Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τα παιδιά της Νιόβης

  • Η καταγραφή δεν είναι συνδεδεμένη σε κάποια τοποθεσία

Τα τρένα, που ανέβαιναν ως τότε για το Ουσάκ γεμάτα στρατό, σα να ’χε αλλάξει ξαφνικά τη φορά τους κάποιος μάγος, άρχισαν να παίρνουν την κατεύθυνση προς τη Σμύρνη. Περνούσαν ξέχειλα άτακτα φανταράκια –πολλά ήταν σκαρφαλωμένα στις σκεπές τους- σαν αφηνιασμένα –ζωάκια. Η κάθοδός τους έμοιαζε με φυγή. Στις ταχείες, οι πολίτες μιλούσαν χαμηλόφωνα για μεγάλη νίκη του τουρκικού στρατού στο Αλή Βεράν∙ για αιχμαλωσία ολόκληρης μεραρχίας. Στο Σαλιχλί κάθε πρωί ανακάλυπταν πως η δύναμη του στρατού λιγόστευε. Η αποχώρησή του γινόταν νύχτα, για να μην προκαλεί πανικό. Οι αραιές περιπολίες δεν ήταν ικανές να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη, πως όσοι απόμεναν θα μπορούσαν να τους προστατέψουν. Οι παραγωγοί βλέπανε με απελπισία τα προϊόντα τους αποθηκευμένα κάτω απ’ τα υπόστεγα. Ένα πρωί ο ίλαρχος Αβροτέλης πέρασε απ’ τον κεντρικό δρόμο μέσα σε μια καρότσα με τη γυναίκα του, το μωρό τους και την πεθερά του. Κουνούσαν τα χέρια σε όσους τους χαιρετούσαν αγέλαστοι από παράθυρα και μπαλκόνια∙ μα κανένα δεν πείθανε πως πήγαιναν στη Μυτιλήνη να βαφτίσει το παιδί τους η αδελφή του γαμπρού –τα έπιπλα, που παίρνανε, τους διαψεύδανε. Άρχισαν να τους μιμούνται όσοι δεν είχαν κτήματα. Μερικοί, σα να αισθάνονταν ένοχοι για την αναχώρησή τους, την κρατούσαν μυστική. Άλλοι προτιμούσαν να παίρνουν το τραίνο απ’ τις Σάρδεις, για να αποφεύγουν τη συγκίνηση του αποχαιρετισμού, με την ψευδαίσθηση πως θα κάνανε το συνηθισμένο καλοκαιριάτικο τους ταξιδάκι. Στο μπεζεστένι τα καλά μαγαζιά αραίωναν. Οι τούρκοι, απ’ τα δικά τους, παρακολουθούσαν με χαμογελαστή απάθεια διώχνοντας με τις αλογότριχες τις μύγες απ’ τα σακιά με τα φαγώσιμα τους. η πόλη έχανε τον καθημερινό ρυθμό της. Καραβάνια απ’ τα γύρω μέρη, που δεν είχαν σιδηροδρομική επικοινωνία με τα κέντρα να γεμίζουν τον πίσω δρόμο με κατεύθυνση προς τα παράλια –πάνω σε νταλίκες, καρότσες, αραμπάδες, βοϊδάμαξες, άλογα. Η οχλοβοή τους αντηχούσε τις νύχτες σαν πλημμυρισμένο ποτάμι…

Ο Χατζή Λεόντης βγήκε ένα πρωί απ’ το σπίτι του με μαύρους κύκλους γύρω από τ’ άρρωστα μάτια του πίσω απ’ τα χρυσά πενς-νε. Η άυπνη νύχτα του είχε δώσει μια συμβουλή, που ήταν πια αποφασισμένος να την ακολουθήσει. Κατέβηκε απ’ τον κεντρικό δρόμο με βήμα αργό. Το κομψό γεροντοπαλίκαρο, μέσα στην κατάθλιψη του, είχε ξεχάσει να σηκώσει το μπροστινό μπωρ του παναμά του, όπως το συνήθιζε. Η γραβάτα δεν ταίριαζε με τον γκρίζο αλπακά του. Στο μπεζεστένι βρήκε κλειστά τα μαγαζιά του Βασίλη Ωνάση, του Χατζή Αυγουστή, του Βαγγέλη Βαϊγγούση, του Γιώργη Πανταζόπουλου, του Λάμπη Κοκρανίδη. Σίγουρα, είχαν εγκαταλείψει το Σαλιχλί νύχτα απ’ τον πίσω δρόμο, για να πάρουν το συρμό απ’ τις Σάρδεις το πρωί. Κλείστηκε στο καμαράκι, όπου είχε το γραφείο του και το χρηματοκιβώτιο παραγγέλλοντας στους υπαλλήλους να λένε σε όσους τον ζητούσαν πως έλειπε. Ήταν η μεγάλη στιγμή, που μέρες τώρα την έβλεπε να πλησιάζει, μα σα να ’τανε ένα πολύ πικρό ποτήρι της απόστρεφε το πρόσωπο. Έβγαλε μια πανάκριβη κροκοδειλένια τσάντα, αγορασμένη απ’ τον Φραγκομαχαλά. Άνοιξε το χρηματοκιβώτιο του και έμεινε μια στιγμή να το κοιτά κουνώντας περίλυπος το κεφάλι. Ένα δάκρυ κύλησε απ’ το μαραγκιασμένο του πρόσωπο. Κι άλλο. «Πατρίδα μου…», ψιθύρισε. Είχε έρθει στο Σαλιχλί δέκα χρονών, ορφανός. Μπήκε παραγιός στου αξέχαστου καπνέμπορα Αντώναγα. Ο καλόκαρδος γίγας τον βρήκε ξυπνό. Δεν είχε παιδιά. Του έδωσε την πρώτη συρμαγιά. Το επιχειρηματικό του δαιμόνιο θριάμβευσε. Μορφώθηκε διαβάζοντας. Ο αιώνας τον βρήκε έναν απ’ τους πιο ισχυρούς παράγοντες στην οικονομική ζωή της περιφέρειας Σαλιχλί, εμπορικό επίκεντρο της επαρχίας Φιλαδελφείας με τα εξήντα πλούσια χωριά του. Είχε μείνει ανύπαντρος από μιαν αθώα ωραιοπάθεια. Οι προοδευτικές ιδέες του στις συναλλαγές, οι εξευρωπαϊσμένες συνήθειές του, τα συχνά ταξίδια του στην Πόλη και τη Σμύρνη –του είχαν δώσει τον αέρα μιας αρχοντιάς, που τον ξεχώριζε απ’ τους άλλους προύχοντες με τη νοοτροπία ανατολίτη. Σα να ’χε ξεχαστεί απ’ τις σκέψεις του, εκεί μπρος στο ανοιγμένο χρηματοκιβώτιο, άρχισε με νευρικότητα να γεμίζει την τσάντα με μασούρια χρυσές λίρες και πεντόλιρα, ξένα νομίσματα, κοσμήματα, ομολογίες και μετοχές, λογής χαρτονομίσματα. Κάθισε στο γραφείο του, έβγαλε απ’ τη χαρτοθήκη μια κόλλα με τη φίρμα του, τη χρονολόγησε, πήρε την πέννα και έγραψε στη μέση της με τρεμάμενο χέρι: «Η Διαθήκη μου». Από κάτω το σύντομο τούτο κείμενο: «Εγώ σήμερον, ο Χατζή Λεόντης Αντωνιάδης με σώας τας φρένας, εν όψει του θανάτου, καταλείπω όσα περιουσιακά στοιχεία μου ανήκουν εις την ανηψιάν μου Χρυσάνθη, χήραν Μιχαήλ Αναστασιάδη». Την υπόγραψε, την έκλεισε σ’ ένα φάκελο και την έβαλε μέσα στη βαλίτσα. Ρίχτηκε στην πολυθρονίτσα του με ανακούφιση. Επιτέλους, είχε κάνει αυτό που δίσταζε να το αποφασίσει τόσες μέρες. Παρήγγειλε καφέ και άναψε τσιγάρο. Λογάριαζε, αν, τελικά, η Σμύρνη χαν΄0οταν, να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, την πατρίδα του παππού του. Άγρυπνος όλη τη νύχτα, καθώς είχε αφαιρεθεί να παρακολουθεί με γλαρωμένα μάτια τις καμπύλες απ’ τον καπνό του τσιγάρου του, κάποια στιγμή λαγοκοιμήθηκε…

Τινάχτηκε απ’ την πολυθρονίτσα. Η ανεψιά του η Σαρρίνα, που ήξερε τη συνήθειά του να ξαπλώνει τα μεσημέρια σ’ ένα ράντσο στο μαγαζί, είχε έρθει να τον αποχαιρετήσει. Θα ’φευγε με την απογευματινή ταχεία. Το βαγόνι με τα πράγματα, που είχε διαλέξει, είχε ξεκινήσει κιόλας για τη Σμύρνη. Γύριζε στο Μπουτζά με την Αλέξα. Η Τασώ θα ’φευγε μαζί του, όποτε εκείνος έκρινε πως δεν είχαν πια να κάνουν τίποτε στο Σαλιχλί…

Κοιτάχτηκαν. Τα μάτια τους είχαν βουρκώσει.

- Ήρθες στη κατάλληλη ώρα, ανιψιά…, είπε εκείνος.

- Φαινόσαστε κουρασμένος, θείε…

Ο Χατζή Λεόντης σηκώθηκε αργά-αργά σα να ’ταν το κορμί του Μολυβένιο. Πήρε τη τσάντα και την άφησε στο χέρι της:

- Εδώ μέσα, ανιψιά, έχω ό,τι καζάντησα… Θα το δεις, όταν την ανοίξεις… Στη Σμύρνη, που θα πας, κατάθεσέ τα σ’ ένα χρηματοκιβώτιο της «Κρεντί Λυοναί». Έχω εκεί ανοιχτό λογαριασμό. Εσύ έχεις γίνει σαΐνι σ’ αυτές τις δουλειές… Αν δεν επιζήσω, με τη διαθήκη, που έχω μέσα, τ’ αφήνω όλα δικά σου –να σπουδάσεις και να παντρέψεις τα παιδιά σου… Στις τελευταίες φράσεις η φωνή του έπεσε.

Η Σαρρίνα τον αγκάλιασε και τον φίλησε:

- Σας ευχαριστώ, θείε… Είσαστε ακόμη νέος και γερός. Θα ζήσετε και θα τ’ αυξήσετε… Πάντα σας αισθανόμουν στη θέση του Σαρρή μου… πρόφτασε να του πει, γιατί ο λυγμός την έπνιξε. Θα σας περιμένω στο Μπουτζά.

Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. B΄, σ. 322-325