Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΑπ’ το ημερολόγιο του κυρίου Τρύφωνα Ιωαννίδη αντιπροσώπου της εταιρίας των ραπτομηχανών «Σίγγερ».
10 Ιουνίου 1922
Το καλοκαίρι μπήκε άτονα. Νοσταλγούμε την παλιά ευθυμία στον αμπελώνα –τόσο κοντινό μα και τόσο πια μακρινό παρελθόν… Ξυπνάμε με το εναγώνιο ερώτημα: «Τι γίνεται στο μέτωπο;». Κυκλοφορούν ποικίλες διαδόσεις –απ’ τις πιο ανησυχητικές ως τις πιο αισιόδοξες. Για τις πρώτες, οι βασιλόφρονες κατηγορούν τους βενιζελικούς, πως υπονομεύουν το έργο της κυβερνήσεως σπέρνοντας την ηττοπάθεια∙ για τις δεύτερες, οι βενιζελικοί την κυβέρνηση, πως κρύβει απ’ το λαό την αλήθεια. Στο μεταξύ, κρίση στην αγορά. Φυλάμε τα χρήματά μας για τις δύσκολες μέρες…
25 Ιουνίου 1922
Η στασιμότητα, που παρατηρείται γύρω απ’ το μικρασιατικό θέμα, μου φαίνεται ύποπτη. Εκείνο το «Διάγγελμα προς τον Μικρασιατικόν λαόν» της κυβερνήσεως, που μας είχε ανακοινώσει ο αρμοστίκος στην εκκλησιά, πως εγγυόταν την προστασία μας, ήταν σαπουνόφουσκα. Όλους μας κατέχει αίσθημα ανασφάλειας. Σε παλαιότερη εγγραφή μου είχα παρομοιάσει αυτή τη στασιμότητα με το φαινόμενο της «Ρεστίας», όπου κάτω απ’ την απατηλή ήρεμη θάλασσα γίνεται έντονος κυματισμός…
10 Ιουλίου 1922
Απεσταλμένος της «Αμάλθειας» στο μέτωπο, που διανυκτέρευσε σπίτι μου επιστρέφοντας στη Σμύρνη, μου έδωσε αποκαρδιωτικές πληροφορίες: Οι στρατιώτες τρέφονται μ’ ένα άθλιο συσσίτιο. Οι αξιωματικοί έχουν να πάρουν μισθούς δυο μήνες. Διαμαρτύρονται. Γίνονται στάσεις. Λιποταξίες. Την επιθετική πρωτοβουλία την έχουν ολοένα και πιο συχνά οι τούρκοι. Οι τσέτες κάνουν μεγάλη φθορά στα μετόπισθεν. Απ’ την άλλη, μελετάται η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης! Ο αρχιστράτηγος Χατζανέστης κινείται μεταξύ Σμύρνης και Αθηνών. Μάταια ο μητροπολίτης κάνει δραματικές εκκλήσεις στο Βενιζέλο και στους ευρωπαίους πολιτικούς να συμπαρασταθούν στο μικρασιατικό λαό. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω…
20 Ιουλίου 1922
Επιτέλους, μετά την απατηλή ηρεμία, η αναταραχή: Οι εφημερίδες δημοσιεύουν προκήρυξη του ύπατου αρμοστή Σμύρνης προς το μικρασιατικό λαό, πως είναι εξουσιοδοτημένος απ’ την κυβέρνηση να του ανακοινώσει, ότι του έχει ανατεθεί «εν ονόματι του ελληνικού λαού, όπως διαμορφώσει, εν τη Δυτική Μικρά Ασία, πολιτειακόν οργανισμόν, καλών τους κατοίκους, όπως παράσχωσιν την πρόθυμον υποστήριξιν αυτών…». Συγχρόνως η κυβέρνηση, με άλλο ανακοινωθέν της αναφέρεται στο ιστορικό της μικρασιατικής εκστρατείας με ύφος απολογούμενου… Μου φαίνεται, πως αυτή η «Αυτόνομη Μικρασιατική Πολιτεία» είναι ένα παραπλανητικό κατασκεύασμα της κυβερνήσεως, για να παρουσιαστεί στο μικρασιατικό λαό πως κόβεται για την τύχη του. Η νομική της οργάνωση –που είναι έργο μακρού χρόνου ενώ τα γεγονότα καλπάζουν- έχει ανατεθεί στο λαομίσητο Στεργιάδη! Πώς μπορεί να κατοχυρωθεί η «αυτονομία», με τους ευρωπαίους αδιάφορους για την τύχη της και την … εγγύηση ενός κράτους καταχρεωμένου; Απ’ το συλλαλητήριο, που οργάνωσε ο Στεργιάδης, για να μιλήσει στο σμυρναϊκό λαό, απουσίαζαν εντυπωσιακά οι προύχοντες…
2 Αυγούστου 1922
Ο Αύγουστος μπήκε δυσοίωνα: Στους συρμούς, που ανεβαίνουν στο μέτωπο, τα σιωπηλά φανταράκια μοιάζουν με πρόβατα που τα πάνε για σφάξιμο… Ταξιδιώτες απ’ το Ουσάκ μιλούν χαμηλόφωνα για «διάσπαση» του μετώπου. Μερικοί άρχισαν να φεύγουν απ’ τις πατρίδες τους. Προσπαθώ να συμβιβαστώ με την πικρή σκέψη πως θα εγκαταλείψουμε το Σαλιχλί…
10 Αυγούστου 1922
Η αγωνία μας κορυφώνεται. Μέρες Γολγοθά. Ο αντιπρόσωπος του αρμοστή και ο στρατιωτικός διοικητής εγκατέλειψαν την πόλη χωρίς να μας το ανακοινώσουν. Η χωροφυλακή συγκεντρώνει τα αρχεία της. Απ’ το φρουραρχείο οι απαντήσεις διφορούμενες –μοιάζουν σα να μας λένε: «Βλέπετε, κρίνετε και αποφασίστε». Απ’ τον πίσω δρόμο αρχίζουν να περνούν καραβάνια με πανικόβλητους απ’ τα γύρω χωριά, που δεν έχουν σιδηροδρομική επικοινωνία με τα παράλια. Ο πρόεδρος των Κούλων, περαστικός απ’ το Σαλιχλί, μας είπε πως ο αδελφός του, ο καθηγητής της Φαρμακολογίας στο πανεπιστήμιο της Αθήνας Γεώργιος Ιωακείμεγλου, τον στο τελευταίο γράμμα του να κατεβεί στη Σμύρνη για να είναι έτοιμος να φύγει… Στην Αθήνα θεωρούν βέβαιο, πως ο ελληνικός στρατός θα αποχωρήσει απ’ τη Μικρά Ασία πριν απ’ το χειμώνα. Η Σαρρίνα, που γύρισε άρον-άρον απ’ τη Σμύρνη, μας έφερε τα ίδια νέα: Την είχε καλέσει σπίτι του ο διοικητής της «Γεωργικής Τραπέζης», όπου εργάζεται η μεγάλη κόρη της, και τη συμβούλευε να εγκαταλείψει το Σαλιχλί. «Η αποχώρηση του ελληνικού στρατού θα σας βρει πάνω στη συγκομιδή», της είπε. Σίγουρα, απηχεί γνώση επισήμων. Μέσα σε όλα αυτά τα δεινά, ορφάνεψε πάλι η κοινωνία μας από άλλο πολύτιμο μέλος της: Ο αγαπημένος φίλος γιατρός Παντελής Κόκκινος έπαθε βαρύτατη ημιπληγία. Έπασχε από υπεραιμία. Τα δυσάρεστα νέα τον επηρέασαν ψυχικά. Σωριάστηκε παράλυτος στο κρεβάτι –ζωντανός νεκρός ανάμεσα σε ζωντανούς, που δεν ξέρουν αν θα επιζήσουν…
16 Αυγούστου 1922
Ο Κόκκινος, δεν άντεξε μια ζωή αταίριαστη για τη λεβεντιά του. Κάποια στιγμή, που δεν τον πρόσεχαν, έκοψε τις φλέβες του με ξυραφάκι, που τον είχε ξυρίσει η κόρη του. Τον βρήκαν στο κρεβάτι να πλέει στο αίμα. Νεκρολόγησα «το κόσμημα της πόλης μας» μέσα στους λυγμούς των λίγων πια που έχουν απομείνει απ’ την επάνω συνοικία. Το Σαλιχλί έχει γλώσσα… Μας μιλά με τα γεγονότα: «Με αγαπήσατε πολύ… Εγκαταλείψτε με, προτού γίνω αγνώριστο…». Η πόλη μας είναι γεμάτη από περαστικό στρατό, που κατεβαίνει απ’ το μέτωπο… όλοι ανυπομονούν να βρεθούν μακριά απ’ τον κίνδυνο…
17 Αυγούστου 1922
Μάταια ήλπιζα, πως δε θα με αξίωνε ο Θεός να κάνω αυτή την εγγραφή: Σε αποχωρίζομαι, αγαπημένο μου Σαλιχλί. Τα δάκρυά μου έχουν στεγνώσει. Φεύγω αύριο με τη γυναίκα μου. ανάμεσα σε όσα μπόρεσα να πάρω είναι κι’ ένα σακουλάκι με χώμα απ’ το αμπέλι μου. Διαδόσεις ότι μια μεραρχία έχει αιχμαλωτιστεί απ’ τους τούρκους. Οι συρμοί κατεβαίνουν προς τη Σμύρνη κατάμεστοι από στρατό με έκφραση φυγάδων…
Οι φίλοι απ’ την επάνω συνοικία δίνομε τα ραντεβού μας στη Σμύρνη, στο «Ξενοδοχείον της Αλεξάνδρειας», όπου συνηθίζαμε να μένουμε τις χαρούμενες μέρες, και στα κέντρα της προκυμαίας «Κραίμερ» και «Χατζηφώτη»…
18 Αυγούστου 1922
Δεν κατόρθωσα να βρω δωμάτιο στο «ξενοδοχείον της Αλεξανδρείας». Ακόμη και οι διάδρομοί του έχουν γεμίσει από πρόσφυγες του εσωτερικού. Ευτυχώς, ο πολύτιμος φίλος Κωστής Σοφιανόπουλος μας πρόσφερε στέγη. Καθένας μας, επιστρέφοντας απ’ τον περιπλάνησή του στην πόλη, ανάλογα με τα νέα που φέρνει, διαμορφώνει την ψυχική μας κατάσταση…
Η Σμύρνη παρουσιάζει εικόνα πανικόβλητης πόλης. Οι δρόμοι κατάμεστοι απ’ τα πλήθη, που φθάνουν αλαφιασμένα απ’ το εσωτερικό. Στρατός ασύντακτος με έκφραση φυγάδων. Έξω απ’ τα καφενεία, τα μαγαζιά, στα μπαλκόνια, τα παράθυρα και τις πόρτες – οι σμυρναίοι νύχτα-μέρα συζητούν… Είναι σε απόγνωση –τι να κάνουν; Μοναχά οι περιπολίες της χωροφυλακής, καθώς περνούν ήρεμες, δίνουν ακόμη την ψευδαίσθηση της «ελληνικής κατοχής»… Λέγεται πως οι τούρκοι δεν μπορούν να φθάσουν στη Σμύρνη πριν από δέκα μέρες. Έχει ενισχυθεί η γραμμή Πανόρμου-Φιλαδέλφειας, για να ανακόψει την προέλασή τους, ώστε να μπορέσει να εγκαταλείψει με τάξη τη Μικρά Ασία ο ελληνικός στρατός…
19 Αυγούστου 1922
Η προκυμαία κατάμεστη από κουρελιασμένους στρατιώτες, αξιωματικούς χωρίς εξάρτηση, καμιόνια με πυρομαχικά, αρχειακό υλικό, πυροβόλα –τρέχουν προς τις αποβάθρες, για να απομακρυνθούν από το μίασμα που λέγεται «Ιωνία». Άλλοι κατευθύνονται προς τα δυτικά, για να επιβιβαστούν απ’ τον Τσεσμέ. Είναι ο «ηρωικός ελληνικός στρατός», που φιλοδοξούσε να φτάσει ως την «Κόκκινη Μηλιά»… Παρακολουθούμε το τραγικό θέαμα με την ψυχή στο στόμα. Οι απαίσιοι λεβαντίνοι, με τα περιβραχιόνια, δηλωτικά της ξένης υπηκοότητας τους, οργιάζουν σπέρνοντας τις πιο ανησυχητικές διαδόσεις. Θησαυρίζουν απ’ τις μεσολαβήσεις τους στα πρακτορεία για προμήθειες εισιτηρίων. Οι τούρκοι, στα καφενεία τους, φαίνονται έκπληκτοι για την τόσο ραγδαία εξέλιξη των γεγονότων. Απ’ τα πολεμικά τους οι ευρωπαίοι ανταλλάσουν δεξιώσεις, μας παρακολουθούν σαν ένα θέαμα… Εύποροι σμυρναίοι ναυλώνουν ιστιοφόρα –ακόμη και βάρκες- για να φύγουν στη Χίο και στη Μυτιλήνη. Μια βάρκα στοιχίζει ολόκληρη περιουσία. Κατορθώσαμε με το Σοφιανόπουλο να αποκτήσουμε εισιτήρια, για να φύγουμε με ολλανδικό πλοίο που θα φτάσει στη Σμύρνη σε πεντέξι μέρες. Το πληρώσαμε με χρυσάφι…
Η γυναίκα μου γύρισε απ’ την Αγία Φωτεινή. Η μητρόπολη είναι γεμάτη κόσμο, που κάνει ολονυχτίες και προσεύχεται. Ο μητροπολίτης περιφέρεται ανάμεσά τους, τους ευλογεί και τους εγκαρδιώνει…
21 Αυγούστου 1922
Πλήθη έχουν πλημμυρίσει τη Σμύρνη. Κοιμούνται πάνω σε κουρελούδες, στους βερχανέδες, στα χάνια. Μοιάζουν σαν αλλοπαρμένοι, άνθρωποι που πριν από λίγον καιρό ζούσαν στα μέρη τους ήρεμοι και ευτυχισμένοι. Τροφή τους σταφύλι και ψωμί. Στις αποβάθρες περιφέρονται στρατιώτες χωρίς χιτώνια, με πρησμένα πόδια, άρρωστοι, ανάπηροι. Πολλοί σωριάζονται απ’ την ασιτία και την κούραση, ύστερα από μέρες πορεία. Πραγματική έφοδος στα πρακτορεία. Οι πράκτορες πουλούν τριπλάσιες θέσεις από όσες μπορούν να χωρέσουν τα πλοία, που πρόκειται να καταπλεύσουν σε πεντέξι μέρες. Άραγε θα προφτάσουμε να φύγουμε; Διαδόσεις πως η στρατιά του Νουρεντίν κατεβαίνει ασυγκράτητη προς τη Σμύρνη σπέρνοντας τον όλεθρο…
22 Αυγούστου 1922
Απόσπασμα από γράμμα απογνώσεως του μητροπολίτη Χρυσοστόμου προς το Βενιζέλο. Έφτασε στα χέρια του εκδότη τη «Αμάλθειας»: «Σε μόνο θεωρούμεν τον από μηχανής Θεόν, Σε βράχον, Σε ελπίδα, Σε σωτηρία και Μεσσίαν μας».
24 Αυγούστου 1922
Στα γραφεία της «Αμάλθειας» εξακολουθεί η καταπιεστική λογοκρισία απ’ την αρμοστεία. Ο απαίσιος άνθρωπος προσπαθεί ως την τελευταία στιγμή να κρύβει την αλήθεια απ’ το λαό. Ψύχραιμος και ασυγκίνητος, είπε στους δημοσιογράφους: «Διά του κράτους ήλθομεν, διά του κράτους θα φύγωμεν ευκοσμίως…».
25 Αυγούστου 1922
Νύχτα απαίσια. Σωστή κόλαση. Οι δρόμοι της Σμύρνης κατασκότεινοι. Ο Στεργιάδης, σε ρήξη με την ξένη εταιρία αεριόφωτος, δεν της πλήρωσε το λογαριασμό! Και κείνη έσβησε το φως! Απ’ τα κρεβάτια μας ακούμε το ποδοβολητό του ιππικού και το σύρσιμο των ποδιών του κουρασμένου πεζικού πάνω στο καλντερίμι. Κατευθύνονται στις αποβάθρες, για να προφτάσουν να μπουν στα τελευταία πλοία. Βοϊδάμαξες με πυρομαχικά προχωρούν προς τη χερσόνησο της Ερυθραίας, για να επιβιβαστούν απ’ τον Τσεσμέ. Το πρωί αντικρίσαμε τα επίτακτα «Ατρόμητος» και «Αδριατικός», πλημμύρα από στρατό και τυχερούς πολίτες, να απομακρύνονται αφήνοντας πίσω τους θυσάνους από μαύρο καπνό. Μένει το «Νάξος» για τους τελευταίους τυχερούς. Εμείς τι θα απογίνουμε;
28 Αυγούστου 1922 (Πάνω στο ιταλικό φορτηγό «Μεργκ» ενώ πλέουμε για τη Χίο).
Θεέ μου, Σε ευχαριστώ, που ευδόκησες να εισακούσεις την ικεσία μου! Χτες, καθώς έφευγα απ’ τα γραφεία της «Αμάλθειας», ο φίλος συντάκτης, που είχα φιλοξενήσει στο Σαλιχλί όταν γύριζε απ’ το μέτωπο, βάζοντας στην τσέπη μου ένα σημείωμα, μου ψιθύρισε: «Σπεύσε να συναντηθούμε στο μέρος που σου ορίζω…». Έμεινα κατάπληκτος όταν διάβασα: Ένα μικρό ιταλικό φορτηγό με το όνομα «Μεργκ», αγκυροβολημένο στην απόμερη μεριά μπρος απ’ το Κουμερκάκι, έπαιρνε επιβάτες χωρίς χρήματα! Ο ιταλός πλοίαρχος, γιος καθολικού ιερέα, είχε καταπλεύσει στο λιμάνι με σκοπό να διασώσει θύματα απ’ την θηριωδία των τούρκων! Ένας τουρκοκρητικός βαρκάρης με το βοηθό του, συνεννοημένοι μαζί του, περνούσαν τους επιβάτες μέσα στο καράβι. Έτρεξα στους Σοφιανόπουλους. Προσευχηθήκαμε. Αρπάξαμε τις βαλίτσες μας και ξεκινήσαμε με τις γυναίκες. Η αγωνία μας δεν περιγραφόταν: Θα προφταίναμε να επιβιβαστούμε; Μήπως ο δημοσιογράφος μας παράσερνε χωρίς να το υποψιάζεται σε μια περιπέτεια, που μπορούσε να στοιχίσει τη ζωή μας ή να χάσουμε τις θέσεις μας στο ολλανδικό πλοίο που περιμέναμε; Φτάνοντας στο Κουμερκάκι με την ψυχή στο στόμα, αντικρίσαμε ένα μικρό φορτηγό γεμάτο πολίτες και στρατιωτικούς. Ο τουρκοκρητικός βαρκάρης, με συνωμοτική σιωπή, μας πέρασε με άλλους πέντε στο καράβι. Κάναμε το σταυρό μας μόλις πατήσαμε στο κατάστρωμα. Να ’ταν ψευδαίσθηση; Ένας κοντουλός ανθρωπάκος μας υποδέχτηκε με αγαθό χαμόγελο. Τον αγκαλιάσαμε. Με μας, είπε, συμπληρώνονταν τετρακόσιοι πενήντα. Θα’ παιρνε άλλους πενήντα. Ήταν πολίτες, γυναικόπαιδα, στρατιώτες, αξιωματικοί, τραυματίες –με την έκφραση ακόμη της αγωνίας από όσα είχαν δει τα μάτια τους. η χαρά μου δεν λεγόταν, όταν συνάντησα το σεβάσμιο συνεκδότη της «Αμάλθειας» Γεώργιο Υπερείδη∙ τον αδελφό του Θεόδωρο, εκδότη του «Τηλέγραφου»∙ τον Γεώργιο Αναστασιάδη, εκδότη του σατιρικού «Ο Κόπανος»∙ τον Λέανδρο Κοκκινάκη, εκδότη της «Ημερησίας». Άλλους συντάκτες. Ο φίλος μου δημοσιογράφος ήταν ο σωτήρας μας. Τον φίλησα. Μου χαμογελούσε. Πού να το φανταστώ πως η ερασιτεχνική απασχόλησή μου με τη δημοσιογραφία θα έφερνε μια μέρα τη σωτηρία μου; Η ευτυχία –όπως και η δυστυχία- όταν έρχονται απροσδόκητα, συγκλονίζουν τόσο έντονα την ψυχή, που μπορεί να καταλήξουν σε δράμα. Στα αγωνιώδη ερωτήματα όλων, αν οι τούρκοι αξιούσαν την παράδοσή μας, ο πλοίαρχος απαντούσε σταθερά πως δε σκόπευε να μας παραδώσει. Κι αν τον διάταζε ο ιταλός ναύαρχος; Ίδια απάντηση: Δε θα υπάκουε. Ζητούσε, όμως, να του παραδώσουν οι στρατιωτικοί τον οπλισμό τους. Εκείνοι αρνήθηκαν. Είχαν διασωθεί, είπαν, χάρη στα όπλα τους. Πώς να τα εγκαταλείψουν, για να μείνουν ανυπεράσπιστοι; Μα ο ιταλός επέμενε. Τελικά, υποχώρησαν στις παρακλήσεις μας και τα παραδώσανε. Ο πλοίαρχος, αντί να τα φυλάξει, τα πέταξε στη θάλασσα. Δεν πέρασε πολλή ώρα, μια ατμάκατος φάνηκε να κατευθύνεται προς το καράβι μας. Αναστατωθήκαμε. Ο ιταλός ναύαρχος αξιούσε απ’ το πλοίαρχο να παραδώσει στους τούρκους τους έλληνες επιβάτες, αν το απαιτούσαν. Εκείνος, όμως, απάντησε ρητά, πως δεν είχε σκοπό να υπακούσει στις τουρκικές αρχές. Θα αποπλέαμε το πρωί! Γενναίε άνθρωπε του Χριστού, με την πράξη σου, ξέπλυνες τα αίσχη των συμπατριωτών σου! Φιλούσαμε τα χέρια του. Τον αγκαλιάζαμε. Μας ατένιζε μ’ ένα τρυφερό χαμόγελο σα να είχε κάνει την πιο φυσική πράξη. Καθώς περιφερόμουν στο κατάστρωμα μήπως ανακαλύψω κανένα γνωστό μου, τινάχτηκα. Είχε βρεθεί μπρος μου ο Χατζή Λεόντης! Αγκαλιαστήκαμε. Η συγκίνηση μας έπνιγε. Θεέ μου, ο κομψός Λεόντης ήταν αγνώριστος: Χωρίς τα χρυσά πενς-νέ του. Χωρίς γραβάτα. Με ρούχα κατατσαλακωμένα. Παπούτσια ξηλωμένα. Του είπα πως τον αναζητούσε η ανεψιά του. Μου διηγήθηκε την περιπέτειά του: Ήταν το τελευταίο τρένο απ’ το Σαλιχλί, που έφυγε η κόρη της Σαρρίνας. Τα άλλα περνούσαν γεμάτα χωρίς να σταματήσουν. Ξενύχτησαν με τους Σούνιους και τον κόσμο κάτω απ’ τα υπόστεγα. Το πρωί η πόλη είχε εγκαταλειφθεί απ’ τον ελληνικό στρατό. Ξαναμπήκαν στο σταθμό οι έφιπποι τσέτες με τον κιορ Μπεχλιβάν χτυπώντας με αλαλαγμούς στον αέρα τα μαστίγιά τους. Πήραν από όλους όσα χρυσαφικά είχαν πάνω τους. μάζεψαν τους άντρες στη σειρά. Ανάμεσά τους ήταν απ’ το Σαλιχλί ο Παναγής Καντάρογλου, ο αρμένης ο Αρτίν, ο Πάρης Μπέης, ο Κοντογιαννάκης, ο Βαϊγκούσης, κάμποσοι απ’ τον κάτω μαχαλά. Ξαφνικά, παρουσιάστηκε με δυο τζαντάρμες ο Γιακόβ Ναχμίας. Δαχτυλόδειξε τους σαλιχλιώτες. Τους βάλανε απ’ τη σειρά. Ο σατανικός εβραίος χαμογελούσε. Πού να το φανταστούν πως ήταν κατάσκοπος των Τούρκων; Πλησίασε τον Παναγή Καντάρογλου και του έδωσε δυο χαστούκια: «Τώρα, εγώ είμαι το σπαθί και συ είσαι το θηκάρι… Θυμάμαι τι μου είπες, όταν ο γιος σου τόλμησε να κλέψει την κόρη μου;». Την πέτρα στον ντορβά, αντί για το κεφάλι του γιου του, εκείνος την είχε βάλει. Και τις διακόσιες χρυσές λίρες τα λύτρα τις είχε βάλει στο κομιτάτο! Τους κατέβασαν απ’ τον κεντρικό δρόμο. Το Σαλιχλί ήταν αγνώριστο απ’ τη μάχη, που είχε δοθεί ανάμεσα στους τσέτες και τους τσολιάδες του Πλαστήρα. Ξαφνικά, εκεί που ήταν απελπισμένος ότι τους πήγαιναν για τουφέκισμα, ήρθε η σωτηρία μου. Ανέβαινε ο καδής με το μουλά. Ο καδής τους σταμάτησε. «Αυτός είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος. Δεν έχομε μαζί του κανένα παράπονο. Τον παίρνω σπίτι μου…», είπε. Οι τζαντάρμες δεν φέρανε αντίρρηση. Σπίτι του τον έβαλε να πλυθεί, φάγανε στο σοφά μαζί, τη νύχτα εκεί. Το πρωί του είπε πως θα τον συνόδευε ως τη Σμύρνη. Φύγανε με το πρώτο τραίνο. Όταν βγήκανε στο σταθμό του Μπασμαχανέ, τον χτύπησε στον ώμο: «Από δω και πέρα, Χατζή Λεόντη, ο Αλλάχ μαζί σου…», τον αποχαιρέτησε. Πήγε στην «Μπάνκ Λυονναί», όπου είχε χρηματοκιβώτιο και ανοιχτό λογαριασμό. Ο διευθυντής, ένας γαλλοϊταλός, που του έφερνε συχνά δώρα όταν ερχόταν στη Σμύρνη, βλέποντάς τον σε κείνο το χάλι, τον πήρε στο γραφείο του. Είχε μέσο, του είπε, να τον φυγαδεύσει απ’ τη Σμύρνη. Ένας υπάλληλος τον συνόδευσε ως το φορτηγό του ιταλού…
Απ’ το κατάστρωμα παρακολουθούσαμε, τις πρώτες απογεματινές ώρες, τον τακτικό τουρκικό στρατό να κατακλύζει την προκυμαία. Προηγούνταν δεκάδες αυτοκίνητα με την ημισέληνο ζωγραφισμένη στα φτερά τους και ακολουθούσαν ίλες ιππικού με άψογες στολές. Τα πλήθη αντίκριζαν σαν απολιθωμένα την απαίσια παρέλαση. Στο μεταξύ, είχαμε πια γίνει πεντακόσιοι με όσους πρόφτασαν να επιβιβαστούν. Ως αργά τη νύχτα, κάτω απ’ τις ανταύγειες του φεγγαριού, ξεχωρίζαμε μέσα στην κατασκότεινη προκυμαία τις ίλες του τούρκικου στρατού να γεμίζουν την πόλη. Άραγε τι θα γινόταν μέσα στις ελληνικές συνοικίες; Στριμωγμένοι, όπως-όπως, κάποτε αποκοιμόμαστε, κάποτε ξυπνάμε από εφιάλτες. Επιτέλους, με την αυγή, ακούσαμε τις μηχανές του καραβιού να λειτουργούνε. Κάναμε το σταυρό μας. Φιλιόμασταν. Ναι, ήταν πραγματικότητα! Είχαμε αποφύγει το θάνατο ή την αιχμαλωσία στα βάθη της Ανατολίας! Ήμασταν απ’ τους τυχερούς, χάρη σ’ έναν άνθρωπο του λαού με χριστιανικά αισθήματα. Μια χριστιανική πράξη μπορεί να εξαγοράσει χιλιάδες βαρβαρότητες. Παίρνω μαζί μου, Σμύρνη, το όραμά σου, σήμερα, αυγή της 28ης Αυγούστου 1922. Το βλέμμα μου δεν έχει τη δύναμη να διαπεράσει το φράγμα απ’ τα δάκρυά μου, όσο απομακρυνόμαστε απ’ την ακτή. Όχι! Όχι! Ιωνία δε σε χάνω! Διατηρώ στο αίμα μου τα μέταλλα απ’ το έδαφός σου∙ στα σπλάγχνα μου τους χυμούς απ’ τα φυτά σου∙ την αιθρία σου μέσα στην ψυχή μου∙ στο ήθος μου την αρχοντιά σου. Θεοί της Ιωνίας, παρακαλώ σας, συντροφέψτε την πατρίδα μου στη μοναξιά της με τα χαμόγελά σας. Ίσως μια…
Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. B΄, σ. 340-352