Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στο προβέγγερό του ο Χατζή Λεόντης άφηνε από κοκεταρία το σακάκι του ξεκούμπωτο, για να φαίνεται το βελουδένιο φανταιζί γιλέκο που είχε ψωνίσει στην Πόλη. Ο γιατρός Σούνιος, σ’ αυτούς που τρέξανε το ίδιο κιόλας βράδι σπίτι του να μάθουν τα νέα, από μεγαλομανία, ανέφερε κάθε τόσο ακουστά ονόματα της Σμύρνης, για να επιδείξει τις γνωριμίες του στην αριστοκρατία της. Ήταν μια απόλαυση για το φιλάρεσκο, όταν σώπαινε απότομα, να βλέπει τον κύκλο γύρω του κρεμασμένο απ’ τα χείλη του. Συνέχιζε: Από νωρίς είχε διαδοθεί, πως ο μητροπολίτης Χρυσόστομος είχε καλέσει τους μητροπολίτες του βιλαετίου και προύχοντες της Σμύρνης, να παραβρεθούν στην επίσκεψη, που θα του έκανε το απόγεμα ο κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Λέων» Ηλίας Μαυρουδής για να του ανακοινώσει το διάγγελμα του Βενιζέλου στον ελληνικό λαό της Σμύρνης. Στον αυλόγυρο της Αγίας Φωτεινής το συγκεντρωμένο πλήθος παραληρούσε από ενθουσιασμό. Είχε κιόλας φτάσει στ’ αυτιά τους πως την επομένη θα καταπλέανε στο λιμάνι πλοία με ελληνικό στρατό. («Με είχε πάρει μαζί του ο φίλος μου λυκειάρχης Χρήστος Αρώνης. Στη μεγάλη αίθουσα του μητροπολιτικού μεγάρου περιμέναμε όλοι με ανυπομονησία τον ερχομό του πλοιάρχου. Τον υποδεχτήκαμε με χειροκροτήματα. Φαινόταν πολύ συγκινημένος. Μέσα σε βαθιά σιγή μας διάβασε το διάγγελμα. Μας φαινόταν πως ακούαμε προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης. Μερικές φράσεις τις έχω κρατήσει στη μνήμη μου: «Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν… Η Ελλάς εκλήθη υπό του συνεδρίου της ειρήνης να καταλάβει την Σμύρνην ίνα ασφαλίσει την τάξιν… Διατελέσας μέχρι των Βαλκανικών πολέμων δούλος υπό τον αυτόν σκληρότατον ζυγόν, εννοώ ποία αισθήματα χαράς θα πλημμυρίζουν σήμερον τας ψυχάς των Ελλήνων της Δυτικής Μικράς Ασίας». Και συνέχιζε με συστάσεις στον ελληνικό πληθυσμό να αποφεύγει τις προκλήσεις και τις εχθρότητες στους ξένους. Ο δεσπότης, στην προσφώνησή του στον πλοίαρχο, πνίγοντας κάθε τόσο τους λυγμούς του, τον διαβεβαίωσε πως ο σμυρναϊκός λαός θα συμπεριφερθεί χριστιανικά. Κλαίγαμε όλοι… Ο καιρός στο προαύλιο, μαθαίνοντας πια από επίσημα χείλη το μεγάλο γεγονός, ξέσπασε σε ζητωκραυγές μόλις είδε τον πλοίαρχο να βγαίνει. Τα ναυτάκια της ακολουθίας του σχημάτισαν γύρω του ζώνη για να μπορέσει να περάσει. Τον αγκάλιαζαν, τον φιλούσαν. Ο μητροπολίτης βγαίνοντας στον εξώστη, έκανε έκκληση στο πλήθος να φανεί ανεξίκακο στους χτεσινούς τυράννους του. Ήταν απαίτηση των συμμάχων, που εμπιστεύθηκαν την ασφάλεια όλων των ξένων στον ελληνικό στρατό. Την επομένη, από πολύ νωρίς, η προκυμαία ήταν πατείς με πατώ σε απ’ την κοσμοπλημμύρα. Πολλοί, με την ωραία βραδιά, είχαν ξενυχτήσει σε παγκάκια, στα καθίσματα των κέντρων, μέσα σε βάρκες και σε μαούνες –για να εξασφαλίσουν μια καλή θέση. Στην προκυμαία όλα τα τροχοφόρα ήταν σταματημένα. Δε λείψανε οι ξυλοδαρμοί για μικροκλοπές. Κάθε τόσο ακούονταν φωνές: ’’Έρχονται!… Έρχονται!…’’. ήταν περαστικά καράβια. Από ένα μπαλκόνι ο φίλος μου Σωκράτης Σολωμονίδης τριγυρισμένος από δημοσιογράφους της εφημερίδας του ’’Αμάλθεια’’, έπαιρνε φωτογραφίες. Απ’ τους πλημμυρισμένους κόσμο εξώστες των προξενείων ακούονταν οι μηχανές να γυρίζουν κινηματογραφικές ταινίες. Επιτέλους, κάποια ώρα, φάνηκε στο βάθος, πρώτο από μια σειρά πλοία, ένα πιο μεγάλο, κάτασπρο σαν τεράστιος κύκνος, να καπνίζει… Το ’’Πατρίς!…Το Πατρίς’’ ξεφώνιζαν όλοι σε μια φρενίτιδα ενθουσιασμού. Ανέμιζαν σημαίες. Τίναζαν λάβαρα. Αγκαλιάζονταν. Φιλιόνταν. Παίζανε φυσαρμόνικες. Χορεύανε. Πανζουρλισμός. Όταν το υπερωκεάνιο πλησίασε αρκετά, τα αγκυροβολημένα στο λιμάνι συμμαχικά πολεμικά το υποδέχτηκαν με τις σειρήνες τους. Πρώτο το κωδωνοστάσιο της Αγίας Φωτεινής, έδωσε το σύνθημα. Μονομιάς άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες από όλες τις εκκλησιές. Αξέχαστη στιγμή! Ο κόσμος παραληρούσε. Πρώτο πλεύρισε το μεταγωγικό ’’Νέα Γενεά’’. Ένας πανύψηλος τσολιάς κρατώντας την ελληνική σημαία πρόβαλε στη σκάλα μέσα στις ιαχές του κόσμου. Όλοι, μ’ ένα μάτι και μιαν ανάσα, παρακολουθούσαμε το απίστευτο θέαμα: Τα τμήματα του ευζωνικού να πηδούνε στην προκυμαία! Μας φαινόταν πως βλέπουμε όνειρο… Κοντά μου κάποιος γηραλέος σταυροκοπιόταν μουρμουρίζοντας: ’’Νυν απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα… Νυν απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα…’’. Έκανα κι εγώ το σταυρό μου. ευγνωμονούσα το Θεό, που με είχε αξιώσει να ζήσω αυτή την αγία μέρα. Ο πρώτος τσολιάς, μόλις πήδησε στην προκυμαία, γονάτισε και φίλησε το χώμα. ’’Καλό ποδάρομα!’’ ξεφώνιζαν όλοι. Στο μέρος όπου γινόταν η αποβίβαση, απ’ τα σπρωξίματα, μερικοί λιποθύμησαν. Ξαφνικά, είδαμε τον επικεφαλής του τμήματος αξιωματικό να στήνει το χορό. Ένα ευζωνάκι ξεκρέμασε το βιολί του και άρχισε να παίζει τον καλαματιανό. Ο κόσμος, εκτός εαυτού, τιναζόταν, σφύριζε, έπαιζε φυσαρμόνικες. Ανάστα ο Θεός… Πλάι μου κάποια τυφλή ρωτούσε το συνοδό της πόσο ψηλοί ήταν οι εύζωνες∙ αν μοιάζανε με όλους τους ανθρώπους! Πολύ με συγκίνησε μια μαυροφορεμένη νέα γυναίκα. Μοιρολογούσε μέσα στα κλάματά της: ’’Άντρα μου, γιατί να σε πάρει ο χάρος προτού δεις αυτή τη μέρα;’’. Και δώστου να κλαίει. Ακουόταν η μπάντα να παίζει τον Εθνικό Ύμνο. Ο μέραρχος συνταγματάρχης Αδριανόπουλος κατευθύνθηκε με το επιτελείο του στην εξέδρα, όπου βρισκόταν ο μητροπολίτης μαζί με τους άλλους ιεράρχες. Δέχτηκε τις ευλογίες του. Σφουγγίζαμε τα δάκρυά μας. Αληθινή μυσταγωγία. Καθώς προσπαθούσαν όλοι να πλησιάσουν προς την εξέδρα, απ’ τα σπρωξίματα, χωρίς να το καταλάβουν, μερικοί πέσανε στη θάλασσα! Βρέθηκα μπροστά στο ζαχαροπλαστείο ’’Κραίμερ’’. Κάποιος με χτύπησε στον ώμο. Ήταν ο Κωστής Σοφιανόπουλος. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Με πήρε να φάω σπίτι του. Θα ’ρθεί στο Σαλιχλί την εποχή της σταφίδας. Ακολουθήσαμε για λίγο τη φάλαγγα με επικεφαλής τον κλήρο, που κατευθυνόταν προς το διοικητήριο… Πάνω στο τραπέζι, ακούσαμε πυκνούς πυροβολισμούς. Υποψιαστήκαμε αμέσως πως ήταν απ’ τους τούρκους. Το απόγεμα, περνώντας απ’ τη ’’Λέσχη των κυνηγών’’ πριν πάω για το τραίνο στο Μπασμαχανέ, έμαθα τις λεπτομέρειες: Καθώς περνούσε η φάλαγγα απ’ τα δρομάκια της Καραντίνας, συνάντησε οδοφράγματα. Ξαφνικά, οι τούρκοι άρχισαν να πυροβολούν απ’ το αρχηγείο χωροφυλακής, απ’ το οίκημα των φυλακών, από ένα τούρκικο ξενοδοχείο, από σπίτια. Οι εύζωνες, αιφνιδιασμένοι, απάντησαν με ομοβροντίες. Ο κόσμος σκορπίστηκε. Έγιναν κάμποσες κλεψιές σε σπίτια και μαγαζιά. Δυο τσολιάδες σκοτώθηκαν. Κάμποσοι τούρκοι. Σκοτώθηκε επίσης ο δημοσιογράφος Νίκος Κυριακίδης. Πολλοί τραυματίες. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι και κλείστηκαν στο ’’Πατρίς’’ ο στρατιωτικός διοικητής, ο βαλής, δυο στρατηγοί και κάπου δυο χιλιάδες μπασιμπουζούκοι…»).

Ο γιατρός πήρε δυο γουλιές σπ’ το τσέρι του. Τσίμπησε το κάτασπρο μούσι του. Ακόμη και η φαλάκρα του είχε ροδίσει απ’ τον ενθουσιασμό του. Τον ευχαρίστησαν. Η περιγραφή του ήταν τόσο ζωηρή, που νόμιζαν πως βρίσκονταν μαζί του στην προκυμαία. Ο Τρύφων Ιωαννίδης την παρομοίασε με τις περιγραφές του Αδαμαντίου Κοραή απ’ τη γαλλική επανάσταση, που έδινε στα γράμματά του στον πρωτοψάλτη της μητροπόλεως Σμύρνης. Πίνοντας τα ποτά τους, κάνανε ευχές να τους αξιώσεις ο Θεός να ζήσουν και στο Σαλιχλί την ποθητή μέρα. Η συζήτηση άναψε: Ως που θα ’φτανε η ελληνική κατοχή; Διαδόσεις κυκλοφορούσαν πως οι σύμμαχοι είχαν αποφασίσει οι έλληνες να καταλάβουν τη Σμύρνη και μια περιοχή απ’ την ενδοχώρα στις όχθες του Μαιάνδρου. Θα περιλαμβανόταν άραγε και το Σαλιχλί; Αλοίμονό τους, αν έμενε απ’ έξω… Το φεγγάρι, όπως έπεφτε από τ’ ανοιχτά παράθυρα, έδινε στα πρόσωπά τους μιαν έκφραση μυστική. Μοιάζανε σαν πίνακας, που παράσταινε σκλάβους σε κρυφή συγκέντρωση… Ο πρόεδρος Βασίλης Ωνάσης πρότεινε να επισκεφθούν οι δημογέροντες τον καημακάμη, για να του ζητήσουν να εγγυηθούν οι τουρκικές αρχές την ασφάλεια των ρωμιών –οι δολοφονίες του Αντώναγα και του Εστρέφ μπέη τους είχαν φοβίσει. Έγινε επιτόπου μια επιτροπή απ’ το Βασίλη Ωνάση, το Χατζή Λεόντη, το φαρμακοποιό Τσαμπάζη – που είχε αντικαταστήσει τον Κωστή Σοφιανόπουλο- και τον πανύψηλο Μάνθο Κεραμιδά, ιδιοκτήτη του μεγάλου αλευρόμυλου έξω απ’ την πόλη, που είχε πάρει τη θέση του Σαρρή. Ότι ετοιμάζονταν να βγουν, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ξανακάθησαν ταραγμένοι. Μήπως ετοίμαζαν και εδώ οι τούρκοι κανένα πατατράκ, για να σπείρουν τον τρόμο;

Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. A΄, σ. 304-308