Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΤα παιδιά της Νιόβης
Εκείνο το ονειρεμένο καλοκαίρι στο Μπουτζά που να το φανταζόμασταν πως θα κατέληγε σε τραγωδία; Είχαμε νοικιάσει το επάνω πάτωμα στο σπίτι του αγρότη Παναγή Καραμπουρνή. Όλο το πρωί, κάτω απ’ το φουντωτό πεύκο της αυλής, η Ρόη διάβαζε λογοτεχνία μασουλώντας μπαλίτσες ωμό κιμά πασπαλισμένες με γλυκό βούτυρο, όπως είχε διατάξει ο γιατρός Κόκκινος. Εγώ έγραφα τις ασκήσεις που μου έβαζε στα γαλλικά. Τα απογέματα μόλις δρόσιζε, κάναμε τον περίπατό μας. Περνούσαμε μπρος απ’ τις επαύλεις των ξένων. Μέσα στους απέραντους κήπους με τα σιντριβάνια και τις πισίνες κοπέλες με κοντές φούστες και νέοι με άσπρα πανταλονάκια παίζανε τένις. Άλλες κυνηγιόντανε κάτω απ’ τις αλέες στητές σαν ελαφίνες. Ακούονταν ξεκαρδιστικά γελάκια. Στις πισίνες κολυμπούσαν άντρες με γυναίκες. Μέσα στα αραχνοΰφαντα απόβραδα, κυρίες με μακριά φορέματα και κύριοι με σμόκιν, γύρω από τραπεζάκια πάνω στη πυκνή χλόη, πίνανε το τσάι τους γεμίζοντας με ήρεμες κινήσεις τα πιάτα τους βουτήματα, που σέρβιραν υπηρέτες στα μαύρα. Ακούονταν συζητήσεις σε ξένες γλώσσες. Κάποτε, μια αγγελική φωνή συνόδευε μια μελωδία στο πιάνο. μέσα στις τρίλλιες των αηδονιών, που αραίωναν καθώς το λυκόφως έριχνε στα φυλλώματα τα μελιχρά τους κρόσσια, τα πράγματα γύρω μας παίρνανε μια μορφή αιθέρια. Κρυμμένοι πίσω απ’ τα κιγκλιδώματα, φανταζόμασταν ανθρώπους πολύ πλούσιους, με σπάνια χαρίσματα, να ζούνε μια ζωή ολότελα διαφορετική απ’ τη δική μας. Ήταν οι «Ναντσιονάτοι», οι «Λεβαντίνοι». Καμιά φορά, καταδιωγμένοι από ξαφνικό ψιλοβρόχι, τρέχαμε να προφυλαχτούμε κάτω από μαρκίζες και γεισώματα. Απ’ τα φυλλώματα ξεχυνόταν μια μυρωδιά διεγερτική. Καθώς τα βροχοσταλάγματα αντηχούσαν ρυθμικά, νομίζαμε πως κρυφομιλούσανε τελώνια… Οι γρύλλοι, που παίρνανε τη βάρδια από τα’ αηδόνια, δημιουργούσαν μιαν ατμόσφαιρα απόκοσμη. Μια μέρα η Ρόη μου ψιθύρισε: «Μου φαίνεται σα να ’μαστε μέσα σε ζωγραφιά». Γυρίσαμε σπίτι αμίλητοι. Βυθισμένοι στο μονόλογό μας. Το σαράκι μ’ έτρωγε: Μέσα σ’ ένα τόσο μαγικό κόσμο, μάταια έψαχνα να συναντήσω το «είδωλό» μου…
Μια μέρα ο νοικοκύρης μας, που μας έφερνε απ’ το βουστάσιό του βούτυρο και γάλα, είπε πως εκείνο το βράδυ στην έπαυλη του Βίτελη θα δινόταν μεγάλη «φιέστα». Ακόμη κι από την Ευρώπη είχαν έρθει καλεσμένοι. Ο Ιταλός γιόρταζε τα είκοσι χρόνια απ’ το γάμο του. Του είχαν παραγγείλει πολλές οκάδες γάλα για παγωτά. Η μαμά θυμήθηκε, πως όταν το παράκανε στα έξοδα, ο μπαμπάς γκρίνιαζε πως δεν είχε «την κάσα του Βίτελη»… Ήταν ο πιο πλούσιος της Σμύρνης. Την καταφέραμε με πολλά παρακάλια να μας αφήσει να πάμε να δούμε τον κόσμο απ’ τα κιγκλιδώματα του κήπου. Φάγαμε αρπαχτά. Μέσα στην απαλή νύχτα ακουόταν η ορχήστρα να παίζει πόλκες και βαλς. Βρήκαμε κι άλλους περίεργους να κρυφοκοιτάζουν σαν κι εμάς πίσω απ’ τις σιδεριές του φράχτη με τις μπαξάνες. Το θέαμα ήταν φαντασμαγορικό. Σφίγγαμε ο ένας το χέρι του άλλου, όταν κάτι μας έκανε εντύπωση. Στον απέραντο κήπο περιφέρονταν κομψές γυναίκες με μακριά ξέπλατα φορέματα, άντρες με φράκα, αξιωματικοί του ναυτικού με άσπρες στολές να αστράφτουν απ’ τα χρυσά σειρήτια, κοπελίτσες με γαλάζιους φιόγκους στα κοτσάκια τους. Άλλοι χόρευαν στη μεγάλη πίστα, μπάτλερ περνούσαν δίσκους με μεζέδες και ποτά. Κάτω απ’ το φωσφορισμό της αστροφεγγιάς φαίνονταν όλοι να χαμογελούνε. Στην απλόχωρη βεράντα υπηρέτες στρώνανε τραπέζια με σερβίτσια στραφτερά. Τι μαγεία! Σκίρτησα. Καθώς έψαχνα μέσα στον κόσμο να βρω το «είδωλό» μου, το βλέμμα μου στάθηκε σ’ ένα ψιλόλιγνο κορίτσι με ξανθά μαλλιά τυλιγμένα στα πλάγια με ρουλάκια. Κάτω απ’ την ανταύγεια του ηλεκτρικού το πρόσωπό της έλαμπε σα φιλντισένιο. Σε λίγο, την πλησίασε ένας νεαρός αξιωματικός του ναυτικού. Της έπιασε το χέρι. Ξεμάκρυναν στο σκοτάδι. Ένιωσα μέσα μου μια βελονιά. Ξαφνικά, όλοι στράφηκαν προς τη δίζυγη μαρμαρένια σκάλα. Ένας μεγαλόσωμος φαλακρός άντρας με μια παχιά γυναίκα και πλάι τους δυο νέοι κατέβαιναν γελαστοί τα σκαλιά. «Ο Βίτελης» ψιθύρισε κάποιος μπουτζαλής. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει το γαμήλιο εμβατήριο του Βάγκνερ. Σήκωσαν τα ποτήρια στην υγειά τους. Κάποια στιγμή ένα ζευγάρι, που ξεμάκραινε απ’ τα φώτα, πλησίασε προς το κιγκλίδωμα. Ο νεαρός αγκάλιασε την κοπέλα. Φιλήθηκαν. Από πλαϊνό μας ξέφυγε ένα γελάκι. Ο νεαρός τινάχτηκε οργισμένος. Κοίταζε προς το μέρος μας. «Γκρέτσι, φιλί ντι κάνι…», μας πέταξε τη βρισιά. Ο Μπουτζαλής του φώναξε: «Μακαρονά!». Τραβηχτήκαμε με τη Ρόη ντροπιασμένοι. Στο δρόμο, νιώθαμε λύπη γιατί δεν ήμασταν απ’ τους πλούσιους. Όλη νύχτα έφερνα μπρος μου το είδωλό μου…
Μας γοήτευε η ζωή μας τις Κυριακές, με την αντίθεσή της απ’ τις άλλες μέρες. Μας έβγαζε απ’ τον εαυτό μας. Την προετοιμάζαμε με συνωμοτική μυστικότητα –για τις ώρες, που δε θα’ χαμε την επιτήρηση της μαμάς. Τα απογέματα, μόλις δρόσιζε μας κατέβαζε στη Σμύρνη με το τραινάκι. Στην προκυμαία κόσμος καλοντυμένος έκανε τη βόλτα του. Τα τραμβάυ τα αλογάκια πηγαινοφέρνανε λογής επιβάτες. Περνούσαν αυτοκίνητα και ανοιχτές άμαξες με χαρωπά πρόσωπα. Το ρυθμικό κροτάλισμα, που αντηχούσε απ’ τις ατμάκατες των πολεμικών, δημιουργούσε μια γιορταστική ατμόσφαιρα. Έλληνες στρατιωτικοί και ναυτικοί απ’ τα ξένα πολεμικά συνόδευαν ωραίες γυναίκες. Κάποτε όλοι στέκονταν απότομα ασάλευτοι∙ ακουόταν το σάλπισμα για την υποστολή της ελληνικής σημαίας στο διοικητήριο. Η σειρήνα κάποιου καραβιού, που έβγαινε απ’ το λιμάνι, ξυπνούσε μέσα μας μια διάθεση αποδημίας. Η φιλοδοξία μας να γνωρίσουμε τη Σμύρνη είχε ικανοποιηθεί∙ το ταξίδι όμως, στην Ευρώπη –το ξέραμε πως θ’ αργούσε ακόμη πολύ- θα’ ταν η επιβράβευση για τις πνευματικές μας επιτυχίες. Η μαμά τις περισσότερες φορές, έβγαινε με τους Σοφιανόπουλους. Εμείς πηγαίναμε στο Κορδελιό με το τραμβάϋ, γιατί δεν μας εμπιστεύονταν μόνους στο πλοίο. Ύστερα από τρία χρόνια, που είχα να το δω, είχε αλλάξει. Το σπίτι, όπου μένανε τα «κοσολάκια» -όπως τα ’λεγε η Αλέξα- είχε γίνει στρατιωτική λέσχη. Οι δόκιμοι της «Σχολής εφέδρων» του δίνανε γραφικότητα. Αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν, ανοιχτές καρότσες με εκδρομείς, εύθυμος κόσμος στη βαπορόσκαλα, στα ζαχαροπλαστεία και τις μπυραρίες. Ήταν μέσα στα δικαιώματα της Ρόης να βλέπει μια φορά τη βδομάδα τον αρραβωνιαστικό της –πάντα με τη συνοδεία μου! Ωστόσο, αυτή η «συνοδεία» έπαιρνε πολλές μορφές: Άλλοτε τους ακολουθούσα από απόσταση. Όταν μπαίνανε σε βάρκα, καθόμουν στα βραχάκια της ακρογιαλιάς παρακολουθώντας τους ερασιτέχνες ψαράδες με τις απόχες στο χέρι να περιμένουν να τις τσιμπήσει κανένα ψάρι. Το ηλιοβασίλεμα με βύθιζε σε ονειροπολήματα. Άλλοτε πήγαινα στο πατινάζ. Καμιά φορά με παίρνανε μαζί τους σε κέντρο να πιούμε μπύρα. Ο δόκιμος ανθυπασπιστής, ήταν πολύ κομψός με τη χακί στολή και το ασπροκόκκινο σειρήτι στις επωμίδες. Η Ρόη τον κοίταζε με λατρεία. Μου έκανε πειράγματα, πως η αδελφή μου αγαπούσε εμένα περισσότερο. Εκείνη πεταγόταν για να υποστηρίξει, πως «άλλος ο ένας κι άλλος ο άλλος». Γελούσαμε. Τον ανεχόμουν. Στην επιστροφή μας, η Ρόη ήταν όλο υποδείξεις: «Αυτό δεν θα το πεις στη μαμά…». Εξαγόραζα τη σιωπή μου με την υπόσχεσή της, όταν θα μου παρουσιαζόταν κάποιο «είδωλο», πως θα ’κανε κι εκείνη το ίδιο… Η προκυμαία της Σμύρνης κατάφωτη ήταν ένα όραμα. Κόσμος πλημμύριζε τα κέντρα. Ακουόταν να παίζουν ορχήστρες. Οι προβολείς απ’ τα πολεμικά, καθώς διασταυρώνονταν οι φωσφορένιες δέσμες τους πάνω στα γαλανά νερά, δημιουργούσαν μιαν ατμόσφαιρα μαγείας…
Ξαφνικά, εκεί γύρω απ’ το Δεκαπενταύγουστο, η ζωή μας στο αριστοκρατικό προάστιο άλλαξε. Όσοι εργάζονταν στη Σμύρνη, επιστρέφοντας τα βράδια, φέρνανε πολύ δυσάρεστα νέα: Πως ο κεμαλικός στρατός νικούσε∙ οι έλληνες υποχωρούσανε∙ είχαν αντικαταστήσει τον αρχιστράτηγο Χατζανέστη… Κάτω απ’ τα παράθυρά μας, ως αργά τις νύχτες, οι γείτονες συζητούσαν καταφοβισμένοι το ενδεχόμενο ο ελληνικός στρατός να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία. Θα ξανάρχονταν οι τούρκοι! Ακούαμε κλάματα. Η μαμά, που πήγε να συμβουλευτεί τον οικογενειακό φίλο μας, το διοικητή της «Γεωργικής Τραπέζης», γύρισε αναστατωμένη. Της είχε πει ορθά κοφτά, να μαζέψει όσα μπορούσε απ’ το Σαλιχλί και να τα μεταφέρει στη Σμύρνη, για να ’μαστε έτοιμοι να καταφύγουμε στην Ελλάδα άμα η κατάσταση θα χειροτέρευε. Έφυγε άρον-άρον για το Σαλιχλί. Γυρίζοντας, έκανε σταθμό στη Μαγνησία. Η γιαγιά με το θείο Ιγνάτιο και η γυναίκα του είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη. Έφερε μαζί της και την Αλέξα. Τα πράγματά μας τα είχε αποθηκεύσει στου νονού της Τασώς. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι άλλαξε. Η υγεία της Ρόης έπαψε να είναι καθημερινή έννοια μας –κάτι που την ευχαρίστησε∙ κυριαρχούσε πια η αγωνία πως θα ξεπερνούσαμε τις δυσκολίες για να φτάσουμε στην Ελλάδα. Τα αισθήματά μου με της Ρόης ταυτίζονταν: Την κρυφή χαρά μας, γιατί θα ζούσαμε στην Ελλάδα τη σκίαζε η λύπη μας, πως θα ’μασταν πια εκεί φτωχοί. Μια Κυριακή, που πήγαμε στο Κορδελιό, βρήκαμε το κτίριο της «Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών» κλειστό. Η σχολή είχε μεταφερθεί στην Αθήνα. Η Ρόη μου κράτησε το χέρι. Έπαιζε τα μάτια της σα να αισθανόταν ίλιγγο. Ο «ανθυπολοχαγός» της δεν είχε, βέβαια, μέσο να την ειδοποιήσει δεν υπήρχαν τηλέφωνα, δεν ήξερε που μέναμε στο Μπουτζά. Ωστόσο, επέμενε εκείνη μέσα στους λυγμούς της, πως θα μπορούσε να την προετοιμάσει για την αναχώρησή του. Μέσα στο τραμβάϋ τα δάκρυά της τρέχανε αδιάκοπα. Με κοιτούσε κουνώντας σκεφτική το κεφάλι. Υποψίες θα τη βασάνιζαν. Χαιρεκακούσα για την πιθανότητα ο αντίπαλός μου να ’χανε τη θέση του στην καρδιά μας. Η προκυμαία της Σμύρνης δεν είχε πια την παλιά ζωηρότητα –ούτε ορχήστρες να παίζουν στα κέντρα, ούτε εύθυμοι περιπατητές, ούτε αξιωματικοί, ούτε στρατιωτικοί να συνοδεύουν κοπέλες. Όλοι πηγαινοέρχονταν με νευρικότητα παρακολουθώντας ανήσυχοι το στρατό και τα τροχοφόρα στις αποβάθρες να επιβιβάζονται στα επίτακτα πλοία.
Ένα μεσημέρι, καθώς τρώγαμε κάτω απ’ την κληματαριά της αυλής, μπήξαμε όλοι μια φωνή ξαφνιασμένοι. Είχε μπει η Τασώ. Ερχόταν κατευθείαν απ’ το σταθμό του Μπασμαχανέ. Ήταν αγνώριστη: Τα μαλλιά της αφάνα. Το φόρεμά της καταλερωμένο από κάρβουνα. Το πρόσωπό της αναψοκοκκινισμένο απ’ την αντηλιά. Έπεσε με λυγμούς πάνω στη μαμά. Μας αγκάλιαζε. Κλαίγαμε. Την τελευταία στιγμή, είχε προφτάσει ο Πλαστήρας να την πετάξει στη μηχανή του τραίνου∙ αλλιώς, θα ’μενε για πάντα ίσως στο Σαλιχλί… είχε γίνει μεγάλη μάχη στο σταθμό με τους τσέτες του Μπεχλιβάνη και τους τσολιάδες του Πλαστήρα. Είχαν σκοτωθεί και τραυματιστεί πολλοί. Μέσα σε κείνη την αναμπουμπούλα, έχασε από κοντά της το θείο Λεόντη και τη Διαμαντώ. Ξεσπάσαμε στα κλάματα…
Απομονωμένοι και οι τρεις στο Μπουτζά, μαθαίναμε τα νέα απ’ την Τασώ και τη μαμά, που ανεβοκατέβαιναν στη Σμύρνη: Ο κόσμος ανάστατος, κοιτούσε πώς να προμηθευτεί εισιτήρια. Περίμεναν να έρθουν ξένα πλοία. Τα εισιτήρια στοίχιζαν πολύ ακριβά. Ο κύριος διοικητής είχε φύγει με τα παιδιά του μαζί με τους δημόσιους υπαλλήλους. Ένας λεβαντίνος, που είχε την κόρη του στην ίδια πανσιόν με της Τασώς, είχε υποσχεθεί να της προμηθεύσει εισιτήρια σε πλοίο που θα ’ρχόταν απ’ τη Βενετία. Κάποιο βράδυ ξεσηκώθηκε ο Μπουτζάς απ’ την είδηση, πως οι τούρκοι είχαν μπει στη Σμύρνη. Οι ναντσιονάτοι τρέξανε στο σταθμό για να υποδεχτούν κάποιον τούρκο στρατηγό. Κατά το μεσημέρι πρόβαλε μια ίλη ιππικού. Ο επικεφαλής αξιωματικός, κοιτάζοντας μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο στον κόσμο, απολιθωμένο στα παράθυρα, έλεγε κάθε τόσο: «Κόρκμαγιν… Κόρκμαγιν…». Περάσαμε τη νύχτα άγρυπνοι. Το πρωί, η μαμά μας μάζεψε γύρω της. Έφερε το εικόνισμα της Αγίας Αναστασίας κα μιαν τσάντα, που την κρατούσε ο μπαμπάς όταν πήγαινε στην τράπεζα. Η χάρη της Φαρμακολύτριας, είπε, θα μας φυλά, για να φτάσουμε μια μέρα γεροί όλοι στην Ελλάδα. Μέσα στην τσάντα είχε τα χρυσαφικά, κοσμήματα, χρυσές λίρες, για να ζήσουμε εκεί κάμποσο καιρό. «Κανένας δε θα φεύγει από κοντά μου χωρίς να το ξέρω… Θα ’σαστε δεμένοι μαζί μου με μιαν αόρατη αλυσίδα…». Ο νοικοκύρης μας πρόσφερε ένα καλαθάκι με σταφύλια, σύκα, βραστό κοτόπουλο κι ένα καρβέλι ψωμί. Ήταν επιστάτης στο βουστάσιο του αγγλικού κολλεγίου «Μακλάχλαν» στον Παράδεισο∙ θα πήγαινε, είπε με την οικογένεια εκεί, για να ’χει την προστασία του αγγλικού προξενείου. Η περιπέτειά μας άρχιζε…
Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. B΄, σ. 352-358