγκάλιασε ο καϊμακάμης τού Αλά Σεχίρ. Η συνάντηση των δυο καϊμακάμηδων έδωσε νέα τροφή στους προύχοντες για τολμηρές υποθέσεις. Τυχαία συνταξίδευαν ή πήγαιναν στη Σμύρνη για υπηρεσιακούς λόγους; Η αναχώρησή τους απ’ τις έδρες τους είχε σχέση με τις πληροφορίες του δεσπότη; Οι προύχοντες κατηφόρισαν για το μπεζεστένι ανυπόμονοι να συναντήσουν τον Αντώναγα. Ο μουσαντίκης στο κονάκι θα ’πρεπε να ξέρει περισσότερα…
Οι υπάλληλοι της καπναποθήκης του τους είπαν πως το αφεντικό τους δεν είχε περάσει από κει, όπως συνήθιζε όταν τέλειωνε την υπηρεσία του στο κονάκι. Η αργοπορία του τους παραξένεψε. Μπήκαν στο μεγαλοκατάστημα του Χατζή Λεοντή να τη σχολιάσουν. Εκεί ήρθε και ο Χατζή Αυγουστής, ο ιδιοκτήτης του εκκοκκιστηρίου βαμβακιού, για τα σαββατιάτικα ψώνια του. Φώναξαν τον Τρύφωνα Ιωαννίδη απ’ το γειτονικό μαγαζί του. Η ώρα είχε γίνει μία. Ο αντιπρόσωπος της εταιρίας των ραπτομηχανών «Σίγγερ», που πετάχτηκε ξανά στην καπναποθήκη, πήρε την ίδια απάντηση. σκέφτηκαν πως ο μουσταντίκης θα ’χε μεγάλη απασχόληση στο κονάκι –το καλούσε η μέρα… Ανυπόμονοι να μάθουν «νέα», στείλανε τον πρόεδρο να τον βρει εκεί με κάποια δικαιολογία. Ο Βασίλης Ωνάσης, γυρίζοντας, μεγάλωσε ακόμη περισσότερο την απορία τους: Ο Αντώναγας δεν είχε περάσει καθόλου απ’ το κονάκι εκείνη τη μέρα. Φαντάστηκαν πως θα ’ταν αδιάθετος σπίτι του –συχνά κρεβατωνόταν από τα αρθριτικά του. Θα πήγαιναν να τον συναντήσουν εκεί.
Στο μπεζεστένι άρχισαν μερικοί να κατεβάζουν τα ρολά των μαγαζιών τους για να ξεκουραστούν το Σαββατόβραδο στα σπίτια τους. ξαφνικά, αναστατώθηκε η αγορά από τσιριχτές φωνές. Η τρελό-Παντελιώ έτρεχε σα δαιμονισμένη μέσα στα στενά ξεσηκώνοντας τον κόσμο απ’ τα ξεφωνητά της: «Κάτω απ’ το γεφυράκι είναι ένας πεθαμένος!…» Η καμπουρίτσα πηδούσε πάνω απ’ το υγρό πλακόστρωτο σα να την κυνηγούσε το φάντασμά του. Απ’ το στόμα της τρέχανε αφρισμένα σάλια. Βλέποντας τους δημογέροντες, έκοψε τη φόρα της. Οι κοντανασεμιές την πνίγανε. Κάποιος υπάλληλος του Χατζή Λεόντη της έδωσε ένα κομμάτι χαλβά. Με μπουκωμένο το στόμα, τους διηγήθηκε, πως καθώς περνούσε απ’ το γεφυράκι τής πέσανε τα μεταλλίκια της. Δεν πρόφτασε να τα πιάσει. Είχαν κυλήσει στο βόθρο με τα ξεπλύματα της αγοράς. Μόλις έσκυψε να δει, φάνηκε να πλέει ένα κεφάλι πεθαμένου! Ο Χατζή Λεοντής τη φοβέρισε: Αν τους έλεγε ψέματα ή ήταν κανένα ψόφιο σκυλί, θα την πήγαιναν στο καρακόλι. Τσίριξε: « Όχι! Όχι! Ήταν ένας πνιγμένος άνθρωπος!». Ο Βασίλης Ωνάσης με τον Τρύφωνα Ιωαννίδη τρέξανε καταφοβισμένοι στο γεφυράκι. Τους ακολούθησαν μερικοί παραγιοί. Μια δολοφονία σε μια τόσο ηλεκτρισμένη μέρα σήμαινε πολλά… Ο πρόεδρος σκύβοντας να κοιτάξει μέσα στο κανάλι, τινάχτηκε. Απ’ τον τρόμο του πέσανε τα γυαλιά του. Έκλεισε με απελπισία τα μάτια του. Το κεφάλι με τους πεταμένους βολβούς, που εξείχε απ’ τα βουρκόνερα, ήταν του Αντώναγα!
Η κακή είδηση βούιξε σε όλη την πόλη. Προύχοντες και άνθρωποι του λαού αισθάνθηκαν τρόμο. Στο μπεζεστένι, στα σπίτια, στα καφενεία, στα μπαρμπέρικα, στα φαρμακεία- οι συζητήσεις παίρνανε και δίνανε σε ατμόσφαιρα μεγάλης αναταραχής. Ο Αντώναγας, απ’ τη θέση του μουσταντίκη στο κονάκι, ήταν ο φυσικός προστάτης των ρωμιών. Σ’ αυτόν κατάφευγαν, όταν κάποιος τούρκος τους αδικούσε. Την εμπιστοσύνη, που είχαν οι αρχές στα φιλοτουρκικά του αισθήματα, την εκμεταλλεύτηκαν με μεγάλη διπλωματικότητα για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της κοινότητας. Μονάχα σ’ αυτόν, στον καϊμακάμη και στον καδή η φρουρά του κονακιού παρουσίαζε όπλα. Το γεγονός πως δεν ήξερε να μιλά ελληνικά, ήταν πρόσθετος λόγος για να τον εκτιμούνε. Απ’ τους δημογέροντες, που τρέξανε σπίτι του, πληροφορήθηκε η γυναίκα του τη δολοφονία του. Ανάμεσα στις λιποθυμίες της, κατάφερε να τους πει, πως πολύ πρωί είχαν ξυπνήσει τον άντρα της δυο κανόνια* μ’ έναν ζαμπίτη**. Τον ζητούσαν στο κονάκι. Είχαν έκτακτη σύσκεψη. Ο καϊμακάμης βιαζόταν. Θα ’φευγε με την πρωινή πόστα στη Σμύρνη. Τον καλούσε εκεί ο βαλής. Τους ακολούθησε ανύποπτος χωρίς να πιει τον καφέ του…
Ποιο σκοπό είχε η δολοφονία του; Είχε καμιά σχέση με την αναχώρηση του καϊμακάμη; Μήπως βρήκανε ευκαιρία οι στρατιωτικοί την απουσία του, για να τον εκτελέσουν; Μήπως, αντίθετα, ο καϊμακάμης είχε κάποια ανάμειξη – ή έστω γνώση-, μα επωφελήθηκε απ’ το ταξίδι του για να αποδοθεί η δολοφονία σε κύκλους άσχετους με το κονάκι; Ερωτήματα, που θα μένανε ίσως αναπάντητα. Οι δολοφόνοι πρέπει να είχαν ενεργήσει μέσα σε άγριο μίσος, για να τον εξευτελίσουν μ’ έναν τέτοιο θάνατο: Να στραγγαλίσουν και να πετάξουν στο βόθρο σα σκύλο έναν αξιωματούχο τους. αν είχαν υποψίες πως μετάδινε στην κοινότητα τα υπηρεσιακά μυστικά, τον είχαν αδικήσει. Ο μουσταντίκης σεβόταν το αξίωμά του. Στα λόγια του, ήταν πολύ μετρημένος. Σίγουρα, είχε πέσει θύμα κάποιας συκοφαντίας…
Εκείνο το βράδυ στο καφενείο του Μιχάλαγα οι φίλοι του έφερναν απαρηγόρητοι μπρος τους τη γραφική φυσιογνωμία του άντρακλα με τα πεταχτά γαλανά μάτια στο μαυριδερό αγριωπό πρόσωπο φελάχου, που έκρυβε ωστόσο μέσα του πολύ αγαθότητα. Χασκογελούσαν κάθε Σαββατόβραδο γύρω απ’ το τραπέζι του, παίζοντας τάβλι ή πρέφα, με τα γνωμικά του και τις παροιμίες του απ’ τη βαθυστόχαστη σοφία της Ανατολής. Ήταν ο δεύτερος πρόκριτος, ύστερα απ’ το Σαρρή, που έχανε η κοινότητα μέσα σε λίγους μήνες. Μαζί με την αναχώρηση του Κωστή Σοφιανόπουλου, τους φαινόταν πως το κύρος τους στις τουρκικές αρχές είχε λιγοστέψει. Σίγουρα, αυτή η δολοφονία ήταν το προανάκρουσμα για άλλες τρομοκρατικές ενέργειες κατά των ρωμιών. Οι τούρκοι, μέσα στο μίσος τους, -γιατί βρίσκονταν απ’ τη μεριά των νικημένων- στρέφανε εναντίον τους την εκδικητική τους μανία. Στο πρόσωπο του Αντώναγα τιμωρούσαν ολόκληρη την κοινότητα. Εκείνη τη νύχτα οι πρόκριτοι πέσανε να πλαγιάσουν πολύ ανήσυχοι για την τύχη τους. Δεν μπορούσαν να φανταστούν, πως θα ξημερώνονταν σε μιαν ιστορική για τη μικρασιατική ζωή τους μέρα…
Σα να ’ταν ο τρόμος καταχνιά, που είχε σκεπάσει τη μικρή πόλη, τη διέλυσαν μεμιάς στην επομένη οι ειδήσεις των εφημερίδων, που φτάσανε με το πρωινό απ’ τη Σμύρνη: Η Τουρκία είχε υπογράψει ανακωχή! Ο κόσμος, γνωρίζοντας απ’ την κηδεία του Αντώναγα, ξεχύθηκε έξαλλος απ’ τη χαρά του στους δρόμους. Οι νοικοκυρές βγήκαν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια με θυμιατά∙ άλλες σταυροκοπιόνταν κρατώντας εικονίσματα∙ άρρωστοι πάνω σε πολυθρόνες είχαν αναμμένες λαμπάδες∙ οι φωνογράφοι μετάδιναν τραγούδια. «Χριστός Ανέστη!… Αληθώς Ανέστη!…», χαιρετιόνταν φωναχτά με μάτια δακρυσμένα. Οι δυο περίπολοι, που πηγαινοέρχονταν με αργό βηματισμό απ’ το μπεζεστένι ως το σταθμό, παρακολουθούσαν με βλοσυρή ανοχή τις εκδηλώσεις. Δεν ήταν πια κανόνι, με επικεφαλής στρατιωτικό, μα ζαπτιέδες με αστυνόμο. Οι περαστικοί τούρκοι βιάζανε το βήμα τους, για να απομακρυνθούν απ’ το προκλητικό θέαμα. Στο καφενείο του Μιχάλαγα και στην ταβέρνα του Κοψαχείλη τα κεράσματα δεν τελειώνανε. Στα δυο φαρμακεία πολλοί είχαν κάνει κύκλο γύρω απ’ τους γραμματισμένους, που διάβαζαν φωναχτά τις σμυρναίικες εφημερίδες. Η «Αμάλθεια», η «Πρόοδος», ο «Ελεύθερος Λόγος» -ανάγγελναν με μεγάλα στοιχεία στις πρώτες σελίδες τους το ιστορικό γεγονός: Στις 17 Οκτωβρίου, στο λιμάνι του Μούδρου της Λήμνου, επάνω στο θωρηκτό «Αγαμέμνων», ο άγγλος ναύαρχος Κάλθορπ, αρχηγός του Βρετανικού στόλου της Μεσογείου, εξουσιοδοτημένος απ’ τους συμμάχους, είχε υπογράψει με την Τουρκία ανακωχή! Κυριότεροι όροι της ήταν: Να ανοίξουν τα στενά των Δαρδανελλίων και του Βοσπόρου. Κατοχή της Κωνσταντινούπολης απ’ τους συμμάχους. Άμεση αποστράτευση του τουρκικού στρατού. Αφοπλισμός στρατηγικών σημείων εκεί όπου μπορούσε να απειληθεί η ασφάλεια των συμμάχων, κ. ά. Στο φαρμακείο του Τσαμπάζη, ο Τρύφων Ιωαννίδης, τριγυρισμένος από τους διανοούμενους, διάβαζε φωναχτά, με δηκτικό ύφος και μορφασμούς, τα σχόλια των εφημερίδων γύρω απ’ τα παρασκήνια της υπογραφής: Η «Αμάλθεια», -χωρίς λογοκρισία πια- έγραφε: «Μετά την ισχυράν κάλυψιν υπό του άγγλου στρατηγού Μιλν του Έβρου και των τριών προγεφυρωμάτων εις την Ανδριανούπολιν –Το Κούλελι, το Μπουργκάζ και τα Ύψαλα- άπελπις πλέον η Τουρκία, με τους συμμάχους της πνεόντας τα λοίσθια, εξηναγκάσθει να καταθέσει τα όπλα. Εις τας 2 Οκτωβρίου η τουρκική κυβέρνησις απέστειλεν εις τον γάλλον αρχιστράτηγον της στρατιάς Ανατολής Φρανσαί ντε Εσπεραί τον τούρκον συνταγματάρχην Μεχμέτ βέην, με την εντολήν να υπογράψει ανακωχή. Ο Μεχμέτ βέης, μόλις έφθασεν εις Αλεξανδρούπολην, συνελήφθη αιχμάλωτος υπό των άγγλων, οι οποίοι –ως απεδείχθη εκ των υστέρων- επεζήτουν να κερδίσουν δια να συμπληρώσουν την κατάκτησιν της Παλαιστίνης. Ευθύς μετά την υποταγήν της, ο ναύαρχος Κάλθορπ ηξίωσεν, προ πάσης συζητήσεως περί ανακωχής, την απελευθέρωσιν του στρατηγού Τάουσεντ, ο οποίος είχεν συλληφθεί αιχμάλωτος υπό των τούρκων εις Κουτ-ελ-αμάρα. Τραγική ειρωνεία: Ο στρατηγός Τάουσεντ ήτο και ο κομιστής της τουρκικής προτάσεως περί συνθηκολογήσεως!». Το βράδυ η πόλη πήρε όψη γιορταστική. Όλοι φώτισαν τα σπίτια τους με μεγάλες λάμπες και πολυέλαιους. Ο καϊμακάμης, που γύριζε απ’ τη Σμύρνη με το βραδινό τραίνο, βρήκε ένα Σαλιχλί να πλέει στη χαρά. Κοιτάζοντας απ’ την κλειστή καρότσα του, καθώς τον πήγαινε στο κονάκι, τα κατάφωτα σπίτια, έφερνε στ’ αυτιά του τι συστάσεις του βαλή στους τοπικούς διοικητές του σαντζακίου του, που αναλαμβάνουν ξανά την εξουσία απ’ τους στρατιωτικούς: «Ευγένεια και ανοχή στους ρωμιούς. Η Τουρκία μας μπαίνει σε δύσκολους καιρούς. Γιασασίν* Τουρκία! Γιασασίν πατισάχ!…». Στην ψυχή του καλοκάγαθου τούρκου είχε μαζευτεί πολλή πίκρα. Τα μάτια του βουρκώνανε. Έβγαλε σε μια στιγμή το μαντήλι…
Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002, τ. Α΄, σ. 271-278